ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ του βιβλίου της «Τα Γνωστικά Ευαγγέλια» το 1979 (το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει και στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Ενάλιον, όπως και το «Πέρα από την πίστη: Το απόκρυφο ευαγγέλιο του Θωμά»), η Ιλέιν Πέιγκελς –καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, κάτοχος του National Book Award και αναμφισβήτητα η πιο γνωστή Αμερικανίδα θρησκειολόγος– μιλάει με ειλικρίνεια για τα όρια της πανεπιστημιακής έρευνας και τη διάτρητη μεμβράνη μεταξύ της επιστήμης και της δικής της θρησκευτικής πίστης.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η Πέιγκελς πάντα έγραφε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, για τον Ιησού. Αλλά στον πρόλογο του νέου της βιβλίου, που έχει τίτλο “Miracles and Wonders” (και υπότιτλο «Το ιστορικό μυστήριο του Ιησού»), σημειώνει: «Μόνο τώρα, αφού προβληματίστηκα επί δεκαετίες πάνω στα θέματα, τα κείμενα και τα αινίγματα της χριστιανικής παράδοσης, αισθάνθηκα έτοιμη να ασχοληθώ άμεσα με τις ιστορίες του Ιησού».
Ομολογεί επίσης ότι στα «αφελή» φοιτητικά της χρόνια, φανταζόταν ότι «αν επιστρέφαμε στις πηγές του 1ου αιώνα, θα μπορούσαμε να βρούμε τι πραγματικά είπε και τι έκανε ο Ιησούς». Μια ολόκληρη ζωή έρευνας, όμως, την έχει διδάξει πόσο δύσκολη είναι στην πραγματικότητα αυτή η αναζήτηση. Η ίδια είναι σίγουρη ότι τα ιστορικά στοιχεία επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του Ιησού, αλλά όλα όσα τον αφορούν πέρα από αυτό πρέπει να κριθούν σύμφωνα με όσα έχουν γραφτεί. Το νέο της βιβλίο αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισαγωγή στο ερώτημα του τι μπορεί να παρακίνησε διάφορους ανθρώπους να καταγράψουν (ή να οραματιστούν) τις θαυμαστές λεπτομέρειες που καθορίζουν τη ζωή του Ιησού.
Η Πέιγκελς τονίζει ότι δεν επιθυμεί να υπονοήσει ότι η ιστορία του Πάσχα είναι φανταστική. «Όπως το βλέπω», γράφει, «τα ιστορικά στοιχεία δεν μπορούν ούτε να αποδείξουν ούτε να διαψεύσουν την πραγματικότητα που γέννησε τέτοιες εμπειρίες».
Η συγγραφέας εμφανίζεται πρόθυμη να αναγνωρίσει το θαυμαστό ως πιθανότητα, σημειώνοντας παράλληλα με ευγένεια και διακριτικότητα ότι τα Ευαγγέλια περιέχουν «εντυπωσιακές ασυμφωνίες». Αλλά ο στόχος της δεν είναι να προσδιορίσει βιογραφικές λεπτομέρειες με βεβαιότητα. Γνωρίζει καλά άλλωστε ότι τα αρχεία που διαθέτουμε δεν είναι «ιστορικά» με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Αντίθετα, προσπαθεί να υποδείξει τα κίνητρα πίσω από αυτά που είπαν, επανέλαβαν και κατέγραψαν οι πρώτοι οπαδοί του Ιησού. Τι ήθελαν να πουν; Ποιο κοινό προσπαθούσαν να προσελκύσουν; Ποιες κατηγορίες ήθελαν να αντικρούσουν;
Αυτά μπορεί να είναι ιστορικά ερωτήματα, αλλά είναι επίσης και θεμελιωδώς αφηγηματικά. Η γενική θέση της Πέιγκελς είναι ότι οι ιστορίες που έχουμε για τον Ιησού γράφτηκαν δεκαετίες μετά τη δική του ζωή, σε διαφορετικές συνθήκες και για διαφορετικούς σκοπούς. Έκτοτε, η μακροχρόνια, συχνά επιθετική προσπάθεια εναρμόνισης αυτών των μαρτυριών –ιδιαίτερα σε μια προσπάθεια να κατοχυρωθεί η θεϊκή φύση του Ιησού– άμβλυνε σημαντικά τις πρώτες αντιδράσεις για τον προφήτη της Γαλιλαίας. Αλλά οι προσεκτικοί αναγνώστες, επιμένει, μπορούν ακόμη να διακρίνουν αυτά τα ξεχωριστά αφηγηματικά νήματα μέσα από ένα μεγεθυντικό φακό.
«Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Μάρκο», γράφει η Πέιγκελς, «η δύναμη του Ιησού να θεραπεύει είναι το στοιχείο εκείνο που επικυρώνει την αξίωσή του να μιλάει εκ μέρους του Θεού». Παρά τον τίτλο του όμως, το βιβλίο δεν ασχολείται όσο ίσως θα περίμενε κανείς με αυτή την πτυχή. Η ίδια πάντως ομολογεί: «Όπως πολλοί αναγνώστες, υπό την επήρεια του ορθολογισμού, κάποτε είχα την τάση να παρακάμπτω τις ιστορίες των θαυμάτων για να επικεντρωθώ στις διδασκαλίες του Ιησού. Όχι πια». Αλλά αν πλέον είναι πιο δεκτική απέναντι στις θεραπείες και τα θαύματα που γεμίζουν και τα τέσσερα Ευαγγέλια, εξακολουθεί να μην ενδιαφέρεται υπερβολικά γι' αυτά. Παρόλο που το βιβλίο της περιέχει ένα κεφάλαιο που επικεντρώνεται στη θεραπευτική διακονία του Ιησού, αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής της στην αρχή και το τέλος της ζωής του –σε ό,τι του συνέβη– και στις αντιλήψεις των άλλων για το τι σημαίνουν τα γεγονότα αυτά.
Στο πρώτο κεφάλαιο, για παράδειγμα, εξετάζει τις διάφορες μαρτυρίες για τη γέννηση του Ιησού. Η ιστορική καταγραφή δεν προσφέρει καμία οριστική απόδειξη για κάποιο επουράνιο γεγονός ή για τη Σφαγή των Αθώων ή για μια ρωμαϊκή απογραφή που να απαιτεί από τον Ιωσήφ και τη Μαρία να ταξιδέψουν στη Βηθλεέμ. Αλλά η επιλογή μας δεν είναι ανάμεσα στην αλήθεια ή το ψέμα. Μιλώντας για τον Ματθαίο, η Πέιγκελς γράφει: «Η πιθανή πρόθεσή του δεν είναι να εξαπατήσει το ακροατήριό του ώστε να πιστέψει κάτι που δεν συνέβη. Αντίθετα, πεπεισμένος ότι ο Ιησούς ήταν πράγματι ο υποσχεθείς από τον Θεό Μεσσίας, ο Ματθαίος μπορεί να υπέθεσε ότι τα γεγονότα που συμπίπτουν με τη γέννησή του, εκπληρώνουν τις αρχαίες προφητείες». Με άλλα λόγια, η μεταφορά δεν είναι ψέμα.

Miracles and Wonder: The Historical Mystery of Jesus
Σε ό,τι αφορά την ιστορία της Παρθένου μητρός του, η Πέιγκελς περιγράφει το κλίμα σκεπτικισμού και περιφρόνησης μέσα στο οποίο κήρυτταν οι πρώτοι οπαδοί του Ιησού. Είναι σαφές, γράφει, ότι υπήρχε μεγάλη ανησυχία για την ταπεινή καταγωγή αυτού του σωτήρα. «Οι φήμες που γελοιοποιούσαν τον Ιησού ως μπάσταρδο» και τη μητέρα του ως θύμα βιασμού έπρεπε να διαψευστούν με τον πιο ισχυρό τρόπο. Οι γενεαλογίες που εντόπιζαν την καταγωγή του Ιησού από τον Αβραάμ και τον Αδάμ δεν ήταν αρκετές. Για τον Ματθαίο και τον Λουκά, «η φαινομενικά “αντικανονική” γέννηση του Ιησού ήταν στην πραγματικότητα ένα θαύμα – ένα θαύμα που αψηφά εντελώς τη συνηθισμένη αντίληψη».
Η εξερεύνηση της Σταύρωσης ακολουθεί ένα παρόμοιο μοτίβο. Εξετάζοντας το ιστορικό πλαίσιο της ρωμαϊκής κατοχής, μας υπενθυμίζει ότι τα Ευαγγέλια του Μάρκου, του Ματθαίου και του Λουκά αποτελούν ουσιαστικά «λογοτεχνία εν καιρώ πολέμου». Οι ευαγγελιστές αντιμετώπισαν ένα εξαιρετικό πρόβλημα: «Πώς», γράφει η Πέιγκελς, «θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ένας άνθρωπος που προδόθηκε από έναν από τους ίδιους τους οπαδούς του και στη συνέχεια εκτελέστηκε βάναυσα με την κατηγορία της προδοσίας κατά της Ρώμης, όχι μόνο ήταν, αλλά εξακολουθεί να είναι ο διορισμένος Μεσσίας του Θεού»; Η λύση σ’ αυτή την υπαρξιακή κρίση –πέρα από την επίρριψη ευθυνών στους Εβραίους, η οποία τροφοδότησε αιώνες γενοκτονικής οργής εναντίον τους– είναι η Ανάσταση. Σ’ αυτό το σχήμα, «η σύλληψη και ο θάνατος του Ιησού δεν ήταν μια τελική ήττα αλλά μόνο μια προκαταρκτική αψιμαχία σε μια τεράστια κοσμική σύγκρουση που περιβάλλει ολόκληρο το σύμπαν», γράφει. «Οι οπαδοί του Ιησού κατάφεραν να πάρουν αυτό που οι επικριτές τους θεωρούσαν ως την πιο καταδικαστική απόδειξη εναντίον του Μεσσία τους –τη σταύρωσή του– και να το μετατρέψουν σε απόδειξη της θεϊκής του αποστολής».
Η Πέιγκελς τονίζει ότι δεν επιθυμεί να υπονοήσει ότι η ιστορία του Πάσχα είναι φανταστική. «Όπως το βλέπω», γράφει, «τα ιστορικά στοιχεία δεν μπορούν ούτε να αποδείξουν ούτε να διαψεύσουν την πραγματικότητα που γέννησε τέτοιες εμπειρίες». Αυτό που είναι αναμφισβήτητο, όμως, είναι ότι «μετά τον θάνατο του Ιησού, πολλοί άνθρωποι ισχυρίστηκαν ότι τον είδαν ζωντανό». Και αυτό είναι που πραγματικά την ενδιαφέρει: Πώς ο Παύλος και άλλοι –συμπεριλαμβανομένων των συγγραφέων που αποκλείονται από τον κανόνα της Καινής Διαθήκης– αντιλαμβάνονταν την ανάσταση του Ιησού σε σχέση με τη δική τους ζωή; Ανεξάρτητα από το αν πιστεύει –ή δεν πιστεύει– κανείς, το μόνο για το οποίο ελπίζει να πείσει η συγγραφέας τον αναγνώστη είναι αυτό το «ξέσπασμα της ελπίδας» που μεταφέρουν οι πολυάριθμες φωνές των πρώτων ακολούθων του Ιησού –φωνές που πολύ συχνά έχουν αδίκως παραποιηθεί.
Με στοιχεία από The Washington Post