Μαρκ Τουέιν: Αμερικανός Κόμης
Ο «Αμερικανός Κόμης» του Μαρκ Τουέιν από τις εκδόσεις Πατάκη είναι ένα σπαρταριστό μυθιστόρημα όπου ο σπουδαίος συγγραφέας βλέπει εικόνες από το μέλλον, τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, ακόμα και την κλιματική αλλαγή.
Πόσο απολαυστικές μπορεί να είναι, αλήθεια, οι επιστήμες και πόσο η φαντασία μπορεί να ενισχύει την πολιτική ανατροπή; Μπορεί, αν λέγεσαι Μαρκ Τουέιν και αν είσαι μαζί ευφάνταστος και ακριβής, παραμυθάς και ρεαλιστής, κλασικός και πρωτοπόρος. Ο πατέρας της αμερικανικής λογοτεχνίας ήταν ο κάτοικος ενός «αλλούτερου» κόσμου που είχε καταφέρει να στήσει ο ίδιος μακριά από ταξικές ανισότητες και διακρίσεις, φτιαγμένου από τα παραμυθένια υλικά που ενέπνευσαν τις προφορικές αφηγήσεις του αμερικανικού Νότου, γεμάτες χιούμορ και φαντασία, ικανές να διεκδικήσουν το δικαίωμα στη φαντασιοκοπία και στο ονειροπόλημα.
Ειδικά ο Αμερικανός Κόμης, το πιο απολαυστικό ίσως βιβλίο του συγγραφέα που έγραψε τις Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν και τον Τομ Σόγιερ, είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσαν να προτείνουν σήμερα οι εκδόσεις Πατάκη στην όμορφη σειρά της Sub Rosa που επιμελείται η Ελένη Κεχαγιόγλου, αφού μας αποκαλύπτουν ένα κλασικό μυθιστόρημα που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το science fiction και μια πολιτική πρόταση που διακηρύσσει την ισότητα και τον σεβασμό.
Ήδη από τότε, στα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε η λέξη «ισότητα» παρέμενε σχεδόν άγνωστη και οι επιστήμες συνιστούσαν terra incognita για την άγρια ακόμα Αμερική, ο Μαρκ Τουέιν, κατά κόσμον Σάμιουελ Λάνγκχορν Κλέμενς, προτάσσει με αισιοδοξία έναν ανεπτυγμένο κόσμο που πιστεύει στην τεχνολογία, στην πρόοδο και στον κοινοπολιτισμό. Το είχε αποδείξει και ο ίδιος με τη ζωή του, αφού δεν σταμάτησε ποτέ να διακηρύσσει αυτοσχέδιες μεθόδους αυτοβελτίωσης, καθώς, ακόμα και όταν έγραφε τον Αμερικανό Κόμη, αυτό το ολοζώντανο σπαρταριστό σατιρικό μυθιστόρημα, διήνυε μία από τις χειρότερες περιόδους της ζωής του: καταχρεωμένος, με άρρωστα τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του και τον ίδιο να πάσχει από ρευματισμούς, βρέθηκε να γυρνάει την Ευρώπη προς αναζήτηση εναλλακτικών πόρων, ολοκληρώνοντας το βιβλίο μέσα σε 72 μέρες.
Εδώ που τα λέμε, δεν είχε περάσει και λίγα: μένοντας ορφανός στα έντεκά του, είχε ζήσει την παιδική του ηλικία περίπου σαν τον ήρωά του, τον Τομ Σόγιερ. Στα δεκαοχτώ του κατέφυγε στη Νέα Υόρκη, όπου, παράλληλα με την τυπογραφία, ανακάλυψε την τέχνη της γραφής και τη φιλαναγνωσία, ξοδεύοντας ώρες ολόκληρες στη Δημόσια Βιβλιοθήκη. Κατόπιν, κατάφερε να εκπληρώσει το παιδικό του όνειρο, δουλεύοντας ως οδηγός σε ποταμόπλοιο στον Μισισιπή, απ' όπου και το ψευδώνυμο «Μαρκ Τουέιν», που αναφέρεται στη μονάδα μέτρησης του βάθους του ποταμού, για την ακρίβεια στο ασφαλές για την απρόσκοπτη πλεύση του ποταμόπλοιου βάθος, δηλαδή δύο οργιές (περίπου 3,5 μέτρα)!
Κάθε στιγμή του μυθιστορήματος ουσιαστικά επιθυμεί να καταδείξει στον αναγνώστη πως όλα τα μέσα είναι θεμιτά, εφόσον αποσκοπούν στην ειρήνη και στην ουσιαστική ελευθερία, ικανά να πατάξουν τις προκαταλήψεις και να διεκδικήσουν το όνειρο.
Είναι ο ίδιος άνθρωπος που το 1891, δηλαδή όταν ξεκινά τη συγγραφή του Αμερικανού Κόμη, επιχειρεί να ολοκληρώσει ένα παιχνίδι μνήμης γνωστό και ως «Mark Twain's Memory Builder», άλλη μία από τις διάσημες πατέντες του, εκτός από τον «ιμάντα ενδυμάτων», ένα ελαστικό άγκυστρο που σταθεροποιούσε τα εσώρουχα, και το περίφημο scrap book, το λεύκωμα με την κολλώδη επιφάνεια. Η ακατάλυτη φαντασία σε συνδυασμό με το ακραία σουρεαλιστικό χιούμορ μετέτρεψαν τον εφευρέτη, ικανό παραμυθά και στενό φίλο του Τέσλα σε έναν αδιανόητα πρωτοπόρο συγγραφέα βιβλίων όπου η φαντασία συναγωνίζεται τη διανοητική, πνευματική και πολιτική αυτάρκεια.
Απόδειξη, ο Αμερικανός Κόμης, όπου ο Μαρκ Τουέιν σαρώνει κάθε είδους προκατάληψη, αμερικανική ή ευρωπαϊκή, οδηγώντας στα άκρα τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις: πρωταγωνιστής του ο λόρδος Μπέρκλεϊ, μοναδικός γιος και υποτιθέμενος κληρονόμος της κομητείας του Ρόσμορ, την οποία αποποιείται γιατί πιστεύει ότι δεν έχει πραγματικά ερείσματα γι' αυτό, βρίσκοντας καταφύγιο στην Αμερική. Εκεί, στη γη της ελευθερίας και των ίσων ευκαιριών, πιστεύει ότι θα καταφέρει να ξεκινήσει τη ζωή του από την αρχή. Έχοντας αυτό κατά νου, εκμεταλλεύεται την πυρκαγιά που ξεσπά στο ξενοδοχείο του, εφευρίσκοντας ένα νέο όνομα, «Χάουαρντ Τρέισι». Με αγγλικό ταμπεραμέντο, αποκύημα της ευγενούς ανατροφής του, προσπαθεί να οικειοποιηθεί τον αμερικανικό τρόπο ζωής, φορώντας ένα καουμπόικο καπέλο και προσποιούμενος τον Μονόχειρα Πιτ. Όλοι μπερδεύονται με την αγγλική προφορά και την αμερικανική αμφίεση του Βρετανού πρώην λόρδου –και νυν καουμπόι– και από κει, εκτός από το νέο όνομα και τον διαφορετικό τρόπο ζωής, ξεκινάει ένα παιχνίδι αναζήτησης ταυτότητας που φέρνει στην επιφάνεια κοινωνικά πρότυπα και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις.
Για την ακρίβεια, ο γιος δεν είναι σίγουρος αν θέλει να ξεφύγει οριστικά από τον πατέρα του, στον οποίο στέλνει ένα τηλεγράφημα χωρίς να λάβει άμεση απάντηση, αλλά ούτε και αν μπορεί να αποποιηθεί τελικά το καλοαναθρεμμένο του παρελθόν. Επιπλέον, η γη της επαγγελίας δεν είναι ακριβώς αυτή που φανταζόταν, καθώς η παλιά ευρωπαϊκή αριστοκρατία στην Αμερική απλώς αντικαθίσταται από την «αριστοκρατία της ευμάρειας», με τους υποτιθέμενους οπαδούς της ισότητας να επιδίδονται διαρκώς σε χοντράδες, φωνασκώντας και «τραγουδώντας σαν γελάδια». Στην Αμερική ο λόρδος έρχεται, επίσης για πρώτη φορά, σε επαφή με μέλη συμμοριών, μποξέρ, πυροσβέστες και κάθε λογής τυχοδιώκτες, με τους οποίους καλείται να συνυπάρξει. Εκεί ξαναβρίσκει τον άλλο διεκδικητή των ίδιων τίτλων ευγενίας μ' εκείνον, δηλαδή τον εκκεντρικό Αμερικανό κόμη Μάλμπερι Σέλερς.
Ως alter ego του Μαρκ Τουέιν, ο τυχοδιώκτης, χιουμορίστας, καλοκάγαθος αλλά και εραστής της τεχνολογίας Αμερικανός κόμης επιδίδεται σε ένα ατέρμονο παιχνίδι εφεύρεσης ρόλων και κόσμων: το κουδούνι του σπιτιού του γράφει δικηγόρος, αλλά ο ίδιος ενίοτε συστήνεται ως «νομικός πράκτωρ», «υλοποιητής-πραγματοποιός», «υπνωτιστής και ψυχοθεραπευτής», «διπλωμάτης και συλλέκτης», ακόμα και «Συνταγματάρχης». Μέσα σε όλα αυτά να προσθέσουμε και την ιδιότητά του ως πολιτικού, που έχει να κάνει με τη διεκδίκηση ενός ιδανικού δημοκρατικού πολιτεύματος στη μακρινή Σιβηρία και σε πόλεις όπως το «Ελευθεριορφλοφσκοιζαλίνσκι» και το «Λευτερολοβναιβάνοβιτς – αυτό το σημείο αποκαλύπτει τη βαθιά γνώση του Τουέιν για την πραγματική ρωσική ιστορία και πραγματικότητα. Σημαντικό ρόλο παίζει εδώ η ευρηματική και ακριβής μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, που φαίνεται να εναρμονίζεται με το διασκεδαστικό, γεμάτο μπρίο ύφος του Τουέιν. Κατατοπιστικότατο και το επίμετρο της επιμελήτριας Ελένης Κεχαγιόγλου.
Επειδή, όμως, ένας πολύπλευρος και πολύτροπος συγγραφέας, όπως ο Τουέιν, δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη όλες τις παραμέτρους, αντιλαμβάνεται πως ένας ευγενής με τόσους τίτλους σαν τον Αμερικανό κόμη, παρότι διακηρύσσει τη δημοκρατία, οφείλει να έχει υποτακτικούς. Το προβλήμα λύνεται όταν ο Σέλερς αποφασίζει να επαναφέρει στη ζωή διάφορους νεκρούς –αφού οι νεκροί ούτε υποφέρουν ούτε λαδώνονται– μέσα από μηχανή «συμπύκνωσης πνευμάτων», ενδεικτική της φαντασίας του Τουέιν, που δεν έχει όρια όταν πρόκειται για εφευρέσεις ή μηχανές.
Πίσω απ' όλα αυτά διαφαίνεται, επίσης, το πρωταρχικό αίτημα για δημοκρατία, ισονομία και ειρήνη, για το οποίο μάχονται αμφότεροι οι κατά τα άλλα διεκδικητές των τίτλων ευγενείας, δηλαδή ο Αμερικανός κόμης και ο Βρετανός λόρδος-καουμπόι, ο οποίος, στην προσπάθειά του να βρει μια δουλειά που του ταιριάζει, καταλήγει καλλιτέχνης στην αυλή του Σέλερς. «Ο Τρέισι έγινε ισότιμος συνεταίρος και έπιασε αμέσως δουλειά, με κέφι και ενεργητικότητα, για να αναμορφώσει εκείνα τα διαμάντια της τέχνης, των οποίων τα διακοσμητικά στοιχεία άφησαν τους πελάτες ανικανοποίητους. Τη μέρα εκείνη, όπως και τις επόμενες, εξαφάνισε κάμποσα κανόνια, που τα αντικατέστησε με σύμβολα ειρήνης: γάτες, άμαξες, λουκάνικα, ρυμουλκά, πυροσβεστικά οχήματα, πιάνα, κιθάρες, πέτρες, κήπους, γλάστρες, τοπία – οτιδήποτε του ζητούσαν, εκείνος το κοτσάριζε. Και όσο πιο παράλογο και άτοπο ήταν το ζητούμενο αντικείμενο, τόσο μεγαλύτερη η χαρά του να το φτιάχνει».
Κάθε στιγμή του μυθιστορήματος ουσιαστικά επιθυμεί να καταδείξει στον αναγνώστη πως όλα τα μέσα είναι θεμιτά, εφόσον αποσκοπούν στην ειρήνη και στην ουσιαστική ελευθερία, ικανά να πατάξουν τις προκαταλήψεις και να διεκδικήσουν το όνειρο. Όχι τυχαία ο Αμερικανός Κόμης, παρά τη σατιρική και κριτική του διάθεση, αποπνέει αμέριστη αισιοδοξία: ο δήθεν καλλιτέχνης καταλήγει με την κόρη του Αμερικανού κόμη, Σάλι, και όλοι ζουν σε έναν κόσμο παράδοξο, αλλά γεμάτο ανατρεπτικά μηνύματα και εικόνες από το μέλλον. Στη σαρωτική φαντασιοκοπία που τον χαρακτηρίζει ο Μαρκ Τουέιν δεν παραδίδει μόνο μαθήματα αφήγησης αλλά προβλέπει ακόμα και την κλιματική αλλαγή, αφού μιλάει για τον καιρό που αλλάζει τρομακτικά πάνω από το κεφάλι του ήρωά του, Βρετανού λόρδου, ο οποίος κυκλοφορεί διδάσκοντας την ομορφιά, την ισότητα και τον πασιφισμό με ένα χαρακτηριστικό γαρίφαλο στο πέτο και ξέροντας πως, ό,τι και να γίνει, το καλό θα νικήσει.