Τον Jef τον πρωτογνώρισα σε ένα φεστιβάλ στο Gagarin όταν ήταν σχεδόν 17. Είχε ανέβει στη σκηνή –μόνος του, με μια κιθάρα– και είχε παίξει ένα τραγούδι του Jeff Buckley καθηλωτικά. Στην αρχή νόμισα ότι το Jef ήταν ένα ψευδώνυμο που είχε υιοθετήσει λόγω του ήρωά του, αλλά ήταν απλώς σύμπτωση. Το πραγματικό του όνομα είναι Jef Maarawi και από μικρό παιδάκι ήθελε να ασχοληθεί με τη μουσική. Είναι πάντα μεταξύ δύο πραγμάτων, μεταξύ της μουσικής και της υποκριτικής (πήγε σε δραματική σχολή και δουλεύει ως ηθοποιός, αλλά η μεγάλη του αγάπη είναι το τραγούδι), μεταξύ Βραζιλίας και τη Συρίας (η μαμά του είναι Βραζιλιάνα και ο μπαμπάς του Σύριος), μεταξύ Βραζιλίας και Ελλάδας (γεννήθηκε εδώ, μετακόμισαν οικογενειακώς στη Βραζιλία λίγο πριν από την εφηβεία του, μετά ξαναγύρισαν στην Αθήνα και τώρα οι γονείς του εγκαταστάθηκαν ξανά στο Σάο Πάολο, αυτήν τη φορά για πάντα). Την ώρα που στην Ελλάδα ξεσπούσε η μεγάλη κρίση, ο Jef πήγε να τους βρει στη Βραζιλία, δοκίμασε να ζήσει εκεί, αλλά του ήταν αδύνατο να εγκλιματιστεί σε αυτό το χάος, έτσι ξαναγύρισε στην Αθήνα. Η Αθήνα είναι η πατρίδα του και τη λατρεύει, με όλα τα στραβά της και τις δυσκολίες της. «Μου αρέσει πάρα πολύ η Αθήνα. Είναι δύσκολη, αλλά και πολύ όμορφη και μπορείς να τη “δαμάσεις”, ακόμα και όταν είναι η φάση όπως τώρα, σκατένια». Θυμάται τις αλλαγές της πλατείας στα Πετράλωνα που τα έχει ζήσει από έξι χρονών και όλες τις μετακινήσεις που έχουν κάνει οικογενειακώς, μεταπηδώντας από τη μία γλώσσα στην άλλη (τα αγγλικά ήταν πάντα ο συνδετικός κρίκος, γι’ αυτό τα μιλάει τόσο καλά).
«Ήμουν πάντα ξένος, και στη Βραζιλία και εδώ», λέει, «και ανάμεσα στις δύο κουλτούρες. Δεν είχα και ποτέ ρίζες, ένα χωριό όπως είχαν όλοι οι συμμαθητές μου. Εδώ δεν είχαμε ποτέ κύκλο, οι γονείς μου ήταν ξένοι, από διαφορετικές γωνιές του κόσμου και είχαν μόνο ο ένας τον άλλο. Ήμουν ένα παιδί που μέχρι να μεγαλώσει δεν ήξερε πού ανήκε. Θυμάμαι ότι όταν πηγαίναμε στη Βραζιλία δεν μου άρεσε καθόλου και όταν κατεβαίναμε στο αεροδρόμιο δεν ήθελα να βλέπω τίποτα βραζιλιάνικο, έκλεινα τα μάτια μου και υποκρινόμουν ότι ήμουν στην Ελλάδα. Όταν, αφού ζούσαμε για καιρό εκεί, επιστρέφαμε, έκανα ακριβώς το ίδιο στο αεροδρόμιο της Αθήνας!».
Η απόφασή του να μείνει μόνιμα πια στην Αθήνα και να την παλέψει μακριά από τους δικούς του συνέπεσε με την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου του με μπάντα, του πρώτου άλμπουμ των Egg Hell που κυκλοφόρησε στην αρχή της χρονιάς από την Inner Ear με τίτλο «Once part of a whole ship». Μιλάει για τη φάση του «μετακυκλοφοριακού depression» που περνούν οι μπάντες όταν έχουν δουλέψει κάτι πυρετωδώς και μετά… τελειώνει. «Ο δίσκος είχε υλικό που γραφόταν επί σειρά ετών», εξηγεί, «και ο τρόπος που γράφτηκε είναι κάτι που δεν θα ήθελα να επαναληφθεί. Σχηματίστηκε μαζί με την μπάντα. Γύρισα από τη Βραζιλία πολύ ξεκάρφωτα, συνάντησα τον Ekelon και έκατσε η φάση. Τώρα βρίσκομαι σε ένα κομβικό στάδιο και θέλω να κάνω ακριβώς το αντίθετο. Έχουμε αρχίσει να γράφουμε νέα τραγούδια όλοι μαζί και έχει πιο μεγάλο ενδιαφέρον».
Οι εμπειρίες του στο Σάο Πάολο τα χρόνια του σχολείου τον έχουν σημαδέψει και δημιουργικά – μπορείς να εντοπίσεις τον εξωτικό του εαυτό μέσα στα τραγούδια του. «Το σχολείο στη Βραζιλία ήταν ένα μεγάλο τσίρκο» λέει. «Βρισκόταν σε μια κακή περιοχή του Σάο Πάολο, το Σαν Μπερνάρντο, κοντά σε μια φαβέλα, και ήταν δύο τεράστια κτίρια με γιγαντιαία αυλή και άπειρο κόσμο στο διάλειμμα. Ήμασταν 42 παιδιά στην κάθε τάξη και ο καθένας καθόταν μόνος του, σε ατομικά θρανία, που ήταν φτιαγμένα για δεξιόχειρες και εγώ, ως αριστερόχειρας, έπρεπε να βρω τρόπο για να γράφω. Έπεφτε πάρα πολύ ξύλο, μάχες στον δρόμο και bullying. Κάναμε μόνο ένα διάλειμμα την ημέρα, 25 λεπτών, και σχηματιζόταν μια τεράστια ουρά για να φάμε – συνήθως ένα ψωμάκι με λουκάνικο ή ένα ρυζόγαλο, αλλά υπήρχε και μια καντίνα που είχε μόνο ανθυγιεινά πράγματα. Αγόραζες καραμέλες και ήταν σαν νόμισμα: με αυτές πλήρωνες τα πιο μεγάλα παιδιά για να έχεις την ησυχία σου, όπως κάνουν με τα τσιγάρα στη φυλακή. Τους έδινες καραμέλες και δεν σε πείραζαν. Μια φορά είπα σε κάποιον ότι δεν θα του έδινα και με έδειρε φρικτά». Ο Jef έχει άπειρες ιστορίες να διηγηθεί και μπορείς να τον ακούς να μιλάει για ώρες, αλλά την ημέρα της συνέντευξης ήταν βιαστικός. Στο σπίτι του επικρατούσε πανικός γιατί κάνει αλλαγές στο διαμέρισμα (οι γονείς του είναι εδώ και τον βοηθάνε να το ανακαινίσει) και το απόγευμα θα εμφανιζόταν, μαζί με το σχήμα του, στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών. Παράλληλα, εμφανίζεται στο Παλλάς –στον Τρωικό Πόλεμο– κι ετοιμάζει και το live στο six d.o.g.s την ερχόμενη Δευτέρα (14 του μήνα). Μας λέει ότι τον έχει πιάσει «η δύσπνοια της αλλαγής», γιατί θέλει να τα προλάβει όλα και να τα αλλάξει όλα.
#quote#
Ο Jef είναι 24 χρονών πια, είχε την τύχη να παίξει στο θέατρο από πολύ νωρίς. Έχει εμφανιστεί στον Δον Ζουάν στο Εθνικό στον ρόλο του μουσικού, έπαιξε στον Συρανό ντε Μπερζεράκ του Καραθάνου, στον Οιδίποδα και σε άλλες παραστάσεις που τις θεωρεί τεράστια εμπειρία, αλλά η μεγάλη του αγάπη είναι η μουσική. Μιλάει για τα live και τον λόγο που πιστεύει ότι αρέσει τόσο πολύ ο δίσκος τους («επειδή είναι ένας ατελής ποπ δίσκος») κι έχει επίγνωση ακριβώς του τι έχουν φτιάξει. «Χαίρομαι που πουλάμε πάντα κάποια αντίτυπα στις συναυλίες μας, γιατί σημαίνει ότι ο κόσμος σε έχει ακούσει και του αρέσεις».
Μιλάμε για το sushi που είναι σπεσιαλιτέ του –κι έχει μελετήσει την ιστορία του–, για το ιδανικό ρύζι που πρέπει να είναι λίγο σαν λαπάς και τα φαγητά που μαγειρεύει, κρέατα, ριζότι, και για την άλλη λόξα του, τα video-games. Πριν φύγουμε μας δίνει τη συνταγή για το μάκι που φτιάχνει με ένα ολόκληρο φύλλο από φύκι, με ομελέτα, απομίμηση καβουριού, σολομό και γλυκό κολοκύθι (το όνομά του δεν κατάφερα να το συγκρατήσω). «Είμαι αρχάριος», λέει, «αλλά την επόμενη εβδομάδα θα κάνω στο σπίτι μου ένα δείπνο με sushi και μουσική και τώρα κάνω πρόβες για να το τελειοποιήσω»…
Το άλμπουμ των Egg Hell «Once part of a whole ship» κυκλοφορεί από την Inner Ear.
Οι Egg Hell εμφανίζονται την Δευτέρα 14 Απριλίου στο six d.o.g.s μαζί με τους Sancho 003 και Pan Pan.
σχόλια