Το κέντρο της πόλης είναι μεγάλη πατέντα. Όπως παλιά στα λεωφορεία διαλέγαμε την πρώτη θέση, πλάι στον οδηγό, για να κόβουμε κίνηση και να απέχουμε από τους οχληρούς πλησίον, τώρα τον πρωινό καφέ τον σκεφτόμαστε με οδηγό το χάρτη. Πάμε στην Πλάκα; Ρε γαμώτο, εκεί είναι νυχτερινός τόπος. Δεν κάνει για πρωί. Πάμε πλατεία; Ξέρω τις φάτσες μία μία, δεν μου λέει τίποτα. Καλύτερα στην ταράτσα του σπιτιού μου. Μουσείο; Εξάρχεια; Καλλιδρομίου; Όλο αυτό το ψάξε ψάξε συμβαδίζει με ένα αίσθημα ψυχοσωματικής απόλαυσης, σάμπως να δοκιμάζει κανείς ρούχα σε κάποιο κατάστημα, σάμπως να γεύεται ποτά, να φυλλομετρά καινούργια βιβλία, να ψάχνει τέλος πάντων μια καλή γωνιά του εαυτού του. Αν κρίνουμε από την πελατεία -σε λίγο θα δούμε και ορθίους- του Ζόναρς, βγαίνει κερδισμένο στα καφενειακά καλλιστεία. Τα έχει όλα. Βάθος πεδίου, μέσα κι έξω, κοντά στο ποτάμι (των αυτοκινήτων), περαντζάδα, αίσθηση ότι είσαι μέσα στην πόλη και λιγάκι έξω (άγνωστο πού), χλιαρό κύμα ξιπασιάς καθώς νιώθεις ότι κάποιος είσαι, περιέργεια (από κείνη που καταδίκαζε ο Αυγουστίνος στις Εξομολογήσεις του), κοσμικότητα τέλος πάντων, ελάσσων ματαιοδοξία κ.λπ. κ.λπ. Όποιος εκτίθεται σε δημόσιους χώρους θέλει να προσφερθεί.
σχόλια