Η καταναλωτική ασυδοσία της Αθήνας

Η καταναλωτική ασυδοσία της Αθήνας Facebook Twitter
0

Δεν ξέρω ποιοι «οικονομικοί νόμοι της αγοράς» λειτούργησαν ώστε να μετατραπεί η Αθήνα, και μαζί της πολλά μέρη της Ελλάδας (κυρίως στον τομέα της παροχής υπηρεσιών), σε μία από τις ακριβότερες πόλεις της Ευρώπης.

Η «ζήτηση» είναι, βεβαίως, μια εύκολη εξήγηση. Και είναι αλήθεια (το υπέστην την περασμένη εβδομάδα) πως μπορείς να ξοδέψεις, Παρασκευή απόγευμα-βράδυ, ώρα πολλή στο τηλέφωνο για να κλείσεις τραπέζι για φαγητό το Σάββατο, είτε σε εστιατόριο πολυτελές είτε ακόμα και σε απλώς (αν υπάρχει πια...) ταβέρνα, και περίπου να σε κοροϊδεύουν που δεν ξέρεις ότι είναι γεμάτοι εδώ και καιρό!

Υπάρχει, όμως, και μια κραυγαλέα αναντιστοιχία μεταξύ ποιότητας και τιμής που σαφώς, σε κάθε σοβαρό εγχειρίδιο οικονομικής ανάλυσης, αναφέρεται πολύ καθαρά ως «ανωμαλία». Αυτή η ανωμαλία, όσο μεγάλη κι αν είναι η ζήτηση, δεν επιτρέπεται να υπάρχει. Πρέπει να «διαγράφεται», να καταπολεμάται. Πρέπει στο λιγούρη που συγχέει το εμπόριο μόνο με την είσπραξη να υπενθυμίζεται ότι τελικά «κάθε πράγμα στη ζωή έχει την τιμή του». Και η λέξη γράφεται με το πρώτο της γράμμα κεφαλαίο.

Ο φίλος, μουσικός, που επέστρεψε από ένα γουίκεντ στο Βερολίνο, και μου περιέγραψε μια πόλη που σφύζει από πολιτισμό, από καλούς τρόπους, από ενδιαφέρουσες γωνιές και ευγενικούς ανθρώπους, και που, όπου κι αν πας, πληρώνεις τα μισά απ' όσα πληρώνεις στην επιθετική και δήθεν Αθήνα των 10 βαρεμένων νεόπλουτων που θέλουν να είναι παντού και πάντα, και των 3 σεμνών και χαμηλόφωνων ανθρώπων που πασχίζουν, μέσα σ' όλη αυτή την αγριότητα, κάπου να χωρέσουν.

Έτσι, ο καφές κατάντησε απλησίαστος στις καφετέριες της πόλης. Ο λογαριασμός για ένα φαγητό «έτσι κι έτσι» σε πολυδιαφημισμένο εστιατόριο δεν πέφτει ποτέ κάτω από 50 ευρώ το άτομο. Και το ελληνικό κρασί έφτασε να είναι το ανέκδοτο των ανθρώπων που καταγίνονται στα σοβαρά με τον οίνο και έχουν στραφεί, εύκολα, σε άλλες αγορές μέσω ίντερνετ.

Η κυβέρνηση δείχνει να μην έχει καταλάβει πού μπορεί να οδηγήσει αυτό το πρόβλημα, όσον αφορά την οικονομία της χώρας. (Γιατί, όσον αφορά την ποιότητα των πολιτών της, εδώ και καιρό έχουν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου οι ψυχίατροι, μιλώντας για το «σύνδρομο του επιθετικού καταναλωτισμού»).

Οι καλοί τουρίστες την Αθήνα την αποφεύγουν σαν ο διάολος το λιβάνι. Δεν είναι από τις πρωτεύουσες στις οποίες ευχαρίστως ένας άνθρωπος που έχει έρθει για δουλειά θα ξέκλεβε μια μέρα παραπάνω για να βγει ένα βράδυ έξω, να πάρει μια τζούρα, έστω, από αυτό που λέμε «ζωή της πόλης».

Οι μαζικοί τουρίστες δεν... χαμπαριάζουν από τέτοια. Εντάσσονται σ' ένα πακέτο, αγοράζουν συγκεκριμένο προϊόν, ξέρουν τι παίρνουν, τους ικανοποιεί αυτό, τελείωσε. Αυτός ο τουρισμός, όμως, δεν αποφέρει παρά ελάχιστα στον τόπο μας. Θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει μόνο για στατιστικούς λόγους - να δείχνουμε ότι έχουμε εισροή! Επικεντρώνομαι στον τουρισμό, γιατί μόνο εάν καταφέρουμε να πονέσει ο ξένος που έρχεται εδώ, τότε ίσως ενδιαφερθεί η όποια κυβέρνηση να μην πονάει και ο διαμένων μονίμως στην Ελλάδα.

Από την απροκάλυπτη κρατική παρεμβατικότητα που είχαμε κάποτε, περάσαμε στην απόλυτη ασυδοσία της αγοράς, απόντος του κράτους. Οι φιλελεύθεροι λένε «αφήστε την αγορά να θέσει από μόνη της τους κανόνες» (το περίφημο self-regulation είναι αυτό), αλλά δεν τους ακούμε να αντιδρούν ιδιαίτερα όταν οι κανόνες που τίθενται από την αγορά φτάνουν στο σημείο και νόμους να παραβιάζουν, αλλά και την αίσθηση του δίκαιου ανταγωνισμού να καταστρατηγούν.

Μια ταβέρνα κυριλέ στην Κηφισιά, με πελατολόγιο όλη την «καλή κοινωνία των βορείων προαστίων», και με τιμές που δεν βρίσκεις σε αντίστοιχα εστιατόρια της Ευρώπης, βρέθηκε να έχει κρέατα χαλασμένα στα ψυγεία της, και τιμωρήθηκε με το αστείο πρόστιμο των περίπου 2.500 ευρώ.

Τόσα βγάζει σε μισή βραδιά ο ιδιοκτήτης, ο οποίος, βεβαίως, καθόλου δεν στενοχωρήθηκε με το πρόστιμο - πιθανώς να έδωσε και πουρμπουάρ ευχαριστήριο σε όσους το αποφάσισαν. Η ουσία είναι ότι η παρανομία όχι μόνο δεν «τιμωρήθηκε», αλλά σχεδόν επιβραβεύτηκε κιόλας. Το μαγαζί είναι ξανά γεμάτο, μεσημέρι-βράδυ, και οι τιμές του συνεχώς ανεβαίνουν. Μα το χειρότερο: ο κόσμος γουστάρει.

Διότι ο πολιτισμός του ΕΔΩ βρίσκει, φαίνεται, χειροπιαστή ανταπόκριση. Γίνεται αναγνωρίσιμος. Συνυπάρχει με άλλους πιο αναγνωρίσιμους από αυτόν. Του παρκάρουν το αυτοκίνητο (10 ευρώ το καλοκαίρι στο Μπαλτάζαρ, οι παρκαδόροι, που κάποτε ήταν «όσα θέλετε, κύριε»). Του λένε φωναχτά το όνομα. («Μία ακόμα φέτα, γρήγορα, για τον κ. Μιχαηλίδη!»). Του χαϊδεύουν τη ματαιοδοξία του.

Συνήθως, όλα αυτά τα μαγαζιά (και δεν μιλάω μόνο για εστιατόρια, αλλά ακόμα και για πολλά εμπορικά καταστήματα) συντηρούνται από μία κοινωνία που παίζει το ίδιο ακριβώς παιχνίδι, στο δικό της το χώρο. Και έτσι ανακυκλώνεται η λεγόμενη «απάτη της παραποιημένης αγοράς» - αυτής που κινείται με οδηγό το «δήθεν», αποκομμένη από κάθε κανόνα, γούστο, και ηθική.

Στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», μια ταμπέλα μόνο εάν έμπαινε, θα έλεγε την αλήθεια στους τουρίστες που καταπλέουν στην Ελλάδα μας: «Καλωσορίσατε στην πιο ακριβή και πιο καρτελοποιημένη χώρα στον κόσμο».

Στήλες
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Θοδωρής Αντωνόπουλος / Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Αν θεωρήσουμε την ομοφυλοφιλία επάγγελμα, αξιότιμε κ. συνήγορε, τότε σίγουρα αυτό θα πρέπει να ενταχθεί στα βαρέα ανθυγιεινά. Τουλάχιστον για όσο μπορούν να δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο κακοποιητικές απόψεις, αντιλήψεις και πρακτικές, σαν αυτές που είτε εκφέρετε είτε ενθαρρύνετε.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος / Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Αντί να διαφωνήσουμε για το ένα ή το άλλο θέμα, όπως και είναι θεμιτό και αναμενόμενο σε μια δημοκρατία διαλόγου, το μόνο που ξέρουμε να κάνουμε είναι να εξευτελιζόμαστε οι ίδιοι και να εξευτελίζουμε τους άλλους, ωσάν να ήταν οι χειρότεροι εχθροί μας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
O βούρκος των ημερών

Στήλες / O βούρκος των ημερών

Σήμερα: Μηνύματα στο αλεξίπτωτο • • • βουλευτική ηπιότητα • • • περιβαλλοντικη καταστροφή στο Ισραήλ • • • δύσκολες μέρες για τον Μακρόν • • • εμβολιαστική ευνοιοκρατία • • • ένας γενναιόδωρος πρώην οδηγός νταλίκας • • • η περιπέτεια της «μυστικής ομιλίας»
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Αρετή Γεωργιλή / Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Γιατί όλη αυτή η πολιτική χυδαιότητα που αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από το πραγματικό πρόβλημα και στρέφει τη συζήτηση σε μια στείρα κομματική αντιπαράθεση, στις πλάτες όλων αυτών των παιδιών, που το μόνο που ζητούν είναι δικαίωση και γαλήνη;
ΑΡΕΤΗ ΓΕΩΡΓΙΛΗ
Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Τι διαβάζουμε σήμερα: / Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Σήμερα: Τα Ζεν της Βαϊκάλης • • • νίκη μεγαλοψυχίας • • • η βία δεν πτοεί (ακόμη) τους Βιρμανούς • • • μια πρώτη δικαίωση • • • οι επίμονοι Ινδοί αγρότες • • • δημοκρατία και πίτσα • • • ένας τιτάνας
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ