☛ Η είδηση της πυρκαγιάς στην Παναγία των Παρισίων μονοπώλησε, όπως ήταν αναμενόμενο, το ενδιαφέρον του κοινού τις προηγούμενες μέρες.
Ο Νοών... νοείτω σχολιάζει: «Το κτίριο, ως κύρια αρχιτεκτονική δομή, σώθηκε και ό,τι από αυτό καταστράφηκε (εξωτερικά και εσωτερικά) θα ανακατασκευαστεί πλήρως – το αρχικό αρχιτεκτονικό σχέδιο θα διατηρηθεί. Οι Γάλλοι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί σε αυτόν τον τομέα. Το εξαιρετικά λυπηρό είναι πως καταστράφηκαν και χάθηκαν για πάντα ιστορικά κειμήλια και καλλιτεχνήματα που περιείχε ο ναός στο εσωτερικό του. Δεν μπορεί, λοιπόν, κάποιος να μη στενοχωρηθεί γι' αυτό.
Σαφώς υπάρχουν άνθρωποι που δεν συγκινήθηκαν καθόλου από αυτή την καταστροφή, όπως και άνθρωποι που δεν συγκινούνται ή δεν τους απασχολούν τα θύματα των πολέμων και της πείνας. Υπάρχουν, όμως, πάρα πολλοί που τους απασχολούν όλα αυτά τα τραγικά περιστατικά, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό, χωρίς να συγκρίνεται ή να συμψηφίζεται σε καμία περίπτωση η ανθρώπινη απώλεια με την υλική.
Όμως αυτό που πρέπει να τονίσουμε, και ισχύει, είναι πως με την όποια καταστροφή ιστορικών και πολιτιστικών κληροδοτημάτων κάθε πολιτισμού καταστρέφονται –και μαζί με αυτά χάνεται– η μνήμη και η εικόνα εποχών και ανθρώπων που κάποτε τα δημιούργησαν, συνοδευόμενα από την αξία της ανθρώπινης υπόστασης.
Η αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να παραμείνει αθάνατος αποτυπώνεται μόνο στην κάθε μορφή τέχνης, μέσα από την οποία, ως ένα (σημαντικό) σημείο, το καταφέρνει. Άρα η καταστροφή ιστορικών έργων, τρόπον τινά, αποτελεί και ανθρωπιστική απώλεια.
Την ίδια θλίψη, ίσως και μεγαλύτερη, καθότι χάθηκαν για πάντα, μου δημιούργησε η ολοκληρωτική καταστροφή των δύο κολοσσιαίων αγαλμάτων του Βούδα στην κοιλάδα Μπαμιγιάν στο Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν το 2001».
☛ Το άρθρο του Άκη Κατσούδα για την ιστορία των νεραντζιών της Αθήνας ήταν ένα από τα δημοφιλέστερα της προηγούμενης εβδομάδας.
H πόντια international γράφει: «Τι ωραίο άρθρο για ανοιξιάτικη Κυριακή στην Αθήνα και καφεδάκι. Έτσι έκοψε συγγενής του άντρα μου μια αμυγδαλιά, που ήταν στην αυλή πάνω από 90 χρόνια, επειδή "λέρωνε το τσιμέντο" με τα φύλλα της.
Πάσχιζα να καταλάβω τη λογική του, όπως και του πεθερού μου και των γυναικών τους, αλλά και συγχωριανών. Ήταν μια άσκοπη καταπίεση για όλους τους, να κουράζονται για λόγους αισθητικής. Η αμυγδαλιά δίνει αμύγδαλα. Αν δεν δίνει πια, είναι άχρηστη και μπελάς, γιατί μόνο λερώνει χωρίς να δίνει.
Αν και πολύ μακριά από τη λογική στην οποία εγώ μεγάλωσα, θα τους αδικούσα αν δεν έδειχνα κατανόηση. Η Τουρκοκρατία και οι μετέπειτα κακουχίες δεν άφησαν πολλά περιθώρια στα μέρη και τους ανθρώπους τους να ενδιαφερθούν για την αισθητική.
Οπότε, μη έχοντας επαφή με την Αθήνα, παρά μόνο τα τελευταία 4-5 χρόνια που ζω εδώ, περίμενα πως ο δήμαρχος θα ήταν κάποιος που δεν θα είχε σχέση αγάπης αλλά κούρασης με την πόλη και όπου έβλεπε δέντρο που δεν παράγει βρώσιμους καρπούς θα το έκοβε.
Στο μεταξύ, οι καρποί μαζεύονται πανεύκολα και δεν λερώνουν, είναι σφιχτοί και δύσκολα σαπίζουν. Αν είχε περισσότερους κάδους απορριμμάτων η πόλη, ίσως πολίτες όπως εγώ ευχαρίστως να τους μάζευαν και να τους πετούσαν. Δεν είναι ότι πέφτουν όλο τον χρόνο».
☛ «Η οδύσσεια ενός delivery boy στους δρόμους της Αθήνας» ήταν ο τίτλος του άρθρου του M. Hulot για τις εργασιακές συνθήκες των ντελιβεράδων.
Η Φωτεινή σημειώνει: «Νομίζω ότι το πρόβλημα με το επάγγελμα του ντελιβερά (όπως και με άλλα επαγγέλματα, π.χ. με τους σερβιτόρους) είναι ότι υπάρχει η αίσθηση πως είναι ένα προσωρινό επάγγελμα που θα το κάνει κάποιος φοιτητής ή, γενικά, κάποιος νέος 25-30 που μετά θα βρει κάποια άλλη δουλειά με περισσότερα χρήματα.
Γι' αυτό υπάρχει η άποψη ότι δεν αξίζει τον κόπο να διεκδικήσεις τα εργασιακά σου δικαιώματα ως ντελιβεράς. Όμως, αυτό πλέον δεν ισχύει με την κρίση. (Όχι ότι και να ίσχυε θα ήταν σωστό να δουλεύει κάποιος ανασφάλιστος)».
Ο/η iwmou συμπληρώνει: «Καταδικάζω όλα τα άσχημα που υφίστανται οι εργαζόμενοι και, φυσικά, την κακή συμπεριφορά των πελατών και τις παραγγελίες με κακοκαιρία.
Αλλά το παράπονο "κάνουμε αυτήν τη δουλειά για να μη σηκωθείς εσύ από τον καναπέ σου" δεν το καταλαβαίνω. Θυμίζει τις οικιακές βοηθούς που κατακρίνουν τις εργοδότριες για το ότι δεν κάνουν οι ίδιες τις δουλειές του σπιτιού.
Προτιμούν, δηλαδή, οι ντελιβεράδες να πηγαίνουμε να τα παίρνουμε μόνοι μας από το μαγαζί και να εξαλειφθούν αυτές οι θέσεις εργασίας;».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια