Ένα ιστιοφόρο ξεκινά από τη Γένοβα της Ιταλίας. Μέσα σ' αυτό υπάρχουν περίπου 500 είδη φυτών και καρπών. Προορισμός η Αθήνα και παραλήπτης η Βασίλισσα Αμαλία.
Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ελληνικού κράτους, πίσω στον 19ο αιώνα, και η νεαρή γυναίκα του Όθωνα έχει έναν στόχο. Να φτιάξει, δίπλα στο ανάκτορό, από την αρχή, έναν τεράστιο κήπο, τον Βασιλικό και μετέπειτα Εθνικό.
Ανάμεσα στα δέντρα και η νεραντζιά, ένα νεόφερτο εσπεριδοειδές, το οποίο έμελλε 200 χρόνια μετά να γίνει μία από τις ατραξιόν της Αθήνας.
Σήμερα υπολογίζεται, σύμφωνα με τα στοιχεία του Δήμου Αθηναίων, πως στην πόλη υπάρχουν 35.000 νεραντζιές, το ⅓ δηλαδή των δέντρων που έχουν φυτευτεί σ' αυτή. Και ενώ ο καθένας μπορεί να τις θαυμάσει ανθισμένες σχεδόν σε κάθε γειτονιά της, η ιστορία τους δεν έχει καμιά σχέση με την Ελλάδα.
Ως καταγωγή του δέντρου οι περισσότεροι θεωρούν το Βιετνάμ και την Ινδία, ωστόσο υπάρχει ένας θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο, όλα τα ξινά εσπεριδοειδή –πορτοκάλια, νεράντζια και λεμόνια– βρέθηκαν πρώτα ψηλά στα Ιμαλάια και σταδιακά πέρασαν στη Μέση και την Εγγύς Ανατολή.
Μαζί με τις νεραντζιές αρχίζουν να φυτεύονται επίσης μουριές και ελιές, ωστόσο οι πρώτες φαίνεται πως έχουν ένα προτέρημα. Είναι ανθεκτικές στην ατμοσφαιρική ρύπανση και δεν χρειάζονται σχεδόν καθόλου φροντίδα και νερό.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν καμία εικόνα για κανένα από αυτά τα δέντρα, ενώ το πρώτο εσπεριδοειδές που καταγράφηκε να φθάνει στην Ελλάδα είναι το κίτρο, ύστερα από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία.
Οι νεραντζιές, ο «φτωχός» συγγενής των πορτοκαλιών, όπως συνηθίζεται να τις αποκαλούν, φαίνεται να φτάνουν για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό έδαφος, όταν οι Άραβες πατούν στη Σικελία. Ακόμη κι ετυμολογικά, αν ερευνήσει κανείς, θα δει πως το όνομά τους προέρχεται από εκείνους (نارنج nāranj).
Στον ελλαδικό χώρο, βέβαια, υπάρχουν αναφορές στα δέντρα και τους καρπούς τους ήδη από την εποχή του Βυζαντίου, όπου φαίνεται να ονοματίζονται σε διάφορα αλχημικά έργα, σε σατιρικά κείμενα ακόμη και σε ερωτικά μυθιστορήματα.
Σ' ένα από αυτά, μάλιστα, στο έμμετρο «Φλώριος και Πλατζιαφλώρα», ο συγγραφέας χαρακτηρίζει την ηρωίδα με μια σειρά από εξεζητημένα επίθετα όπως «την δενδροηλιόμορφην, μαυροπλουμιστομάταν, την νεραντζοερωτοάκουστον, κρινοτριανταφυλλάτην, τραχηλομαρμαρόμνοστην, ροδοκοκκινοχείλαν, την συντυχογλυκόλαλον, ερωτοπαιδεμένην», αναφερόμενος στο άρωμα της νεραντζιάς.
Πολύ αργότερα το ίδιο δέντρο θα γίνει ολόκληρο δημοτικό τραγούδι, το οποίο τραγουδιέται ακόμη, μέχρι σήμερα, στην Ήπειρο.
Στην Αθήνα, ωστόσο, μετά την Βασίλισσα Αμαλία, όπως παραδέχεται στη LiFO, ο επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης, Γιώργος Σφήκας, ο Γεώργιος Α' είναι αυτός που συνεχίζει τις δενδροφυτεύσεις τους στην πόλη, όσο εκείνη αρχίζει να εξαπλώνεται και να συγκεντρώνει όλο και μεγαλύτερο πληθυσμό.
Εκείνες, ωστόσο, αρχίζουν να εντατικοποιούνται από τις αρχές του 20ού αιώνα και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όταν η Αθήνα μετατρέπεται από μια μικρή πόλη σ' ένα μεγάλο αστικό κέντρο που το τσιμέντο ξεκινά να την κατακλύζει.
Πολλά από εκείνα τα δέντρα, ωστόσο, θα κοπούν κατά την Κατοχή, όταν οι κάτοικοι της πόλης μέσα στην ανέχεια ψάχνουν να βρουν κάθε τρόπο για να ζεσταθούν.
Μαζί με τις νεραντζιές αρχίζουν να φυτεύονται επίσης μουριές και ελιές, ωστόσο οι πρώτες φαίνεται πως έχουν ένα προτέρημα. Είναι ανθεκτικές στην ατμοσφαιρική ρύπανση και δεν χρειάζονται σχεδόν καθόλου φροντίδα και νερό.
Στην πόλη, μετά τον πόλεμο, εμφανίζονται αρκετές πορτοκαλιές και λεμονιές, οι οποίες, όμως, αντικαθίστανται, καθώς δεν ήταν λίγοι εκείνοι, σύμφωνα με τον κ. Σφήκα, που έβγαιναν έξω την εποχή της καρποφορίας με ραβδιά και σακούλες, προκειμένου να μαζέψουν πορτοκάλια και λεμόνια από τους δρόμους της πόλης.
Η δουλειά γινόταν συνήθως «στη ζούλα», αργά το απόγευμα και το σούρουπο, ωστόσο το γευστικό αποτέλεσμα, εξαιτίας της επιβαρυμένης ατμόσφαιρας της πόλης, δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικό καθώς οι καρποί όλων των εσπεριδοειδών ήταν πολύ πιο πικροί από εκείνους της επαρχίας.
Αν δει κανείς που δεν έχει έφεση στην δενδροκομία τις νεραντζιές, είναι πολύ πιθανό να τις περάσει για πορτοκαλιές. Σ' αυτή την παγίδα φαίνεται πως έπεσαν οι Γερμανοί Ναζί, όταν παρελαύνοντας στην Αθήνα, είδαν τις νεραντζιές και όρμησαν στους καρπούς για να τους φάνε.
Μόνο που τους περίμενε μια έκπληξη, καθώς τα νεράντζια είναι ξινά και πικρά, καμία σχέση δηλαδή με τα γλυκά πορτοκάλια τα οποία νόμιζαν πως βρήκαν.
Ο μετέπειτα αντιστασιακός, Ιάκωβος Βαγιάκης, παιδί ακόμα, θυμάται εκείνες τις στιγμές. «Ο κόσμος κλείστηκε στα σπίτια του, έχοντας κλειστά ακόμη και τα παράθυρα. Η Αθήνα ήταν μια έρημη πόλη και όχι βέβαια από φόβο, αλλά σαν ένδειξη διαμαρτυρίας και περιφρόνησης. Εγώ έχοντας την περιέργεια της ηλικίας μου –ήμουν μόλις 13 ετών– παρακολουθούσα τα συμβαίνοντα από τις γρίλιες. Κάποια στιγμή ακούστηκε θόρυβος. Γερμανική μηχανοκίνητη φάλαγγα κατηφόριζε την Ακαδημίας και μπήκε στην πλατεία Κάνιγγος, που τότε είχε κυκλική κυκλοφορία. Έκανε στάση στην πλατεία... Οι Γερμανοί στρατιώτες ορμούσαν στις γύρω νεραντζιές, έκοβαν νεράντζια και τα έτρωγαν! Ποιος ξέρει γιατί έγινε αυτό, ίσως να τα πέρασαν για πορτοκάλια...».
Τα νεράντζια αναφέρονται πάλι στα ιστορικά κείμενα της πόλης, τον Νοέμβριο του 1973, όταν φοιτητές αρχίζουν να επιτίθενται στους αστυνομικούς και να τους πετούν καρπούς. Εκείνοι αντεπιτίθενται και οι πρώτοι κλείνονται μέσα στο Πολυτεχνείο.
Λίγες μέρες μετά, ο χώρος θα έχει κατακλυστεί από κόσμο και στις 17 Νοέμβρη τα τανκς του Παπαδόπουλου θα εισβάλουν σ' αυτό για να καταστείλουν την εξέγερση.
Η δικτατορία τελειώνει, η μεταπολίτευση ξεκινά και ήδη από το '80, όταν πια το κέντρο της Αθήνας είναι ασφυκτικά πυκνοκατοικημένο, αρχίζουν οι δήμαρχοι της πόλης να φυτεύουν δέντρα για να βελτιώσουν την εικόνα και την ατμόσφαιρά της.
Πρωτεργάτης σ' αυτό, ο Δημήτρης Μπέης, ο οποίος σε επτά χρόνια, από το 1979 έως το 1986, φυτεύει εκατοντάδες νεραντζιές σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της, από το Παγκράτι, μέχρι τα Εξάρχεια.
Όπως εξηγεί ο διευθυντής πρασίνου της πόλης, κ. Κυριακάκης, οι νεραντζιές επιλέχθηκαν επειδή ταιριάζουν αρκετά με τη χωροταξία της πόλης, καθώς οι πολύ μικροί τους κορμοί δεν εμποδίζουν την κυκλοφορία στα στενά πεζοδρόμια της Αθήνας.
Συν τοις άλλοις, δεν έχουν πρόβλημα και με τις παγωνιές, καθώς καμιά από αυτές που έχουν εκδηλωθεί στην πόλη διαχρονικά, δεν έχει καταφέρει να τις ξεράνει. Εξού και οι περισσότερες πορτοκαλιές της πόλης έχουν μπολιαστεί πάνω σε εκείνες.
Μπορεί, βέβαια, να έχουν γλιτώσει από τα καιρικά φαινόμενα, αλλά όχι απαραίτητα και από τον άνθρωπο. Ίδια εποχή, λοιπόν, πριν από μία δεκαετία, ο τότε δήμαρχος της πόλης, Νικήτας Κακλαμάνης, αποφασίζει πώς πρέπει να κοπούν και να αντικατασταθούν από άλλα, νέα δέντρα.
Οι όχι και τόσο πράσινες δράσεις ξεκινούν παράλληλα στην Αθήνα, από την κοπή των δέντρων ενός ολόκληρου πάρκου στην Κυψέλη μέχρι και τις ιστορικές νεραντζιές στην οδό Κανάρη στο Κολωνάκι, κατά την περίοδο μάλιστα που ήταν σε πλήρη ανθοφορία.
Οι ντόπιοι αντιδρούν, με τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους, όπως ο «Λυκαβηττός» να αρχίζει να συγκεντρώνει υπογραφές για να αποφευχθεί η κοπή τους, με το σύνθημα «Αφαιρούν τις νεραντζιές, ξεριζώνουν τις μνήμες μας».
Τα μέλη του συλλόγου μιλούν για αθέτηση των δεσμεύσεων του δημάρχου, μάλιστα, ο οποίος μπορεί να διασφάλισε πως δεν θα ξηλωθούν άλλα δέντρα προτού το θέμα τεθεί στο δημοτικό συμβούλιο, ωστόσο όπως κατήγγειλε τότε η πρόεδρος του συλλόγου Ζωή Καραπαναγιώτη, τελικά αυτό έγινε ξημερώματα της ημέρας της συνεδρίασης.
Με το ξήλωμα εναντιώθηκαν και αρκετοί επιστήμονες, με τον καθηγητή Ανθοκομίας και Αρχιτεκτόνων Τοπίου του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, Γιάννη Χρονόπουλο, να υποστηρίζει χαρακτηριστικά: «Αντίθετος με τη φύτευση βραχυχιτώνων δεν είμαι, αλλά έχει άλλη χάρη η νεραντζιά. Έχει ένα άνθος, θυμίζει την παλιά Αθήνα, μετά παραμένουν οι καρποί της και δίνουν χρώμα στο τοπίο».
Στη θέση τους τελικά μπαίνουν μερικά τροπικά δενδρύλλια του είδους Βrachychiton acerifoliuus, τα οποία μάλιστα κοστίζουν και πολύ ακριβά, με ρίσκο όμως καθώς οι αντοχές τους στις κλιματικές συνθήκες της χώρας θεωρήθηκαν οριακές.
Στο άκουσμα, βέβαια, του τροπικού της προέλευσης πολλοί έφεραν αντιδράσεις καθώς δεν είναι λίγες φορές που η φύτευση τέτοιων δέντρων στην Αθήνα στέφθηκε με απόλυτη αποτυχία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση των πανάκριβων φίκων Μελβούρνης που δεν άντεξαν στο αθηναϊκό κλίμα και στην πρώτη παγωνιά ξεράθηκαν.
Η αιτιολογία του δημάρχου ήταν πως προκαλούσαν πρόβλημα στην πόλη, καθώς την περίοδο της καρποφορίας τους, η οποία διαρκεί περίπου έξι μήνες το χρόνο, τα νεράντζια έπεφταν κάτω χωρίς κανείς να τα μαζεύει.
Αυτό ακόμα μέχρι σήμερα αποτελεί πρόβλημα, σύμφωνα με τον Δημήτρη Κυριακάκη, εξαιτίας, μάλιστα, και του γεγονότος πως ο δήμος πια δεν έχει τη δυνατότητα να περισυλλέξει τους καρπούς τους.
«Αξίζει, όμως, να αυξηθούν στην πόλη» καταλήγει ο ίδιος. «Γιατί πιστεύω τώρα πια πως αν δεν υπήρχε η ελιά, θα μπορούσαμε να πούμε πως η νεραντζιά θα ήταν το επίσημο δέντρο της Αθήνας».