Αντιμέτωπη με τη βουλιμία του Ταγίπ Ερντογάν και το προσφυγικό - μεταναστευτικό παραμένει η κυβέρνηση, η οποία, επτά μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, αντιλαμβάνεται ότι η πορεία της χώρας, έπειτα από την ολοκλήρωση των μνημονίων, μόνο με ρόδα δεν είναι στρωμένη. Αντιθέτως, και τα δύο αυτά ζητήματα, αν δεν τα διαχειριστεί με επάρκεια, θα μπορούσαν να της προξενήσουν τεράστιο πολιτικό κόστος και, ακόμα χειρότερα, σοβαρή ζημιά στη χώρα.
Ο Ταγίπ Ερντογάν παραβιάζει ανενόχλητος το Διεθνές Δίκαιο σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου, διεκδικώντας συνεχώς, de facto και de jure πλέον, όλο και περισσότερα. Η ελληνική κυβέρνηση αμήχανη παρακολουθεί την Τουρκία να διεκδικεί τον υποθαλάσσιο πλούτο των ελληνικών νησιών, ελπίζοντας κάθε φορά να μην προχωρήσει κι άλλο. Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαιτέρως δύσκολη για την κυβέρνηση, καθώς δέχεται ήδη κριτική για υποχωρητική στάση, όχι τόσο από την αντιπολίτευση όσο από τον ίδιο τον παραταξιακό της χώρο, ενώ και στην ελληνική διπλωματία υπάρχουν αντίθετες φωνές. Δεν είναι κάτι που δεν υπολογίζει πια και δεν την ανησυχεί. Από την άλλη, όπως λένε τα κυβερνητικά στελέχη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη «δεν είναι διατεθειμένη να πάει σε πόλεμο», οπότε αναγκαστικά ακολουθεί τη λεγόμενη «κατευναστική πολιτική». Δηλαδή προσπαθεί να ηρεμήσει τον Ερντογάν και να επιμείνει στην πολιτική «φιλίας και συνεργασίας».
Η κατάσταση για την ελληνική κυβέρνηση είναι περίπου «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα». Για την ώρα, μοιάζει να προσπαθεί να αγοράσει χρόνο, χτίζοντας συμμαχίες κυρίως με τους αντιπάλους της Τουρκίας, ελπίζοντας ότι αυτό θα κόψει τη φόρα του Ερντογάν.
«Αν η κυβέρνηση απαντήσει στις προκλήσεις του Ερντογάν, είναι πιθανόν αυτός να απαντήσει με κάποια επιθετική ενέργεια που μπορεί να μας οδηγήσει ακόμα και σε πόλεμο. Μπορεί να αντέξει η Ελλάδα κάτι τέτοιο; Μια πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία θα πήγαινε τη χώρα 20 χρόνια πίσω» είναι ένα από τα επιχειρήματα της κυβέρνησης. Λένε, επίσης, ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα έμενε στη θέση της αν είχαμε νεκρούς σε μια σύγκρουση ή ένα «θερμό επεισόδιο», ενώ στην Τουρκία «με μια ντουζίνα φέρετρα δεν ανοίγει μύτη», όπως βλέπουμε όλοι αυτές τις μέρες.
Η πολιτική του κατευνασμού, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζει τη βουλιμία του Ερντογάν, ο οποίος προχωράει ακάθεκτος τα επεκτατικά-ιμπεριαλιστικά του σχέδια, όσο δεν βρίσκει αντίσταση, πράγμα που φαίνεται και από τη στρατηγική του στα άλλα μέτωπα που έχει ανοίξει. Οπότε η κατάσταση για την ελληνική κυβέρνηση είναι περίπου «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα». Για την ώρα, μοιάζει να προσπαθεί να αγοράσει χρόνο, χτίζοντας συμμαχίες κυρίως με τους αντιπάλους της Τουρκίας, ελπίζοντας ότι αυτό θα κόψει τη φόρα του Ερντογάν. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, διαπιστώνοντας τώρα τις αρνητικές συνέπειες από την επιλογή της προηγούμενης κυβέρνησης να παγώσει εντελώς τη σχέση της Ελλάδας με τη Ρωσία, επιχειρεί να την αναθερμάνει, αλλά χωρίς άμεσο αποτέλεσμα για την ώρα.
Στο προσφυγικό - μεταναστευτικό η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι αντιμέτωπη αφενός με την υποχώρησή της από τις προεκλογικές εξαγγελίες, που είχαν δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες, αφετέρου με την αύξηση των ροών που χρησιμοποιεί ο Ερντογάν για να σφίγγει τον κλοιό, αλλά η κυβέρνηση είχε υποτιμήσει, καθυστερώντας δραματικά να λάβει μέτρα.
Η κυβερνητική πολιτική πλέον εστιάζει στην προσπάθεια για καλύτερη διαχείριση, χωρίς να διαφοροποιείται επί της ουσίας από την πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα. Ελπίζει απλώς να πετύχει αποτελεσματικότερη διαχείριση της κατάστασης. Άλλωστε, ενώ προεκλογικά μιλούσαν για σύνορα που θα φύλαγαν και για μαζικές επιστροφές μεταναστών στην Τουρκία, μετά τις εκλογές ο πρωθυπουργός δήλωσε στη Βουλή ότι το μεταναστευτικό είναι ένα πρόβλημα που δεν θα εκλείψει και η Ελλάδα θα πρέπει να ζήσει με αυτό. Έτσι, είδαμε και πρόσφυγες να μεταφέρουν στην ενδοχώρα, ενώ προεκλογικά το κατήγγελλαν, και «αντισταθμιστικά» οφέλη να προτείνουν στις τοπικές κοινωνίες και στους παράγοντες, προκειμένου να καμφθούν οι αντιδράσεις. Το βασικό τους επιχείρημα είναι ότι αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ότι ο Αλέξης Τσίπρας, με τις συμφωνίες που έκανε με τη Γερμανία, την Ε.Ε. και την Τουρκία, έχει «δέσει» τη χώρα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο που περιορίζει τις κινήσεις που μπορεί να κάνει.
Την περασμένη εβδομάδα η ΝΔ ξεκίνησε προετοιμασία για επικοινωνιακή αντεπίθεση, οργανώνοντας την επιχειρηματολογία της και αναθέτοντας στα στελέχη της τη διάδοσή της. Ωστόσο, αν δεν φανούν απτά αποτελέσματα, δύσκολα θα καταφέρει να ελέγξει την κατάσταση. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποφεύγει να ασκεί ουσιαστική αντιπολίτευση στα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση της ΝΔ, σε έναν βαθμό γιατί δεν έχει κάτι διαφορετικό να προτείνει αλλά και επειδή γνωρίζει ότι η πολιτική του στο μεταναστευτικό και στα ελληνοτουρκικά δεν είναι πολύ δημοφιλής. Στο προσφυγικό - μεταναστευτικό περιορίζεται να απαντά αμυντικά, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι τους ασκούσαν κριτική για τα προσφυγικά κύματα, ενώ η κατάσταση και με αυτούς παραμένει ίδια.
Ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν συμμερίστηκε ποτέ τις θέσεις των «σκληρών» της ΝΔ, π.χ. του Αντώνη Σαμαρά, που είναι υπέρ της αυστηρής πολιτικής στο μεταναστευτικό, και ότι στην πραγματικότητα οι θέσεις τους δεν διαφέρουν και τόσο. Γνωρίζει όμως ότι προσπαθεί να καθησυχάσει και τη βάση της ΝΔ που αντιδρά, γι' αυτό σε πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε τον κατηγόρησε ότι επιχειρεί να πατήσει σε δύο βάρκες και ότι πρέπει να επιλέξει.
Eντωμεταξύ στον ΣΥΡΙΖΑ
Στα ελληνοτουρκικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να υπερθεματίσει και να δημιουργήσει ουσιαστικό πρόβλημα στην κυβέρνηση. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, αφού και η δική τους κυβέρνηση «κατευναστική» πολιτική ακολουθούσε, με τα στελέχη των κυβερνήσεών του να έχουν κάνει τις περιβόητες δηλώσεις περί «μοναχοφάηδων». Στον τομέα αυτόν ο Αλέξης Τσίπρας θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει την έλλειψη πρότασης από πλευράς τους, προβάλλοντας το προφίλ του υπεύθυνου αρχηγού αξιωματικής αντιπολίτευσης που δεν κραυγάζει στα κρίσιμα εθνικά ζητήματα. Εξάλλου, ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή την περίοδο συνεχίζει να ασχολείται μόνο με τα εσωτερικά του ζητήματα. Στην πρόσφατη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, την οποία ο Αλέξης Τσίπρας χαρακτήρισε «ιστορική», συζητήθηκε ο απολογισμός της κυβερνητικής τους θητείας και λήφθηκαν αποφάσεις για τον μετασχηματισμό του κόμματος. Στο κείμενο του απολογισμού των 84 σελίδων που συνέγραψαν οι Δραγασάκης, Μπαλτάς και Δρίτσας η ευθύνη για τα ουσιαστικότερα λάθη της πρώτης περιόδου καταλογίζεται στον Γιάνη Βαρουφάκη και στην υπερ-επένδυσή του στην επικοινωνία έναντι μιας επεξεργασμένης διαπραγματευτικής τακτικής, ενώ υπάρχει η παραδοχή ότι και οι ίδιοι υποτίμησαν την ανάγκη για λεπτομερή τεχνική δουλειά (επισήμανση που αποδίδεται στον Γιάννη Δραγασάκη). Στον απολογισμό γίνεται αναφορά στον «επώδυνο συμβιβασμό» και στην υπογραφή του νέου μνημονίου, που οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ στην ταύτισή του με τις λεγόμενες «μνημονιακές» κυβερνήσεις, ενώ όλοι θυμούνται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 μιλούσε για «έντιμο συμβιβασμό» και αρνούνταν για πολύ καιρό ότι η συμφωνία εκείνη ήταν ένα νέο μνημόνιο. Ευθύνες σε πρόσωπα, πλην Βαρουφάκη, δεν αποδόθηκαν, ενώ η πολιτική ήττα μετά την περίφημη «διαπραγμάτευση» παρουσιάζεται ως νομοτέλεια και αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων.
Από την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στην Κεντρική Επιτροπή φάνηκε ότι ένα πράγμα που έμαθε αυτά τα πέντε χρόνια είναι πως «οτιδήποτε συμβαίνει στην πολιτική είναι αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων», όπως είπε, αναφέροντάς το ως δίδαγμα από την κυβερνητική του εμπειρία. Μόνο που ο ρόλος του συσχετισμού δυνάμεων στην πολιτική είναι από αυτά που οφείλει να γνωρίζει κανείς από το «νηπιαγωγείο» και είθισται να μην τον ανακαλύπτει μετά από πέντε χρόνια κυβερνητικών πειραματισμών και μάλιστα σε κρίσιμες περιόδους.
Ο Αλέξης Τσίπρας, σε ένα διάλειμμα από τα εσωκομματικά, επιτέθηκε στους πολιτικούς του αντιπάλους, λέγοντας ότι «πάει πολύ να μας κουνάνε και το δάχτυλο αυτοί που έχουν την ευθύνη της χρεοκοπίας της χώρας», παραλείποντας βέβαια ότι ήταν ο ίδιος που αποφάσισε να μη διερευνηθούν αυτές οι ευθύνες (παρότι προεκλογικά δεσμευόταν γι' αυτό). Από την άλλη, πόσο αξιόπιστη μπορεί να είναι αυτή η κριτική, όταν έχει πάρει στο κόμμα του πλήθος στελεχών των κυβερνήσεων που κατηγορεί ότι χρεοκόπησαν τη χώρα;
Ωστόσο, το βασικό ζήτημα της «ιστορικής» αυτής συνεδρίασης δεν ήταν άλλο από το αν το κόμμα θα ανοίξει, όπως θέλει ο Αλέξης Τσίπρας, χωρίς όρους, ή αν θα πρέπει τα νέα μέλη να περνάνε πρώτα από το face control των οργανώσεων, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό ελέγχονται από την εσωκομματική αντιπολίτευση. Τα στελέχη της τελευταίας διεκδικούν συνδιαχείριση του κόμματος και ο έλεγχος των οργανώσεων ήταν το βασικό τους όπλο.
Όλο αυτό το διάστημα τα στελέχη της εσωκομματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ αντιδρούν στο άνοιγμα, καθώς εκτιμούν ότι οι νεοεισερχόμενοι θα είναι πρώην ψηφοφόροι ή και μέλη του ΠΑΣΟΚ, προσωπικοί οπαδοί του Τσίπρα που δεν θα ελέγχονται από το κόμμα αλλά θα τους ασκεί επιρροή μόνο ο «ηγέτης». Αυτή ήταν η μάχη που δόθηκε και την οποία κέρδισε ο Αλέξης Τσίπρας. Ήταν έκπληξη, όμως, ότι στη σχετική ψηφοφορία κέρδισε οριακά και αυτό κατέδειξε ότι το μισό κόμμα δεν πείστηκε. Με αυτόν τον «διχασμό», όμως, είναι που θέλει να τελειώνει ο Αλέξης Τσίπρας και μετά το αποτέλεσμα της Κεντρικής Επιτροπής ο δρόμος είναι ανοιχτός για να το πετύχει.
Μεγάλη συζήτηση έγινε, δικαίως, και για το ερώτημα που έθεσε στο κόμμα του ο Αλέξης Τσίπρας: «Πώς θα καταφέρουμε τη δεύτερη φορά, κερδίζοντας τις εκλογές, να αναλάβουμε την ευθύνη και τον έλεγχο όχι μόνο των κυβερνητικών θέσεων, όχι μόνο των υπουργείων, αλλά και κρίσιμων αρμών της εξουσίας;». Στο Σύνταγμα, στο άρθρο 26 για τη διάκριση των εξουσιών, αναφέρεται ρητά ότι η κυβέρνηση ασκεί μόνο την εκτελεστική εξουσία. Οι άλλες εξουσίες στα δημοκρατικά πολιτεύματα δεν ελέγχονται από το κυβερνών κόμμα, όπως δήλωσε ότι θα ήθελε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Τέτοιες δηλώσεις αποτελούν, με τον ηπιότερο χαρακτηρισμό, φάουλ, και αν δεν ήθελε να πει αυτό που είπε, τότε πρόκειται είτε για έλλειψη στοιχειώδους πολιτικής παιδείας είτε για επικίνδυνη επιπολαιότητα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO