Εδώ έγινε το κακό», είπε και μου έδειξε τη γωνία στο καθιστικό. «Παράξενο. Είχα την εντύπωση πως τον βρήκαν στο λουτρό. Το θυμάμαι καλά γιατί ο δημοσιογράφος έκανε έναν έξοχο παραλληλισμό με τη δολοφονία του Αγαμέμνονα».
«Εδώ τον μαχαίρωσαν», επέμεινε, στρίβοντας εμφατικά το μουστάκι του. «Μπορεί ύστερα να σύρθηκε ως το λουτρό και…»
«Κατά τη γνώμη μου, είναι πιο εύκολο να αιφνιδιάσεις κάποιον στο λουτρό».
«Σας λέω πως τον χτύπησαν εδώ», επέμεινε. Για να με πείσει, σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα και μου έγνεψε να πλησιάσω. «Κάνε πως με χτυπάς με το μαχαίρι», μου είπε. Το είδα σαν παιχνίδι και μιμήθηκα τον τρόπο που καρφώνει κάποιος με τρεις μαχαιριές το θύμα του. «Βλέπεις; Είναι απλό». «Για εξηγείστε μου, κάνουμε αναπαράσταση του εγκλήματος;»
«Όχι, βρε παιδί μου. Πιθανολογούμε απλώς». Με ενοχλούσε που πήρε μόνος του την άδεια να μου μιλά στον ενικό. Με ενοχλούσε, επίσης, που μετέτρεψε σε αστείο ένα τραγικό γεγονός.
«Νομίζω πως ο θάνατος ενός ανθρώπου δεν είναι αστείο».
«Ποιος είπε ότι είναι αστείο;». Πετάχτηκε όρθιος και με κοίταξε όπως κοιτάζει κανείς έναν άνθρωπο μισό κεφάλι πιο κοντό. «Μην ξεχνάτε ότι τον Μάικ τον αγαπούσαν όλοι στο νησί», πρόσθεσε.
«Παράξενο, είχα την αντίθετη εντύπωση. Ο τρόπος ζωής του δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στον πολύ κόσμο».
«Α, εδώ κάνετε λάθος. Ακούστηκαν πολλά για τον άνθρωπο αυτό. Εγώ, όμως, σας βεβαιώνω πως ήταν κύριος με κάπα κεφαλαίο. Δεν έδωσε ποτέ το παραμικρό δικαίωμα στη μικρή κοινωνία του νησιού. Και, εν πάση περιπτώσει, ό,τι κι αν κάνει κάποιος στο κρεβάτι του δεν μας αφορά. Σωστά;»
«Ναι, όμως ο κόσμος!»
«Ο κόσμος…» Κοντοστάθηκε σαν να ήθελε να ξεβουλώσει με τα ακροδάχτυλα το αριστερό του αυτί. «Ο κόσμος εκτίμησε πολύ την επιθυμία του να θαφτεί εδώ. Στην κηδεία του έγινε χαλασμός!»
«Χαίρομαι που το βλέπετε έτσι», παρατήρησα. «Πώς αλλιώς να το δω;»
«Δεν είναι παράξενο, όμως, που προέβλεψε τον θάνατό του με τόση ακρίβεια;»
«Τι να πω; Εσείς οι συγγραφείς έχετε διαίσθηση».
«Μπα, νομίζω πως σκεφτόταν με τον νόμο των πιθανοτήτων. Οι ανορθόδοξες ερωτικές προτιμήσεις κρύβουν κινδύνους, όπως αποδείχτηκε».
«Τίποτε δεν αποδείχτηκε».
«Γιατί το λέτε; Όλοι μίλησαν για έγκλημα πάθους».
«Ναι, αλλά τίποτε δεν αποδείχτηκε», επέμεινε.
«Τα εγκλήματα αυτού του είδους δεν εξιχνιάζονται, κατά κανόνα».
«Δηλαδή, σώνει και καλά έγκλημα πάθους!»
« Έχετε κάποια καλύτερη ιδέα;»
«Ακούστηκαν πολλά εκείνο το καλοκαίρι. Νομίζω, όμως, πως όλοι, μα όλοι, εισαγγελία, αστυνομία, δημοσιογράφοι, έψαχναν προς λάθος κατεύθυνση».
«Κι εσείς;», τον ρώτησα.
«Εγώ δεν είμαι παρά ένας φίλος».
«Και δεν είχατε ποτέ την περιέργεια να μάθετε ποιος σκότωσε τον φίλο σας;»
«Τι θ’ άλλαζε κι αν το μάθαινα;»
«Ε, πώς! Θ’ αποδίδατε δικαιοσύνη».
«Δικαιοσύνη!» Έπαιξε λίγο με τις χρωματιστές του τιράντες και συνέχισε λέγοντας: «Λες κι ο θάνατος είναι μια συμφορά που έρχεται και μας βρίσκει».
«Δεν είναι έτσι;»
«Όχι πάντα. Όχι για όλους. Μερικοί τον επιζητούν τον θάνατο. Τον προετοιμάζουν».
«Τον προβλέπουν κιόλας», συμπλήρωσα.
«Ο Μάικ έλεγε συχνά πως η ζωή δεν είναι παρά μια φαρσοκωμωδία κι ο πρωταγωνιστής δικαιούται τουλάχιστον να έχει ένα θεαματικό τέλος. Η αυλαία και το χειροκρότημα είναι αναφαίρετο δικαίωμα καθενός», σχολίασε.
«Το άσχημο είναι ότι, όταν πέσει η αυλαία, δεν είσαι πια σε θέση ν’ ακούσεις το χειροκρότημα και να το απολαύσεις».
«Θα το πάρουν για λογαριασμό σου οι φίλοι σου κι είναι το ίδιο».
«Περίεργες αντιλήψεις έχετε για τον θάνατο».
«Όχι δα! Συμμετέχουμε τόσο πολύ στη ζωή ενός ανθρώπου, γιατί να μη δώσουμε το παρών και την ώρα του θανάτου του;»
«Προσέξτε τι λέτε, γιατί κι ο δολοφόνος είναι παρών στον φόνο».
«Υπάρχει, όμως, κι αυτό που λέμε συναινετικός φόνος».
«Πρώτη φορά ακούω κάτι τέτοιο, σας βεβαιώ».
«Εν πάση περιπτώσει, συγγραφέας ή ντετέκτιβ; Γράφουμε βιβλίο ή προσπαθούμε να βρούμε ποιος δολοφόνησε τον πρωταγωνιστή μας;»
«Το θύμα ενός φόνου δεν θα πάψει ποτέ να ζητά δικαιοσύνη».
«Τς, τς, παχιές κουβέντες!» Το βλέμμα του ακολούθησε την πτήση μιας μύγας που βούιζε ενοχλητικά.
«Αφού δεν μπορούμε να διαλευκάνουμε τη δολοφονία του, μπορείτε τουλάχιστον να μου μιλήσετε λίγο γι’ αυτόν;»
«Τι να πω… Ο Μάικ ήταν πρωτίστως πολιτικός νους. Στις συζητήσεις που κάναμε μιλούσε συχνά για την ευλογημένη μεσογειακή αναρχία. Καταφερόταν με δριμύτητα εναντίον των δυτικών κοινωνιών που χειραγωγούν τους πολίτες… Ναι, αυτό έλεγε συνεχώς».
«Κρυφά χαρτιά, λοιπόν, ο συγγραφέας μας, που ποτέ δεν φανέρωσε στα βιβλία του», σχολίασα.
«Πώς σου ήρθε, αλήθεια, η ιδέα να γράψεις ένα βιβλίο για τον Μάικ;»
«Πρώτα τον θαυμάζω ως συγγραφέα, ύστερα η ζωή του προσφέρεται για μυθιστόρημα. Δεν σας φαίνεται καλή ιδέα;»
«Εξαρτάται», απάντησε σιβυλλικά.
«Πρέπει να σας πω ότι η συνάντησή μας μου ανέτρεψε όσα ήξερα για την υπόθεση. Έχω τώρα ένα σωρό ερωτήματα».
«Υπάρχει μια απάντηση για όλ’ αυτά».
«Δηλαδή;»
«Βρίσκεσαι στη Μύκονο».
Άνοιξε απότομα το παντζούρι του παραθύρου και άφησε τον πλούσιο ήλιο του μεσημεριού να καταυγάσει το νησιώτικο δωμάτιο. Την ίδια στιγμή μού αποκάλυψε μια μαγευτική θέα: η Χώρα, σαν μια κατάλευκη πλημμυρίδα πάνω στον κυκλαδίτικο βράχο, έφτανε ως την άκρη του Γιαλού. Η θάλασσα ακινητούσε υποταγμένη στη ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Το παλιό λιμάνι λουζόταν στο εκτυφλωτικό φως.
Θυμήθηκα ένα απόσπασμα απ’ το τελευταίο βιβλίο του Μάικ: «Βρίσκεσαι στη Μύκονο. Σαν βγεις απ’ την πόρτα του σπιτιού σου, η Μεσόγειος σε υποδέχεται με χαμόγελα. Στα πρόσωπα των ανθρώπων γελά ο άκακος ήλιος. Στη γλώσσα τους τραγουδά ακόμα ο θείος Όμηρος…»
Τις απαντήσεις που δεν έλαβα απ’ τον παράξενο άνδρα και απ’ το κείμενο του αγαπημένου μου συγγραφέα μού τις έδωσε πρόθυμα ο ξενοδόχος μου το ίδιο απόγευμα: «Λένε πως ο Μάικ έπασχε από ανίατη ασθένεια. Οι γιατροί τού έδιναν λίγες εβδομάδες ζωή. Λένε, επίσης, πως ο ίδιος έπεισε τους φίλους του να “σκηνοθετήσουν” μαζί την τελευταία νύχτα της ζωής του. Υπάρχουν κάποιοι που μιλάνε για ένα μικρό όργιο αίματος». Θέλοντας να με καθησυχάσει, πρόσθεσε:
«Βέβαια, όλα αυτά είναι αρρωστημένη φαντασία. Μη δίνετε βάση σε τέτοια μυθεύματα».
«Είναι, όμως, μυθεύματα;» αναρωτήθηκα.
«Τι να σας πω;», απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους.
Σκέφτηκα τον τρόπο που ο φίλος του Μάικ αυτοσχεδίασε μπροστά μου σχετικά με τις συνθήκες θανάτου. Θυμήθηκα τον όρο «συναινετικός φόνος», την «αυλαία και το χειροκρότημα». Ίσως, τελικά να ήταν ο ίδιος που, με ήσυχη συνείδηση, έδωσε τις μαχαιριές στο ταλαιπωρημένο από την αρρώστια σώμα του συγγραφέα. Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα στη γυάλινη προθήκη το τελευταίο βιβλίο του Μάικ που είχε τον τίτλο: ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ. Γέλασα μόνος μου.
σχόλια