Η Ισπανία βιώνει αυτές τις μέρες τις πιο ζοφερές μέρες της σύγχρονης ιστορίας της, καταγράφοντας καθημερινά εκατόμβες νεκρών και νέων κρουσμάτων λόγω της παγκόσμιας πανδημίας του κορωνοϊού.
Μετρά ήδη 4.089 νεκρούς από το ξέσπασμα της πανδημίας και είναι δεύτερη σε θανάτους παγκοσμίως, μετά την Ιταλία (7.503), και τέταρτη σε κρούσματα πίσω από την Κίνα, την Ιταλία και τις ΗΠΑ.
Τι πήγε στραβά; Για το πόσο αστραπιαία και φονική μπορεί να είναι η εξάπλωση του ιού η Ισπανία είχε μπροστά της το πρότερο παράδειγμα της Κίνας και του Ιράν, αλλά κυρίως της γειτονικής Ιταλίας, μόλις 650 χιλιόμετρα μακριά.
Στην περίπτωση της Ισπανίας η «έκρηξη» κρουσμάτων και θανάτων δεν μπορεί να αποδοθεί στη γειτνίαση με την Ιταλία – δεν υπάρχουν χερσαία σύνορα μεταξύ των δύο χωρών, ενώ Γαλλία, Ελβετία, Αυστρία και Σλοβενία που συνορεύουν με την Ιταλία βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από άποψη κρουσμάτων και θανάτων..
Και ίσως αυτός να είναι και ένας από τους λόγους της όψιμης κινητοποίησης των ισπανικών Αρχών, το ότι η Ισπανία ήταν πολύ μακριά από την «καρδιά» της πανδημίας.
«Η Ισπανία έχει μόλις μερικά κρούσματα» έλεγε στις 9 Φεβρουαρίου ο δρ Φερνάντο Σιμόν, επικεφαλής επειγόντων περιστατικών στη Μαδρίτη. Έξι εβδομάδες αργότερα ανακοινώνει καθημερινά εκατοντάδες νέους νεκρούς και κρούσματα.
Στις 19 Φεβρουαρίου, 2.500 φίλαθλοι της Βαλένθια έβλεπαν την ομάδα τους να ηττάται από την Αταλάντα μέσα στο «Μεάτσα» στο Μπέργκαμο, με τον δήμαρχο της πόλης Τζόρτζιο Γκόρι να περιγράφει το παιχνίδι αυτό του Champions League ως τη «βόμβα» που προκάλεσε έκρηξη του ιού στη Λομβαρδία.
Έπειτα, σε μια άνοιξη ασυνήθιστα ζεστή ακόμα και για τα μεσογειακά δεδομένα, η θερμοκρασία στην Ισπανία τέλη Φεβρουαρίου - αρχές Μαρτίου άγγιζε τους 20 βαθμούς Κελσίου. Τα καφέ και τα μπαρ ήταν ανοιχτά, ο κόσμος κυκλοφορούσε χωρίς φόβο, με αγκαλιές, φιλιά και τις γνωστές εκφράσεις διαχυτικότητας που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους του ευρωπαϊκού Νότου.
Στις 8 Μαρτίου, μόλις μία εβδομάδα πριν από το lockdown, οι αθλητικές διοργανώσεις, οι πολιτικές διασκέψεις ακόμα και μαζικές πορείες για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας πραγματοποιούνταν κανονικά. Τρεις μέρες μετά, περίπου 3.000 φίλαθλοι της Ατλέτικο Μαδρίτης πετούσαν για άλλο ένα παιχνίδι του Champions League, αυτήν τη φορά στο Λίβερπουλ.
Δοθέντων αυτών, το γιατί εξελίχθηκε έτσι η κατάσταση στην Ισπανία δεν μοιάζει απορίας άξιο.
Η κυβέρνηση υπό τον σοσιαλιστή Πέδρο Σάντσεθ αντέδρασε αδέξια και με καθυστέρηση. Η χώρα στερούνταν βασικού εξοπλισμού, από αναπνευστήρες και προστατευτικό ρουχισμό έως τεστ κορωνοϊού που μόλις προσφάτως προμηθεύτηκε.
Ο ιός κατέλαβε εξ απήνης το ισπανικό σύστημα υγείας.
Παρότι η Ισπανία διαθέτει ένα εξαιρετικό σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας, τα νοσοκομεία της έχουν πληγεί σοβαρά από μία δεκαετία σκληρής λιτότητας λόγω της οικονομικής κρίσης. Το σύστημα υγείας διαθέτει το ένα τρίτο των κατά κεφαλήν νοσοκομειακών κλινών που διαθέτει η Αυστρία ή η Γερμανία.
Ο Σάντσεθ ανακοίνωσε πως θα επιβάλει έκτακτα μέτρα προστασίας, τα οποία όμως τέθηκαν σε ισχύ 24 ώρες μετά την εξαγγελία τους. Χρόνος επαρκής ώστε οι πολίτες της Μαδρίτης και άλλων ισπανικών μεγαλουπόλεων να φύγουν από τα αστικά κέντρα για τα χωριά και τις γενέτειρές τους.
Εν μέσω έλλειψης συντονισμού μεταξύ του κράτους και των τοπικών αρχών, η περιφερειακή κυβέρνηση της Μαδρίτης έκλεισε τα σχολεία και τα πανεπιστήμια νωρίτερα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα σκηνικό αργίας, με τα πάρκα, τις καφετέριες και τις παραλίες κατάμεστα από κόσμο.
Η καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας, που τέθηκε σε ισχύ στις 14 Μαρτίου, ίσως αρχίσει σύντομα να αποδίδει όσον αφορά τον αριθμό θυμάτων και κρουσμάτων και οδηγήσει στη χαλάρωση των αυστηρών μέτρων περιορισμού των πολιτών. Ωστόσο, ακόμα κι όταν γίνει αυτό, η Ισπανία θα βγει «λαβωμένη» ξανά, και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Όταν επλήγη από την οικονομική κρίση του 2008, η ανεργία σκαρφάλωσε στο 27%, το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε και η ύφεση που καταγράφηκε ήταν μεταξύ των χειρότερων της ευρωζώνης. Σύμφωνα με τις δυσοίωνες προβλέψεις των ειδικών, είναι πολύ πιθανό να συμβεί κάτι ανάλογο και τώρα. Ωστόσο, τα μέτρα για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας κατάστασης (περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, μείωση θέσεων εργασίας κ.ά.) δύσκολα θα γίνουν αποδεκτά από τους κουρασμένους, λόγω της χρόνιας λιτότητας, πολίτες.
Με πληροφορίες από «Guardian»