Η Σ. ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΚΑ ΕΤΩΝ. Δέχτηκε με μεγάλη χαρά τα νέα για το κλείσιμο των σχολείων, όμως μέρα με τη μέρα άρχισε να συνειδητοποιεί πως δεν επρόκειτο για διακοπές. Αυτήν τη φορά την περίμεναν κανόνες πιο αυστηροί απ' αυτούς που είχε συνηθίσει κατά τη διάρκεια της σχολικής περιόδου. Μόνη της παρηγοριά η παραδοχή μας πως και για εμάς, τους γονείς της, όλο αυτό είναι καινούργιο, αναπάντεχο. Κάπως παρατηρώντας το δικό μας σάστισμα καταλάβαινε πως τούτη εδώ η διαδικασία «αιχμαλώτιζε» εμάς όσο κι εκείνη, οπότε we're in this together. Νομίζω πως όλοι οι γονείς αυτές τις μέρες συνειδητοποιήσαμε για άλλη μια φορά πόσο δύσκολη είναι αυτή η διαδικασία ανασυγκρότησης τη στιγμή που οι βεβαιότητές σου καταρρέουν, η αγωνία να προλάβεις τις ρωγμές προτού αυτές κάνουν σοβαρή ζημιά σ' εσένα και στους άλλους. Όλες αυτές τις μέρες η Σ. βγήκε από το σπίτι μία φορά, για να τρέξει με τα πατίνια της σε μια πλατεία. Ελάχιστος κόσμος, πάλι γονείς με παιδιά, όλοι τοποθετημένοι στο μαρμάρινο πλατό όπως σε αυτά τα παλιά ποδοσφαιράκια όπου οι παίκτες ήταν καρφωμένοι στο πλαστικό γήπεδο με ελατήριο.
Ήταν λάθος; Όλο έγινε με τεράστια προσοχή και τόσο κατά την επιστροφή στο σπίτι όσο και μέσα σ' αυτό τηρήθηκε κάθε οδηγία ασφαλείας. Ήταν λάθος; Ξέρω πως σίγουρα δεν ήταν υποχώρηση σε κάποιο καπρίτσιο αλλά σε μια βασική της ανάγκη. Ξέρω πως η απόσταση από τους άλλους ήταν πολύ μεγάλη και πως κράτησε λίγες ώρες. Ήταν λάθος; Το γράφω και το ξαναγράφω επειδή όλο ρωτώ και ξαναρωτώ τον εαυτό μου. Όλοι αυτοί με τους οποίους κουβεντιάζω τούτες τις μέρες είναι σε μια διαρκή πάλη με τον εαυτό τους. Είναι λάθος που βγήκα και ήπια μια μπίρα σε ένα παγκάκι, μισή ωρίτσα; Είναι λάθος που, ενώ ξέρω πως η λογική υπαγορεύει ρητά τι πρέπει να κάνω, και το τηρώ, την ίδια στιγμή αισθάνομαι πως όλο αυτό μοιάζει με πρόβα καταστολής; Είναι λάθος που τρομοκρατούμαι; Είναι λάθος που αισιοδοξώ;
Να συνυπάρξουμε μέσα στα σπίτια μας, να συνυπάρξουμε αποκλεισμένοι, να συνυπάρξουμε πέραν του φόβου, της αγωνίας, του θυμού μας και όλων των ετερόκλητων συναισθημάτων που έπονται μιας συνθήκης που μέχρι πριν από λίγες μέρες παρέπεμπε σε σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Στο επαγγελματικό τερέν η αβεβαιότητα κορυφώνεται. Μέρες πριν η κυβέρνηση κλείσει επισήμως τους κινηματογράφους ανέστειλα τις προβολές του Midnight Express γιατί δεν μπορούσα πια να μην ακούω το άγχος μου. Μετά ήρθε το επόμενο ερώτημα: τι έχει να προσφέρει ένας κριτικός κινηματογράφου την περίοδο μιας τέτοιας αγωνίας; Πόσο μεγάλη πολυτέλεια είναι ο στοχασμός απέναντι σε ένα έργο τέχνης, την ώρα που οι διπλανοί μας πεθαίνουν από μια γρίπη, ενώ γιατροί και νοσοκόμοι φτύνουν κυριολεκτικά αίμα για να σώσουν όσους μπορούν; Τι ρόλο βαράω, με άλλα λόγια. Από την άλλη, όλος αυτός ο χρόνος πρέπει να αξιοποιηθεί. Νομίζω πως έχω γράψει περισσότερα κείμενα και έχω συνθέσει περισσότερες μουσικές αυτές τις πέντε μέρες απ' όσο τις τελευταίες πέντε εβδομάδες. Κάποιες διαδικασίες είναι κοινές για πολλούς: συγύρισα κι εγώ τον χώρο μου, για παράδειγμα. Έπεσα πάνω σε παλιές σημειώσεις, γράμματα, αφιερώσεις σε παλιά βιβλία, παλιές φωτογραφίες, σημάδια από μια παλιότερη ζωή, τότε που ζούσαμε ακόμα με την ψευδαίσθηση πως έχουμε όλο τον χρόνο να κάνουμε σχέδια. Ε, ό,τι είχε απομείνει ζωντανό απ' αυτήν τη βεβαιότητα μετά την οικονομική κρίση ήρθε ο κορωνοϊός και το αποτελείωσε.
Στο μεταξύ, υπήρχε πάντοτε η αίσθηση πως οι παγκόσμιες καταστροφές δεν αγγίζουν αυτήν τη χώρα. Ο καθένας είχε τους δικούς του λόγους, ανάλογα με την αφετηρία του, αλλά ήταν μια γενική παραδοχή που εγώ προσωπικά τη θυμάμαι να υποχωρεί μόνο με το ξημέρωμα της οικονομικής κρίσης, πριν από περίπου δέκα χρόνια. Με την άφιξή της, μπήκαν στο ημερήσιο πρόγραμμα οι νουθεσίες του Τύπου: ξαφνικά ήμασταν όλοι ένοχοι. Σήμερα διαβάζω στα timelines πολλών: «Ο πλανήτης εκδικείται».
Δεν ξέρω αν είμαστε και πάλι ένοχοι, το μόνο σίγουρο είναι πως είμαστε καταδικασμένοι να συνυπάρξουμε. Και όσο ειρωνικό κι αν ακούγεται, αυτή η περίοδος είναι που το απαιτεί περισσότερο. Να συνυπάρξουμε μέσα στα σπίτια μας, να συνυπάρξουμε αποκλεισμένοι, να συνυπάρξουμε πέραν του φόβου, της αγωνίας, του θυμού μας και όλων των ετερόκλητων συναισθημάτων που έπονται μιας συνθήκης που μέχρι πριν από λίγες μέρες παρέπεμπε σε σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Σε λίγο καιρό από τώρα, ταινίες όπως το «Outbreak» ή το «Contagion» δεν θα ανήκουν πια στο «section» της επιστημονικής φαντασίας, μάλλον ως «κοινωνικά» θρίλερ θα τα βλέπουμε. Και όταν ένα γεγονός αλλάζει την αντίληψή μας ως προς τον κινηματογράφο, φανταστείτε τι κάνει στην αντίληψή μας για τη ζωή. Αυτά γράφω και σκέφτομαι πως αυτή είναι μια μάλλον δυσάρεστη εποχή για να είναι κανείς 20 ετών. Αλλά, ευτυχώς, υπάρχει το Ίντερνετ. Κάθε μέρα μοιάζει με μικρό διαγωνισμό όπου όλοι μας προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο καλαμπούρι γι' αυτό που μας συμβαίνει. Ένας φίλος, ηθοποιός, έγραψε προχθές: «Πήγα στο σούπερ μάρκετ απαγγέλλοντας Τσέχοφ, να μην ξεχνάει ο κόσμος» ‒ ε, το είδα και πέθανα στο γέλιο. Κάποιος άλλος έγραψε «Ο Ζορμπάς θα έβγαινε έξω!» και το εννοούσε, δεν το ανέβασε για πλάκα ‒ ε, το είδα και πέθανα στο γέλιο. Βρέθηκε και νέο παιχνίδι διχασμού: οι αμφισβητίες των μέτρων από τη μια και οι υποστηρικτές τους από την άλλη.
Στο inbox, όμως, η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή μεταφράζεται σε αλλεπάλληλα «εισερχόμενα». Ατέλειωτες κουβέντες, πάντα τις μικρές ώρες, προσπαθώντας ο ένας φίλος (διαδικτυακός ή μη) να χαλαρώσει λίγο το βάρος του άλλου. Βλέπω τις ταινίες που μου διέφυγαν, από τις «σπουδαίες» μέχρι τις διασκεδαστικά ασήμαντες. Και τις ώρες που δεν συμβαίνει τίποτα; Δηλαδή τις ώρες που μένω μόνος με τον εαυτό μου; Διαχείριση και υπομονή. Άντε, πού και πού κάποιο σχέδιο για το μέλλον. Γιατί το ζήτημα δεν είναι να αποφύγουμε μόνο τον βιολογικό θάνατο. Υπάρχουν κι άλλες μορφές θανάτου, εξίσου ισχυρές. Και, ξέρω γω, αφού προσπαθώ τόσο πολύ να αποφύγω τον βιολογικό, λέω να κάνω και μια ακόμη προσπάθεια για όλους τους υπόλοιπους. Κοίτα να δεις, τελικά, ούτε ο κορωνοϊός τα κατάφερε. Τουλάχιστον, μέχρι σήμερα.
(*) Aπό το τραγούδι «The Future» του Λέοναρντ Κοέν. Ολόκληρος ο στίχος: «I've seen the future brother, it is murder».