Νίσυρος - Διήγημα του Παναγιώτη Ευαγγελίδη.

Νίσυρος - Διήγημα του Παναγιώτη Ευαγγελίδη. Facebook Twitter
0

Φτάνουμε προς το τέλος του απογεύματος και, βλέποντας το φως ν’ αδυνατίζει, χωρίς ν’ ανοίξω τη βαλίτσα, τραβάω βιαστικά τον σύντροφό μου και πεταγόμαστε στον δρόμο. Διαμαρτύρεται και λέει κάτι για τον ιδρώτα που στεγνώνει επάνω του σε στρώσεις. Είναι, όμως, η αγαπημένη μου ώρα και το ξέρει. Αγαπώ τη ζέστη, αλλά βρίσκω τον ήλιο της Μεσογείου αδυσώπητο. Η μητέρα μου μας είχε πει πως όταν πρωτοπήγε στην Ελλάδα βρήκε ότι ο ήλιος ήταν κάτι θεϊκό, αλλά κι αυτός που κάνει να εκκολάπτονται τα σκουλήκια στα κουφάρια. Νομίζω, είναι μια φράση απ’ τον Σαίξπηρ.

Έχουμε κλείσει το κατάλυμά μας απ’ το ίντερνετ και ξέρουμε ήδη απ’ τις φωτογραφίες πως μόλις διασχίσουμε την ιδιωτική μας ταρατσούλα θα αντικρίσουμε τη Χώρα του νησιού στα πόδια μας. Μερικά βήματα κι είμαστε κιόλας μπροστά σ’ αυτό που έχουμε δει τόσες φορές σε φωτογραφίες ή στον κινηματογράφο. Το λευκό των τοίχων, η γαλαζοπράσινη θάλασσα, το διάσημο φως του Αιγαίου.

Μια γερασμένη γυναίκα ντυμένη με παρδαλά ρούχα -ζητιάνα;- κάθεται ακριβώς κάτω απ’ τον τοίχο του σπιτιού μας, στην πλαγιά, και προσπαθεί να φέρει βόλτα ένα κοριτσάκι βρόμικο και ανυπάκουο. Κάτι της τραγουδάει για να την ηρεμήσει, το κορίτσι, όμως, χτυπιέται στο στήθος της σαν να προσπαθεί να σπάσει έναν τοίχο. Το σώμα της γυναίκας κλίνει ελαφρά προς τα εμπρός και μετά πέφτει πάλι προς τα πίσω, ακολουθώντας τη μάλλον λυπητερή μελωδία. Πριν προλάβω να σκεφτώ, δάκρυα ξεπηδάνε απ’ τα μάτια μου, ραγίζω, η διαχωριστική γραμμή με τα πράγματα για μερικά δευτερόλεπτα καταργείται.

Φταίει, άραγε, το φορτίο ενός πολύμηνου γκρίζου χειμώνα στον Βορρά; Πρόκειται για μια συγγένεια τραυματική; Ή μήπως για την ηχώ μιας προηγούμενης ζωής; Κρύβω το πρόσωπο στις παλάμες και πίσω απ’ τα γυαλιά ηλίου. «Ο άνθρωπος θυσιάζει ακόμα και τη ζωή του για την εικόνα του», έχει πει ο δικός μας Νίτσε.

Ο σύντροφος του ταξιδιού μου με τραβάει πίσω στο χτισμένο στον βράχο σπιτάκι που θα μας στεγάσει τις επόμενες 8 μέρες, το διασχίζουμε και βγαίνουμε από τη μεριά του δρόμου, μερικά βήματα, όμως, και η γυναίκα με το κοριτσάκι είναι πάλι στον δρόμο μας, η μακρόσυρτη μελωδία τρυπώνει και φωλιάζει μέσα μου. Τα δάκρυα δεν προλαβαίνουν να στεγνώσουν κι αμέσως έρχονται να προστεθούν κι άλλες εικόνες, ιδωμένες σε περιοδικά και ταξιδιωτικά έντυπα, κι εγώ νιώθω ότι το ταξίδι μας έχει ήδη τελειώσει κι ότι κοιτάω, μια χειμωνιάτικη νύχτα στο διαμέρισμά μου στο Αμβούργο, τις φωτογραφίες του καλοκαιριού μας στην Ελλάδα.

Περπατάω στα τοπία και τους δρόμους αυτών των φωτογραφιών, ταχύνω το βήμα μου μη με πλακώσει η επόμενη σελίδα του καλοκαιρινού άλμπουμ. Ο σύντροφός μου βοηθάει σ’ αυτό, έχει βαρεθεί να βλέπει τα ανεξήγητα δάκρυά μου κάθε φορά που περνάμε πάνω από τρεις ώρες σ’ ένα αεροπλάνο. Το ούζο έχει μια γεύση που δεν ξέρω, καμία σχέση μ’ εκείνο που αγοράζω στο ελληνικό μαγαζί στη γειτονιά μου. Μεθάω αμέσως, κλαίω πάλι.

«Πρέπει να επισκεφτείτε το ηφαίστειο στη μέση του νησιού», είναι το πρώτο που συστήνει ο οδηγός, πριν απ’ τις θάλασσες, πριν απ’ το τοπικό φαγητό. Απ’ το οποίο ο σύντροφός μου, ο Άλεξ, αρρωσταίνει -ή είναι απ’ το νερό;- και πρέπει να τρέξω μες στη νύχτα να βρω κάποιο μαγέρικο ανοιχτό μήπως τους πείσω να μου κάνουν μια σούπα ή ένα ρύζι λαπά για το στομάχι του που ταλαιπωρείται από εμετούς και διάρροια.

Σκέφτομαι πως πρέπει να βρω δωμάτιο σ’ ένα μεγαλύτερο ξενοδοχείο, να μην είμαστε έτσι αποκομμένοι στο λαξευτό σπιτάκι στην πλαγιά. Καθώς ψάχνω στην πόλη ύστερα από λίγο, έχω ξεχάσει τον Άλεξ. Οι Έλληνες μου χαμογελάνε, είναι διαβόητοι καρδιοκατακτητές. Χωρίς να το θέλω, στο μυαλό μου αναβοσβήνουν φράσεις που έχω ακούσει τα τελευταία δύο χρόνια για τον εθνικό τους χαρακτήρα, τις κακές συνήθειες που τους οδήγησαν σήμερα σε μια μεγάλη κρίση, της οποίας όσο κι αν ψάχνω δεν μπορώ να δω απτές εικόνες. Σίγουρα η γερασμένη ζητιάνα ήταν μέρος του τοπίου και πριν από κάθε ύφεση. Διαπιστώνω πως έχω ξεχάσει όχι μόνο τον Άλεξ αλλά και το όνομα του νησιού στο οποίο βρισκόμαστε. Μου έρχεται συνέχεια το όνομα Σαντορίνη, ένας διάσημος τουριστικός προορισμός που για χρόνια βλέπω στις προθήκες των γραφείων ταξιδίων, ένα μέρος που τελικά απορρίψαμε ως υπέρμετρα κοσμικό και ψάξαμε πιο μακρινά και ανώνυμα νησάκια. Ούτε η Αστυπάλαια είναι, ούτε η Αμοργός. Μ’ έκπληξη θυμάμαι ονόματα τόπων όπου δεν έχω πάει ποτέ, αλλά όχι του νησιού στο οποίο βρίσκομαι. Σύρος;

Ξεφυλλίζοντας διάφορα ταξιδιωτικά μου αποκτήματα, κάνω παρέα στον Άλεξ που αναρρώνει γρήγορα. Είναι νέος και καμιά αρρώστια δεν ριζώνει μέσα του για πολύ. Γυμνός στο κρεβάτι, κάνει αέρα μ’ ένα γερμανικό περιοδικό. Εγώ είμαι που απαγορεύω τα δωμάτια με κλιματισμό λόγω ευπάθειας στα ρεύματα.

«Κάθε φορά που ταξιδεύεις», λέει απ’ το κρεβάτι, «ξεχνάς ότι όλο αυτό θα τελειώσει σε μερικές μέρες. Αγόρασες πάλι λεξικά και μεθόδους σαν να πρόκειται να μάθεις ελληνικά σε δέκα μέρες. Σε βλέπω που κοιτάζεις τα ενοικιαστήρια στον δρόμο και διαβάζω στα μάτια σου ότι σε μια παράλληλη ζωή θα ήθελες αυτό εδώ το νησί να είναι το καινούργιο σου σπίτι».

Νιώθω πως πρέπει να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. «Απλώς, μια παρακαταθήκη για το μέλλον», λέω. «Δεν σου αρέσει να έχεις πολλά σπίτια; Να προσθέτεις εαυτούς; Καινούργιες γλώσσες, νέους φίλους -αποφεύγω να πω εραστές για να μην τον πληγώσω- όλα από την αρχή; Ένας ακόμα εαυτός, σαν παιδί που γέννησες και θα το μεγαλώσεις κι αυτό μαζί με όλα τ’ άλλα».

«Το μόνο που βλέπω εγώ είναι να προστίθεται κι άλλο βάρος στις ήδη φορτωμένες μας βαλίτσες. Και ξέρεις πολύ καλά ποιος είναι αυτός που κουβαλάει». Την ημέρα που φεύγουμε, πριν κλειδώσω την πόρτα του μικροσκοπικού μας σπιτιού στον βράχο -και οι δυο μας ανόμοια καμένοι απ’ τον ήλιο και με ολόκληρα κομμάτια ν’ αποχωρίζονται το κορμί μας σαν δέρμα φιδιού-, την ξανανοίγω βιαστικά και μπαίνω μέσα σαν να έχω ξεχάσει κάτι. Ρίχνω μια ματιά- δίχτυ, που όταν αποσύρεται παίρνει μαζί της αιχμάλωτες τις οκτώ μας μέρες.

Μιλάω χαμηλά: «Γεια σου κουζίνα, γεια σου μπάνιο, γεια σου δωμάτιο». Το κάνω κάθε φορά που αναχωρώ, ακόμα κι απ’ τα ξενοδοχεία, ακόμα και όταν ήταν για μια μόνο βραδιά. Ο Άλεξ περιμένει με συγκρατημένη ανυπομονησία. Ξέρω πως αυτοί μου οι αποχαιρετισμοί τον εκνευρίζουν αλλά και μαζί του αρέσουν.

«Γιατί το κάνεις;», είχε ρωτήσει την πρώτη φορά. Είχα αναφέρει διάφορους λόγους. Ο τελευταίος ήταν ότι φοβάμαι πως δεν θα ξαναδώ ποτέ αυτά τα δωμάτια και σφραγίζω το πένθος με μικρές τελετουργίες αποχαιρετισμού. Είναι απόγευμα, βλέπουμε ήδη από ψηλά το πλοίο που θα μας πάει στην Κω να μπαίνει στο λιμάνι. Το ταξί ανεβαίνει κι αυτό την ανηφόρα, για μια φορά στην ώρα του. Δεν προλαβαίνουμε να μπούμε κι έχω ήδη αποκτήσει καινούργιες αγάπες.

Διάφορα
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ