Ένα γραφείο πολυβραβευμένο, που έχει βάλει τη σφραγίδα του σε πολλά καινοτόμα αρχιτεκτονικά έργα στην Αθήνα, σε όλη τη χώρα αλλά και εκτός συνόρων, συμπληρώνει φέτος 30 χρόνια. Οι Potiropoulos+Partners παρουσιάζουν συνεχώς νέες, ευρηματικές προτάσεις, ενώ διευρύνουν τη δραστηριότητά τους στο εξωτερικό, αναλαμβάνοντας σημαντικά πρότζεκτ. Η καινοτόμα αρχιτεκτονική, βασισμένη στη δημιουργικότητα, στην έρευνα και στον σεβασμό του φυσικού περιβάλλοντος, αποτελεί το σχεδιαστικό στίγμα της Potiropoulos+Partners. Ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος και η Λιάνα Νέλλα-Ποτηροπούλου ίδρυσαν το γραφείο το 1989 και μέσα από το ταλέντο και την αγάπη τους γι' αυτό που κάνουν το καθιέρωσαν ως ένα από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά γραφεία στην Ελλάδα με έδρα την Αθήνα και το Λονδίνο. To πρώτο έργο του γραφείου πριν από τρεις δεκαετίες, ένα μεγάλης κλίμακας ξενοδοχείο, ήταν ένα μεγάλο στοίχημα, μια βουτιά στα βαθιά, που όμως άνοιξε τον δρόμο για όσα ακολούθησαν.
Αυτήν τη στιγμή, ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος και η Λιάνα Νέλλα-Ποτηροπούλου, δύο δημιουργοί παθιασμένοι με τη δουλειά τους, αναζητούν νέους σχεδιαστικούς δρόμους μέσα από τα έργα τους, παρακολουθώντας τις διεθνείς εξελίξεις και τις σύγχρονες αρχιτεκτονικές τάσεις. Το επόμενό τους πρότζεκτ, ένα κολοσσιαίο ερευνητικό εργαστήριο στην Αττική, είναι θεαματικό – νομίζω ότι όμοιό του δεν υπάρχει αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα. Κοιτώντας τη virtual παρουσίαση του έργου που ξεκινά σε λίγο καιρό, στο μυαλό μου έρχεται η Σίλικον Βάλεϊ. Το σημαντικότερο που κρατάω, όμως, από την εικονική ξενάγηση από τους ιδρυτές του Potiropoulos+Partners είναι το πόσο αφοσιωμένοι δείχνουν σε αυτό που ετοιμάζουν και πόσο ξεκάθαρα φαίνεται σε κάθε τους λέξη η αγάπη τους για το έργο τους, το οποίο έχει συγκεντρώσει δεκάδες βραβεία.
Η φιλοσοφία του γραφείου αποτυπώνει τις αρχές τους σε κάθε πρότζεκτ που φέρει τη σφραγίδα του, καθώς περιστρέφεται γύρω από έναν στόχο: τη δημιουργία έργων υψηλής ποιότητας για τους πελάτες μέσω ενός σχεδιασμού που αναζητεί νέους τρόπους σκέψης και έκφρασης, συμπυκνώνοντας στις συνθέσεις των έργων πολύπλευρες νοηματικές, συντακτικές και φαντασιακές προθέσεις.
Είναι οι αρχιτέκτονες καλλιτέχνες; Από πολλές πλευρές, ναι. Η δημιουργικότητα είναι ανεξάντλητη όταν κάποιος σου αναθέτει τη δημιουργία του επόμενου σπιτιού ή του χώρου εργασίας του. Όμως εδώ η «τέχνη» της αρχιτεκτονικής φέρει μια μεγαλύτερη ευθύνη, καθώς το δημιούργημα, τελικά, επηρεάζει και οδηγεί καθημερινά τις ζωές των ανθρώπων, ζει μαζί τους, όπως πολύ εύστοχα μου εξηγεί ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος.
Σήμερα, με 30 χρόνια εμπειρίας και τη συμμετοχή πλέον και του γιου τους Ρήγα Ποτηρόπουλου, η δημιουργική αυτή ομάδα ταλαντούχων αρχιτεκτόνων απευθύνεται στην παγκόσμια αγορά, παρέχοντας πλήρεις υπηρεσίες σχεδιασμού σε όλο το φάσμα και τις κλίμακες των αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών έργων.
Το τουριστικό συγκρότημα στην Κροατία
Η συνάντηση στο γραφείο Potiropoulos+Partners γίνεται με αφορμή ένα νέο, φιλόδοξο πρότζεκτ εκτός συνόρων. Το τουριστικό συγκρότημα βρίσκεται στη βορειοδυτική Κροατία, σε μια ειδυλλιακή παραθαλάσσια τοποθεσία. Αποτελείται από το κεντρικό κτίριο του ξενοδοχείου, την «Αγορά», που περιλαμβάνει εστιατόρια, cafés, καταστήματα, spa και άλλες κοινόχρηστες λειτουργίες, και τις γειτονιές με τις βίλες.
Η αρχιτεκτονική του είναι εμπνευσμένη από τα παλιά αρχοντικά της περιοχής, ενώ τα υλικά που χρησιμοποιούνται –πέτρα και ξύλο– συνδιαλέγονται με την τοπική φύση. Πρόκειται για μια περιβαλλοντικά ευαίσθητη τουριστική εγκατάσταση που πραγματεύεται, μέσα από έναν σύγχρονο σχεδιασμό, τη σχέση με τον τόπο και τις παραδόσεις του. Οι τραχείς κτιριακοί όγκοι ανοίγουν διάλογο με το φυσικό στοιχείο, παρέχοντας μια άμεση εμπειρία από διαφορετικές αφηγήσεις που διεισδύουν η μία στην άλλη.
Το κόνσεπτ και η περιγραφή του έργου
Η όλη συγκρότηση αναγνωρίζεται σε ένα σύνθετο πλέγμα κτιρίων και υπαίθριων χώρων διαφορετικής χρήσης, ποιότητας και κλίμακας. Οι εναλλαγές του φυσικού φωτός πάνω στα αδρά κτίσματα, η κοντινή και η μακρινή θέα και οι μεταμφιέσεις του τοπίου ανάλογα με την εποχή εγκαθιστούν μία σειρά εννοιολογικών και οπτικών συνειρμών, αποτελώντας τον βασικό παράγοντα δημιουργίας του αρχιτεκτονικού χώρου. Το κτισμένο περιβάλλον αναδεικνύεται έτσι σε διαμεσολαβητή ανάμεσα στους χρήστες και το τοπικό ιδίωμα, σε ένα αφηγηματικό πεδίο πάνω στο οποίο συναντιούνται διαφορετικές ροές διερευνήσεων. Ο μικρόκοσμος που σχηματίζεται επιτρέπει την συμμετοχή σε μία σειρά διασταυρούμενων δράσεων που σχετίζονται με το καθημερινό και το έκτακτο, άλλοτε παράλληλων και άλλοτε αντιθετικών. Η κινητικότητα αυτή διαμορφώνει τελικά τον χαρακτήρα αλλά και τα όρια του αρχιτεκτονικού χώρου, παρακάμπτοντας την υλική του υπόσταση και προσφέροντας μία ποικιλία από εμπειρίες την μνήμης και της φύσης.
Ο σχεδιασμός αντιλαμβάνεται την συνολική δομή – κτίρια και landscaping μαζί – σαν αναπόσπαστο μέρος του φυσικού πανοράματος. Η κεντρική «ιδέα» του master plan, και αντίστοιχα του αρχιτεκτονικού design, βασίστηκε στην αξιοποίηση της θέας, σε ένα περίοπτο σημείο της συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής που διακρίνεται για την έντονη κλίση του προς τη θάλασσα. Ακολουθώντας την επιλεκτική αποκάλυψη, η απόκρυψη για λόγους ιδιωτικότητας, της περιβάλλουσας τοπογραφίας, η χωροθέτηση των κτιρίων παραθέτει διαφορετικές, αλληλοεξαρτημένες όμως μεταξύ τους προτεραιότητες θεάσεων και χωρικών ρόλων.
Ο συνθετικός χειρισμός «σκηνοθετεί» στον χώρο λίθινες μορφές, σαν φυσικά λαξεύματα μεγάλης κλίμακας, που αποτελούν συνέχεια του εδαφικού ανάγλυφου. Οι πέτρινοι αυτοί όγκοι – του ξενοδοχείου, της «Αγοράς» και των βιλών – μοιάζουν να ορθώνονται ή να χαμηλώνουν, άλλοτε σε ύφεση και άλλοτε σε κορύφωση, δείχνοντας από οποιαδήποτε οπτική γωνία σαν να μεταμορφώνονται συνεχώς. Η συνομιλία τους με τον Τόπο διαπραγματεύεται μία αφομοίωση ομοιοτήτων και διαφορών που σχετίζονται με την εξωστρέφεια και την εσωστρέφεια, με το αέναο παιχνίδι του φωτός και της σκιάς, του φυσικού στοιχείου με το τεχνητό, του οργανωμένου με το φαντασιακό.
Στο σημείο τομής όλων αυτών γεννιέται μία αρχιτεκτονική που μπορεί να αναζωογονήσει το συναίσθημα, να ξεδιπλώσει στον χώρο με «θεατρικό» τρόπο την υπόσχεση μίας ζωντανής βιωματικής εμπειρίας, διατυπώνοντας έναν αρχιτεκτονικό λόγο οικείο και ωστόσο αναπάντεχο, σαφή και επίσης ευρηματικό, «αρχέγονο» και σύγχρονο ταυτόχρονα.