Εικονογράφηση: Caspar David Friedrich, Μοναχός δίπλα στην θάλασσα (1808/1810)
ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ μοναχισμού. Πάνω στην κολόνα, κάτω από την κολόνα, στη σκήτη, στην καλύβα, στο μοναστήρι, στη λάβρα. Σκαστός από την κοινωνία των ανθρώπων, ο πελεκάνος ερημικός δεν πάσχει από μοναξιά· γίνεται αντικοινωνικός διότι βρήκε τρόπο να μιλάει με το Θεό. Μοιάζει μόνος, αλλά δεν είναι. Αντίθετα, όποιος δεν εγκαταλείπει την κοινωνία, αλλά -τύποις κοινωνικός- αποφασίζει να ζήσει σε απόσταση από τους άλλους, έχει να λύσει αμέτρητα προβλήματα. Πριν απ' όλα να καταλάβει σε βάθος τη συνύπαρξη. Το πλήθος που βρυχάται ολόγυρά του και τον νόμο της καρδιάς που του υποψιθυρίζει φυγάνθρωπα νοήματα.
Αποφεύγοντας την κοινότητα, ουσιαστικά απορρίπτει την κοινωνική πλευρά του εαυτού του. Μόνο που η λέξη «πλευρά» είναι δυσνόητη, αν δεν στερείται κιόλας νοήματος. Από τα έξω προς τα μέσα, η αφαίρεση αρχίζει να παίρνει μορφή παρωδίας. Ο κόσμος μένει σε σπίτια, μαθητεύει σε θρανία, κάνει οικογένεια, εργάζεται, υπηρετεί στο στρατό, ψηφίζει, ταξιδεύει, συνομιλεί, ερωτεύεται, νοσηλεύεται σε νοσοκομεία, πάει στους ψυχογιατρούς. Αυτός τι θα κάνει;
Ασφαλώς δεν μπορεί να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, όταν μάλιστα ο εγκλεισμός σε κάποιο ίδρυμα καιροφυλακτεί. Έχει όμως τη δυνατότητα να παίξει με τους άλλους όπως παίζουν κι εκείνοι μαζί του. Θα στεγάσει το κορμί του, θα το ντύνει, θα πίνει το νερό της πόλης του, θα ανασαίνει τον αέρα των άλλων· αλλά μέχρι εκεί. Μπορεί κάλλιστα να είναι δίψυχος. Αφού αδυνατεί να ζήσει αόρατος, άσαρκος, μονώτης υπεράνω αναγκών, θα χωρίσει το έξω από το μέσα και θα αναδειχθεί σε τσάμπιον της μεθοδευμένης μοναξιάς. Ποιος είπε ότι το εγώ δεν είναι κρύπτη, ανεντόπιστο κρησφύγετο;
Κάθε συνάντηση με άλλους, κάθε κρούση και κάθε άγγιγμα έχει διπλή όψη. Είμαι γι' αυτούς αυτό που δεν είμαι, βλέπουν αυτό που δεν θεωρώ εαυτό μου, νομίζουν ότι τους μοιάζω ενώ το μυστικό μου είναι η ανομοιότητα.
Άλλωστε το να ζει ορατός και συνάμα αόρατος έχει χάζι, καλλιεργεί μάλιστα την ειρωνεία η οποία αποδεικνύεται πιστή σύντροφος του αποκοντριασμένου. Κάθε συνάντηση με άλλους, κάθε κρούση και κάθε άγγιγμα έχει διπλή όψη. Είμαι γι' αυτούς αυτό που δεν είμαι, βλέπουν αυτό που δεν θεωρώ εαυτό μου, νομίζουν ότι τους μοιάζω ενώ το μυστικό μου είναι η ανομοιότητα. Άραγε διαθέτει τόσο σθένος ώστε να μην«κατρακυλάει» ασυναίσθητα σε τετριμμένους συγχρωτισμούς, έστω κι αν κατόπιν το μετανιώνει και ορκίζεται ότι δεν θα ξανασυμβεί; Η διελκυστίνδα υπάρχει· οι άλλοι έχουν δύναμη που τον ξεπερνά, αλλά κι αυτός μπορεί να αντιπροτάξει τα μυστικά του όπλα. Όταν σπουδάζει τα ξένα πρόσωπα, του μένει πάντα η βαθιά κατανόηση μιας μηδαμινότητας που επιχαίρει για την ύπαρξή της, καταλαμβάνει το χώρο, λεκιάζει το χρόνο και δεν έχει καμιά τύψη.
Που να φανταστούν αυτοί την πολυτέλεια του καθαρού χρόνου, το ρεύμα της συνείδησης που μπορείς να το αφουγκράζεσαι χωρίς να παρεμβαίνεις, όταν μένεις σκιά χωρίς σώμα και νόημα χωρίς λέξεις; Όσον αφορά τις λέξεις, τις φράσεις δηλαδή που τον κυκλώνουν και συχνά κροταλίζουν μέσα του σαν κουλοχέρης που βγάζει παρτίδα δωρίζοντας όλα τα κέρματα, συνιστούν μεγάλη σπαζοκεφαλιά. Τι λογής μοναξιά είναι αυτή που αλώνεται ατιμώρητα κάθε στιγμή από την πολυλαλία των άλλων; Αν η ομιλία δεν είναι κι αυτή κοινωνικότητα τότε τι είναι;
Και επ' αυτού μόνη απάντηση είναι η διπλή γλώσσα. Έτσι μιλούν αυτοί - έτσι σωπαίνω εγώ. Η απομόνωση έχει το δικό της μούρμουρο. Παλιοκαιρισμένα νάματα, αφές προγόνων που δεν τίμησε, πηγές νοήματος που αγνοεί καταφθάνουν ένδοθεν για να ξενυχτίσουν στο προσκέφαλό του. Ό,τι υφίσταται το χρόνο δικαιωματικά έχει δική του ιστορία. Αυτή η ιστορία μέσα στα φυλλοκάρδια του ανασχηματίζεται σε προσωπικό μυθιστόρημα· σχεδόν χωρίς να το θέλει, η ανέχειά του μεταποιείται σε πανάκριβο έχειν, ο ίδιος μεταμορφώνεται σε εμβληματική μορφή.
Η στέρηση με άλλα λόγια αποτάσσει τον εαυτό της και από σημειωτόν της απουσίας μεταλλάσσεται σε «έργο». Δεν είναι γραφιάς, μπογιατζής, καλουπατζής ή μουσικός για να εκθέσει τα πονήματά του. Κάθε φιλοδοξία του φαίνεται κολακεία της κοινωνικότητας. Νάτον όμως που, χωρίς να το επιδιώξει, κατάντησε«δημιουργός», από το τίποτα πέρασε ασυναίσθητα στο κάτι· οι τοίχοι, η σκεπή, η ταπεινή κλίνη του, η ίδια του η κούπα και τα χέρια του τον μετατόπισαν από το μυστικό του κέντρο προς κάτι άλλο που δεν διαφέρει και πολύ από τους άλλους.
Η αλήθεια είναι ότι στις απέραντες ώρες του, εν μέση νυκτί συχνά, κάποια παλιά κιτάπια λαθροκοίταζε, κάποιες μουσικές επέτρεψε να τον γοητεύσουν· μπορεί λοιπόν να αναρωτιέται χωρισμένος σε βαθύ και επιφανειακό εγώ: μήπως η ίδιαη καρδιά του τον «κατέδωσε»; Μήπως δεν ήταν ικανός για τόσο μεγάλες αποφάσεις; Μήπως η πορεία του κόσμου τον προσπέρασε και έμεινε πραγματικά μόνος, τόσο μόνος ώστε η μοναξιά τον κατάπιε και τον εξέμεσε ως άλλον αντί άλλου;
Εκεί που νόμιζε ότι στέκει κοντά στο μυστικό άξονα του κόσμου, εξαίφνης, με τις αιφνίδιες εκλάμψεις των παιδιών, νιώθει αναγκασμένος να παραδεχθεί ότι μια ζωή δεν φτάνει για παρόμοια τολμήματα. Θα πρέπει λοιπόν να μεταστραφεί, να πάρει βελούδινο διαζύγιο από τον εγκλεισμό του και να εκτεθεί στον κόσμο - όπως κάνουν όλοι; Οι μεγάλες αποτυχίες κατά κανόνα νοσηλεύονται στην κλινική του χιούμορ. Αγέλαστος, με πρόσωπο που δεν σπάζει, λαθροεπιστρέφει, ξεσαλώνοντας, στο χαώδη πληθυντικό. Προτιμότερο το άλλοις υπηρετών αναλίσκομαι.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 28.11.2007