«Όταν γραφτεί η πρώτη αράδα του αφηγήματος, έχουν ήδη επιλεγεί τα πάντα. Και το ύφος και ο τόνος και η τροπή των συμβάντων» παρατηρεί εύστοχα ο Τσέζαρε Παβέζε. Θυμάμαι αυτήν τη ρήση του καθώς είμαι περιτριγυρισμένη από καταλόγους εκθέσεων, πεζά κείμενα και σημειώσεις, και σκέφτομαι πόσο δύσκολο είναι να γραφεί αυτή «η πρώτη αράδα» για μια αφήγηση με κεντρικό πρόσωπο τον Γιάννη Τσαρούχη. Ένας αιώνας ελληνικής ιστορίας, ο καμβάς πάνω στον οποίο ξεδιπλώνονται δεκαετίες πολυσχιδούς καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μάρτυρες αυτής της πνευματικής παραγωγής παραπάνω από εξακόσια πενήντα έργα στον εκθεσιακό χώρο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Ο Γιάννης Τσαρούχης επιστρέφει στην Αθήνα και αναμοχλεύει μνήμες, προκαλεί συζητήσεις, επαναφέρει παλαιούς προβληματισμούς, για να δημιουργήσει νέους. Ο άνθρωπος που προσωποποιεί όσο ελάχιστοι άλλοι πνευματικοί άνδρες τον τρόπο και τη διαδικασία με την οποία δημιουργήθηκε η νεότερη ιδεολογία ίσως και να λειτουργεί τελικά ως κλειδί στην κατανόηση των αντιφάσεων που διατρέχουν την ελληνική κοινωνία από τον πόλεμο μέχρι σήμερα.
Έχοντας μεγαλύτερη εξοικείωση με τον γραπτό λόγο απ' ό,τι με τη γλώσσα των εικαστικών, τις τελευταίες εβδομάδες διαβάζω ό,τι έχει γράψει κατά καιρούς. Στα κείμενά του διακρίνω έναν άνθρωπο ο οποίος έχει απόλυτη συναίσθηση του ρόλου που διαδραμάτισε στη δημιουργία του ιδεολογήματος της ελληνικότητας. Άλλες φορές στέκεται κριτικά απέναντι σ' αυτό, εντοπίζοντας τα προβλήματα και τις αντιφάσεις του, ειδικά όταν συγκρίνεται με τις εμπειρίες από το Παρίσι των νεανικών του χρόνων, κι άλλες φορές το αναπτύσσει πειστικά, με σαφήνεια και βεβαιότητα που πραγματικά δεν αφήνει κανένα περιθώριο στη διαφωνία. «Έτσι είναι», με διαβεβαιώνει ο ιστορικός τέχνης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης κ. Ντένης Ζαχαρόπουλος, ο οποίος τον γνώριζε πολύ καλά και προσωπικά. «Ο Γιάννης ήταν ένας πολύ ιδιαίτερος και χαρισματικός άνθρωπος και νομίζω πως περιέργως ο ίδιος ήταν πάνω από αυτά που πρέσβευε δημόσια και πως ήξερε σε βάθος τα όριά του και τα όρια της ελληνικής κοινωνίας».
Σ' αυτό συμφωνεί και η ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια της Πινακοθήκης Άννυ Μάλαμα: «Η περίπτωση του Γιάννη Τσαρούχη θεωρώ πως είναι ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα του εγκλωβισμού που μπορεί να υποστεί ένα πολυσήμαντο έργο και ένας οξυδερκής δημιουργός από τις αγκυλώσεις της στερεοτυπικής αντιμετώπισής τους τόσο στο επίπεδο της κριτικής και της ιστοριογραφίας όσο και στο επίπεδο της εκθεσιακής τους πραγμάτευσης. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι η έκθεση που οργανώνει σήμερα το Μουσείο Μπενάκη είναι η πρώτη αναδρομική έκθεση του καλλιτέχνη, είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του».
Λίγες ημέρες πριν, κι ενώ βρισκόμουν με μια παρέα ανθρώπων -γεννημένοι μετά το 1968 όλοι μας-, η συζήτηση άναψε για τα καλά όταν η κουβέντα έφερε την έκθεση Τσαρούχη στο Μπενάκη, κάτι που το βρήκα πολύ ενδεικτικό για το πόσο το έργο του Γιάννη Τσαρούχη μπορεί και σήμερα ακόμα να εξάπτει πνεύματα και ν' ανεβάζει τη... θερμοκρασία σε συζητήσεις. Την αιτία την επεσήμανε, πολύ εύστοχα νομίζω, ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης, ο οποίος ήταν παρών σ' αυτήν τη συζήτηση, η οποία μονοπώλησε, σχεδόν, εκείνη τη βραδιά: «Στον Γιάννη Τσαρούχη συνέβη ό,τι και σε αρκετούς άλλους από τους πνευματικούς ταγούς της ιδεοληπτικής μας κοινωνίας: υμνήθηκε ή αναθεματίστηκε με κριτήρια εν πολλοίς εξωκαλλιτεχνικά. Στα νιάτα του αντιμετωπίστηκε ως μια προκλητική δημόσια φιγούρα και στα γεράματα σαν ένας σοφός γέρων, ο οποίος παράγει αποφθέγματα, επανεφευρίσκει την ελληνικότητα και απελευθερώνει καλλιτεχνικά την ομοφυλόφιλη επιθυμία. Οι πίνακές του θεωρήθηκαν καθρέφτης της προσωπικότητάς του και εικαστικό αποτύπωμα του κύκλου στον οποίον ανήκε. Και πράγματι ήταν. Σήμερα όμως, που η προσωπικότητα έχει προ πολλού εκλείψει και τα οράματα της γενιάς του '30 έχουν είτε εκπληρωθεί είτε καταντήσει γραφικά, εμείς μπορούμε επιτέλους να δούμε τα έργα του καθαρά, δίχως να μας παραπέμπουν στην άγρια βαρβατίλα των Εσατζήδων ή στην ατμόσφαιρα της παλιάς Ομόνοιας. Και όπως δεν μας χρειάζεται ούτε η θρησκευτική πίστη ούτε ο συμβολικός της κώδικας για να θαυμάσουμε μιαν αγιογραφία, έτσι δεν έχουμε κι ανάγκη να ανατρέξουμε στην εποχή του προκείμενου να διαπιστώσουμε το οφθαλμοφανές: ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε -και άρα παραμένει- ένας σπουδαίος ζωγράφος».
Την πιο μεγάλη ώρα αυτού του σπουδαίου ζωγράφου ο κ. Ζαχαρόπουλος όμως την αναγνωρίζει στη θεατρική του δραστηριότητα. «Η πιο σημαντική στιγμή για μένα ήταν οι Τρωάδες στην οδό Καπλανών, όπου έκανε θέατρο το πραγματικό "τρίτο στεφάνι" και δραματολογικά και σαν τρόπο που έφερε στην επιφάνεια μια γνώση της αρχαιότητας και του σήμερα, πέρα από κάθε σύμβαση και συμβιβασμό. Kάτι που φαίνεται και στα καλύτερά του έργα, αυτά που πάνε από τα σχέδια και τις ακουαρέλλες της δεκαετίας του '30 μέχρι τα πρώτα χρόνια του '50. Μετά είναι η περίοδος της σκηνογραφίας που την κάνει εξαιρετικά κι από τη δεκαετία του '60 και ύστερα μια αυτοκτονική, σχεδόν, αυτογνωσία, που τον κάνει βαθιά κυνικό, στην ουσία ένα είδος Διογένη, μόνο που δεν μένει στο πιθάρι του, αλλά γυρνά και στα σαλόνια κι αυτό είναι που θα τον κάνει και τον ίδιο να ξέρει τα όριά του και να μαζεύει όσα παλιά του έργα μπορούσε για να κάνει το μουσείο, δίνοντας μεγάλα έργα και κατά κόρον «Τέσσερις Εποχές» και εμπορικά έργα, προκειμένου να πάρει πίσω ένα σχεδιάκι του '37... Με τις Τρωάδες θα βάλει το πένθος κι αυτή τη λαϊκή σοφία μαζί με τον αρχαίο και τον νέο πολιτισμό, πέρα από κάθε ιδεολόγημα, σαν μια από τις πιο ανθρώπινες στιγμές που έφτιαξε ποτέ η τέχνη (και όχι μόνο του θεάτρου) στον τόπο μας. Τότε ο Τσαρούχης θα φτιάξει πραγματική γλώσσα, θα ολοκληρώσει μια ελληνική γλώσσα γλωσσολογικά, φιλολογικά, αισθητικά, φιλοσοφικά, εικαστικά, θεατρικά, σκηνοθετικά, αρχιτεκτονικά, κοινωνιολογικά, ζωγραφικά... Εκεί γίνεται σχεδόν ένας Παζολίνι, ένας Πίτερ Στάιν, ένας Πίτερ Μπρουκ, ένας Χάινερ Μίλερ κι αφήνει τη Γενιά του '30 για να δώσει το μέγεθος ενός σύγχρονου καλλιτέχνη που γεννήθηκε σε λάθος εποχή... Θυμάμαι, άλλωστε, στη Μεταπολίτευση, όταν τον ρώτησε κάποιος αν είναι συγγενής του σκηνογράφου, του απάντησε με μεγάλη ετοιμότητα: "Πατέρας μου ήταν και έχει πεθάνει".
Με τις Τρωάδες βάζει μαζί τη ζωγραφική, τον λόγο, το θέατρο, τη δική του φιλοσοφία ζωής και μια ουσιαστική γραφή εικαστική που πάει πέρα από τη ζωγραφική (όπως αυτές οι ζωγραφισμένες πόρτες με τις "Νύφες της Κούλουρης") για να φτιάξει κάτι που το βλέπει κανείς στην πιο καθαρή αποτύπωσή του στο έργο του Κανιάρη. Με τις Τρωάδες θα κάνει ένα έργο που τον φέρνει ξανά δίπλα μας, σε μια νεότερη γενιά, όχι σαν τον ζωγράφο των εφοπλιστών και των πλουσίων που κάνει κατά κόρον τα πορτρέτα τους».
Ο ίδιος ο κ. Βλάσης Κανιάρης, μιλώντας για την πνευματική του σχέση με τον Γιάννη Τσαρούχη, βλέπει σ' αυτόν έναn σημαντικό του συνομιλητή αλλά όχι και συγγενή, τουλάχιστον για τη δική του τέχνη. Όπως μου είπε πολλές φορές ο κ. Κανιάρης, «ο Τσαρούχης είναι ένας πολύ μεγάλος ζωγράφος. Είναι ένας ζωγράφος στον οποίο μπορεί να δει κανείς τη διάκριση που υπάρχει μεταξύ ζωγραφικής και τέχνης. Ο Τσαρούχης έκανε τέχνη. Ακόμα, όλα αυτά που έγραψε τα θεωρώ πολύ σημαντικά, ήταν εξαιρετικά οξυδερκής παρατηρητής της καθημερινότητας κι αυτό έχει περάσει στο έργο του. Αν και όλη η συζήτηση περί ελληνικότητας δεν με αφορά καθόλου, σας λέω πως ο Τσαρούχης ήταν ένας κατεξοχήν Έλληνας ζωγράφος, ένας καλλιτέχνης που διερεύνησε την ελληνικότητα και ως θέμα αλλά και ως τεχνική». Αυτό το τελευταίο το βρήκα πολύ ενδιαφέρον, μπορεί ν' ανιχνευθεί η ελληνικότητα στην τεχνική; Οι παρατηρήσεις του ζωγράφου Μανώλη Ζαχαριουδάκη είναι πολύ διαφωτιστικές πάνω σ' αυτό: «Κοίταξε, μπορεί η θεματολογία του Τσαρούχη να μην ενδιέφερε πολλούς από μας, αλλά η ζωγραφική του από τη μεριά της τεχνικής πέρασε στους περισσοτέρους από μας που κάνουμε ή ξεκινήσαμε με παραστατική ζωγραφική. Η κωδικοποίηση και το φιλτράρισμα μέσα από τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό που έκανε στη βυζαντινή τεχνική ήταν και είναι λύση πολλές φορές για μένα και σίγουρα αναγνωρίζω τη χρήση της σε πολλούς συνάδελφους, είτε ήταν κοντά του ή όχι» λέει και συνεχίζει με κάτι πολύ ενδιαφέρον: «Θεωρώ τον Γ. Τσαρούχη τον πρώτο καλλιτέχνη που έγινε "επαγγελματίας" και έζησε από την τέχνη του και όχι κάνοντας κάτι άλλο για να ζει, έχοντας άλλους πόρους και την τέχνη του ξεχωριστά. Ήταν το πρώτο παράδειγμα για μας, είδαμε ότι μπορεί να γίνει. Ότι ο καλλιτέχνης δεν είναι αναγκαστικά ο περιθωριακός χομπίστας. Και αυτό το έκανε κρατώντας και τον κανόνα ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι συνεχιστής των προηγουμένων του -βελτιώνοντας ή ανατρέποντάς τους και όχι άσχετος ή ουρανοκατέβατος- σαν μαθητής του Κόντογλου (που ήταν συνεχιστής της βυζαντινής παράδοσης) από τη μια και με παριζιάνικες αναφορές από την άλλη. Ο Τσαρούχης κατάφερε να κάνει τα έργα του αναγνωρίσιμα στον καθένα, κάτι που είναι ζητούμενο για κάθε καλλιτέχνη - αν και αυτό θεωρήθηκε αρνητικό για τη δουλειά του, ίσως γιατί ήταν ο πρώτος που το έκανε (εδώ), ίσως γιατί ακόμα υπάρχει στους καλλιτεχνικούς κύκλους (τουλάχιστον της χώρας μας) η αίσθηση ότι ο καλλιτέχνης εκφράζεται κάπως μυστήρια και τον καταλαβαίνουν πολύ λίγοι και κάθε φορά πρέπει να κάνει κάτι άλλο και νεωτεριστικό. Ο Τσαρούχης έδειξε ότι αυτό μπορεί να αλλάξει».
Και ο άνθρωπος Τσαρούχης; Διαβάζοντας τα κείμενά του συχνά βρέθηκα συχνά ν' αναρωτιέμαι αν μιλούσε ο ίδιος ή κάποιες από τις περσόνες που συνήθιζε να ενδύεται. Η κυρία Πέγκυ Ζουμπουλάκη, στην γκαλερί της οποίας είχαν γίνει αρκετές από τις εκθέσεις του στην Ελλάδα, μιλάει με μεγάλη θέρμη και αγάπη για τον ζωγράφο. «Σ' αυτόν με εντυπωσίαζε πάντα η ευαισθησία του, η σεμνότητα και η ευλάβειά του. Ήταν εξαιρετικά ηθικός άνθρωπος, καθαρός, γι' αυτό και η κοινωνική ζωή της Αθήνας τον άφησε αλώβητο. Έβρισκα πολύ εντυπωσιακό το πώς κατάφερνε κάθε φορά να γεμίζει τις μπαταρίες όλων ημών που τον συναναστρεφόμασταν. Ακόμα και στο τέλος της ζωής του, που ήταν πολύ αδύναμος, κατάφερνε να περνάει στους άλλους την ενέργειά του. Μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι υπάρχουν άνθρωποι που κρατούν κακία στον Γιάννη για οτιδήποτε». Σ' αυτό συμφωνεί και ο κ. Ζαχαρόπουλος: «Ήταν αφοπλιστική η σχέση του με τους ανθρώπους, έτσι και δεν του συγχωρούσες τα πάντα, δεχόσουν τουλάχιστον εν μέρει τις αντιφάσεις του γιατί πάντα έβρισκε τρόπο, όταν έκλινε η ζυγαριά από τη μία πλευρά, να κάνει ό,τι έπρεπε για να τη φέρει από την άλλη, με κίνδυνο και την ισορροπία του και το σκάνδαλο, που συχνά το προκάλεσε αλλά και το υπέστη... Ό,τι και να λέμε για τα συν και τα πλην των μεγάλων καλλιτεχνών, είναι ακριβώς γιατί περιμένουμε πάντα πολύ περισσότερα από το ανθρώπινα δυνατό· κατά περιπτώσεις και κατά περιόδους κάποιοι το καταφέρνουν, κι έτσι όλα τ' άλλα γίνονται σχετικά. Νομίζω πως μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι κάτι τέτοιο ισχύει και για τον Τσαρούχη».
Επηρεασμένη από τη θυελλώδη συζήτηση που είχα με τους φίλους μου, βρήκα το θάρρος να ζητήσω και από τον κ. Ζαχαρόπουλο και από τον κ. Κανιάρη να μου δώσουν έναν λόγο για τον οποίο πρέπει να δω αυτή την αναδρομική έκθεση Τσαρούχη. Και οι δύο ήταν κάθετοι και αφοπλιστικοί. Ο κ. Κανιάρης πιστεύει πως ο Τσαρούχης πρέπει να μελετηθεί και να γίνει γνωστός χωρίς όλα αυτά με τα οποία τον έχουν φορτώσει ερήμην του, ενώ ο κ. Ζαχαρόπουλος απάντησε χαρακτηριστικά:
«Καλόν είναι ν' αξιολογήσουμε και να ξαναδιαβάσουμε το έργο του, κάτι που κάθε γενιά, κάθε εποχή, το κάνει με τον τρόπο της και με τις παραστάσεις που έχει. Αυτό όμως είναι δυνατόν γιατί ένας καλλιτέχνης σαν τον Τσαρούχη έχει τέτοιο βεληνεκές που επιτρέπει να ξαναμπερδέψεις την τράπουλα και να τη στρώσεις αλλιώς. Δεν ισχύει για όλους τους καλλιτέχνες αυτό. Μόνο για τους μεγάλους και γι' αυτό τους λέμε μεγάλους... Γιατί από τα πάθη μέχρι τις αδυναμίες τους είναι μεγάλοι και βγάζουν έργο το οποίο κρύβει έναν κόσμο που τίποτα δεν κατορθώνει να τον δαμάσει και να τον κατατάξει οριστικά, γιατί μας ανθίσταται και ανθίσταται στον χρόνο από πριν, κατά τη διάρκεια και στη συνέχεια της ζωής και της σημασίας που της προσδίδει κανείς».
σχόλια