ΑΠΟΠΛΕΟΝΤΑΣ,με τη βοήθεια του Θεού, στις 7 Μαΐου, από την ξακουστή Κωνσταντινούπολη, ξαναπήρα τη διαδρομή που έκανα ερχόμενος από την Πάτμο.
Ξεκινήσαμε μεσημέρι και ταξιδέψαμε όλη την νύχτα, με πολύ λίγο άνεμο [...] το ταξίδι μας διήρκεσε έξι ημέρες, την δε έκτη ημέρα ταξιδέψαμε με λίγο άνεμο κατά την διάρκεια της ημέρας παραπλέοντας στα δεξιά τα μεγάλα νησιά που ονομάζονται Ίμβρος, Σαμοθράκη και Θάσος και στα αριστερά τη Λήμνο που είναι πολύ μακρύ νησί και απέχει εξήντα μίλια από το όρος του Άθωνα.
Με τη δύση του ηλίου απείχαμε τριάντα μίλια περίπου από το Άγιον Όρος. Λίγος άνεμος μας έφερνε από δω κι από κει όλη την νύχτα και φοβόμαστε να αράξουμε στο Άγιον Όρος γιατί ήταν σκοτεινά και δεν μπορούσαμε να βρούμε σκάλα.
Το πρωί ανακαλύψαμε πως βρισκόμαστε τυχαία κάτω από τη μονή Βατοπαιδίου και αράξαμε. Ήταν 12 Μαΐου. ― Β. Μπάρσκι, «Τα ταξίδια του στο Άγιον Όρος»
―Bασίλι Μπάρσκι, Πρώτη επίσκεψη στο Άγιον Όρος Άθω, Σύντομη περιγραφή του όρους Άθω.
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΠΑΡΣΚΙ, ΕΝΑ ΔΙΑΡΚΕΣ ΟΠΟΙΠΟΡΙΚΟ
Γεννιέται στο Κίεβο, το 1701.
Στις 20 Ιουλίου του 1723, ο Μπάρσκι, μαζί με τον φίλο του Ιουστίν Λενίτσκι, ξεκινά για το Λβώφ της Πολωνίας. Εκεί, συναντιούνται με τον Ρώσσο ιερέα Στεφάν Προτάνσκι και αποφασίζουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους για τη Ρώμη.
Αναχωρούν από το Λβώφ την 23η Απριλίου του 1724 και, περνώντας βορειανατολικά από τα Καρπάθια, φτάνουν στην πόλη Κοσίτσι (το Κόσιτσε της σημερινής Σλοβακίας). Από εκεί, και μέσω Ερλάου και Πέστης, καταλήγουν την 1η Ιουνίου του 1724 στη Βιέννη.
Από τη Βιέννη οι ταξιδιώτες μας συνεχίζουν για τη Βενετία, όπου μένουν μόνο δυο ημέρες. Μέσω Πάδουας, Φερράρας, Μπολώνιας, Πέζαρο, Φάνο και Αγκώνος καταλήγουν στο Λορέττο, όπου είχαν να διαλέξουν δυο δρόμους: έναν σύντομο για τη Ρώμη κι έναν μακρύτερο για το Μπάρι. Αποφασίζουν να ακολουθήσουν τον δεύτερο, για να προσκυνήσουν τα λείψανα του Αγίου Νικολάου και φτάνουν στο Μπάρι την 26η Ιουλίου του 1724. Οξεία ελονοσία, όμως, αναγκάζει τον Μπάρσκι να παραμείνει στην Μπαρλέττα μέχρι να θεραπευτεί, χωρίζοντάς τον από τον συνοδοιπόρο και φίλο του. Μόνος πια, φθάνει στη Ρώμη στις 29 Αυγούστου του 1724 και παραμένει στην αιώνια πόλη ως την 18 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.
Έναν μήνα αργότερα, την 17η Οκτωβρίου του 1724, ο Μπάρσκι φτάνει στη Βενετία μ'ένα καϊκι που μετέφερε λαχανικά. Επιθυμεί να περάσει λίγο χρόνο στη Βενετία, ελπίζοντας να επιστρέψει στην πατρίδα του μέσω Δαλματίας, Βοσνίας, Σερβίας και Βουλγαρίας. Ωστόσο, είναι αδύνατον να βρει πλοίο να τον μεταφέρει στη Ζάρα, απ' όπου θα πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Ένας χρόνος περνάει και ο Μπάρσκι βρίσκεται ακόμα στη Βενετία, φιλοξενούμενος στην Ελληνική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Την άνοιξη του 1725 όμως, ενώ περπατούσε στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, συναντά τον αρχιμανδρίτη Ρουβείμ Γκούρσκι. Σε αυτή τη συνάντηση αποφασίζουν να ταξιδέψουν για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους.
Πρώτος τους σταθμός είναι η Κέρκυρα, όπου φτάνουν τον Απρίλιο του 1725. Από εκεί ταξιδεύουν για τη Χίο, όπου συναντούν τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρύσανθο Νοταρά. Ο Πατριάρχης Χρύσανθος αποτρέπει τους δυο προσκυνητές από την επιθυμία τους να επισκεφθούν τους Αγίους Τόπους και έτσι αποφασίζουν να επισκεφθούν τη Χερσόνησο του Άθω, το Άγιον Όρος. Η μοίρα όμως έχει διαφορετικά σχέδια: ο αρχιμανδρίτης Ρουβείμ αφήνει την τελευταία του πνοή στη Χίο, αφήνοντας τον Μπάρσκι να ταξιδεύει για άλλη μια φορά μόνος.
Αφήνοντας τη Χίο, ο Μπάρσκι θα φτάσει στη Θεσσαλονίκη στις 23 Σεπτεμβρίου του 1725 και την επόμενη ημέρα ξεκινά πεζή για το Άγιον Όρος. Θα φτάσει στο Περιβόλι της Παναγιάς την 5η του Οκτώβρη και θα παραμείνει εκεί μέχρι τον Ιανουάριο του 1726.
Θα επιστρέψει ξανά στη Θεσσαλονίκη την 1η Φεβρουαρίου του 1726, όπου παραμένει ως τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, όταν του παρουσιάζεται η ευκαιρία να επισκεφθεί επιτέλους τους Αγίους Τόπους. Τέλη Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους αποβιβάζεται στη Χαϊφα και λίγες μέρες αργότερα ξεκινά για την Ιερουσαλήμ, όπου θα φθάσει την 30η του Σεπτέμβρη. Στα Ιεροσόλυμα υποδέχεται το 1727, πραγματοποιώντας επισκέψεις στα περίχωρα της Αγίας Πόλης, στον ποταμό Ιορδάνη, στη Νεκρά Θάλασσα, στη Βηθλεέμ και στη Λαύρα του αγίου Σάββα.
Επιθυμώντας να πάει στο Σινά, ο Μπάρσκι θα αποπλεύσει στις 17 Απριλίου από τη Χαϊφα με κατεύθυνση τη Δαμιέττα. Μια θύελλα όμως, που ο περιηγητής μας θα ερμηνεύσει ως θέλημα Θεού, παρασέρνει το καράβι στην Κύπρο. Στη νήσο των Αγίων ο Μπάρσκι θα μείνει ως τον Ιούλιο του 1727 και θα περιοδεύσει τις πόλεις και τα μοναστήρια της. Από κει, θα βρεθεί στο Καϊρο, έχοντας ως απώτερο σκοπό να πραγματοποιήσει την επίσκεψη στο Σινά που τόσο επιθυμούσε. Στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου, για να μην χάνει τον καιρό του άσκοπα και για να μπορεί να συντηρείται, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κοσμάς τον κρατάει στη συνοδεία του και τον κάνει τραπεζάρη, ενώ παράλληλα μαθαίνει την ελληνική γλώσσα.
Θα μείνει στο Καϊρο ως το Πάσχα του 1728, οπότε και θα επισκεφθεί επιτέλους το θεοβάδιστο Όρος Σινά, για να επιστρέψει στο Καϊρο τον Ιούλιο του ίδιου έτους και να μπαρκάρει με προορισμό τη Σιδώνα. Περιπλέοντας τη Μεσόγειο μέσω Βηρυτού, φτάνει στην Τρίπολη και επισκέπτεται τα Μαρωνίτικα μοναστήρια στα υψώματα του Λιβάνου. Τον Σεπτέμβριο του 1728 ο Μπάρσκι βρίσκεται στην αρχαία Ηλιούπολη, το σημερινό Μπααλμπέκ, και κατευθύνεται προς τη Δαμασκό με απώτερο σκοπό να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη. Για δεύτερη φορά όμως η ελονοσία ανατρέπει τα σχέδιά του, αναγκάζοντας τον Μπάρσκι να αλλάξει ρότα καταλήγοντας στο Χαλέπι.
Το 1729 βρίσκει τον Μπάρσκι καθ'οδόν προς την Τρίπολη, στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, όπου αναρρώνει για να συνεχίσει το δρόμο του προς τα Ιεροσόλυμα, για δεύτερη φορά, περνώντας από τη Ναζαρέτ και τη Σαμάρεια. Στα Ιεροσόλυμα φτάνει τον Μάρτιο του 1729 και περνάει το Πάσχα. Αναχωρεί από την Άγια Πόλη στις 15 Μαϊου, με προορισμό την Πτολεμαϊδα, περνώντας απ'όλη τη Γαλιλαία μέχρι τις πηγές του Ιορδάνη. Ανέβαίνει στο Θαβώρ και στο Κάρμηλον, επισκέπτεται τα απομεινάρια της Κανά, βλέπει το μέρος της ευλογίας των πέντε άρτων και το όρος των Μακαρισμών.
Αν και φλεγόταν να επιστρέψει στην πατρίδα του, το Κίεβο, γνωρίζει στην Τρίπολη, στη σχολή που ίδρυσε ο Πατριάρχης Αντιοχείας Σίλβεστρος, τον ιερομόναχο Ιάκωβο από την Πάτμο. Ο Ιάκωβος πείθει τον Μπάρσκι να μείνει και να τελειοποιήσει τα ελληνικά του. Μένει κοντά στον Ιάκωβο από τον Αύγουστο του 1729 έως τον Ιούλιο του 1730. Το 1731 στέλνεται στην Πάτμο από τον Ιάκωβο και κατά την επιστροφή του περνά από τη Σάμο. Το 1732 τον βρίσκει ξανά στη Χίο και στα τέλη του έτους αυτού επιστρέφει στην Τρίπολη και από κει, το 1733 πια, ακολουθεί τον δάσκαλό του, ιερομόναχο Ιάκωβο στη Δαμασκό. Την 1η Ιανουαρίου του 1734 ο Πατριάρχης Σίλβεστρος θα κάρει τον Μπάρσκι μοναχό.
Στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1734, αφού αναγκάστηκε λόγω ασθένειας να μείνει στην Τρίπολη, ο Μπάρσκι επιστρέφει στην Κύπρο. Θα μείνει στο νησί από τον Οκτώβριο του 1734 μέχρι τον Απρίλιο του 1735 για να διδάξει λατινικά στο ορθόδοξο ελληνικό σχολείο της Λευκωσίας, κατόπιν παράκλησης του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Φιλοθέου.
Ο ρωσσοτουρκικός πόλεμος αναγκάζει τον Μπάρσκι να επισπεύσει την αναχώρηση του από την Κύπρο. Έτσι, τον Αύγουστο του 1736 αναχωρεί για την Πάτμο. Θα μείνει εκεί ως το 1743 και, την 26η του Σεπτέμβρη, με δάκρυα στα μάτια και εξοπλισμένος με σουλτανικό φιρμάνι, ο Μπάρσκι αναχωρεί για την Κωνσταντινούπολη. Από κει, συνοδευόμενους από τους προεστώτες γέροντες του Άθω, ο Μπάρσκι θα ξεκινήσει, στις 7 Μαϊου του 1744, για το δεύτερο ταξίδι του στο Άγιον Όρος.
Μετά το δεύτερο ταξίδι του στο Άγιον Όρος ο Μπάρσκι δεν ξαναγράφει για τις περιηγήσεις του. Από τα σχέδιά του προκύπτει ότι, ορμώμενος από τη Θεσσαλονίκη, επισκέφθηκε τα Τρίκαλα, την Άρτα και τα μοναστήρια των Μετεώρων για να καταλήξει στην Αθήνα. Το 1746 επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, πέφτει σε δυσμένεια και αποφασίζει να φύγει για την Μολδαβία.
Στο Βουκουρέστι βρήκε τον Μπάρσκι βαριά αρρώστια και, καθώς ήθελε να επιστρέψει ζωντανός στην πατρίδα του, αναχώρησε για να φτάσει στις 5 Σεπτεμβρίου του 1747 στο Κίεβο, μετά από 24 χρόνια απουσίας. Ο Βασίλειος Μπάρσκι έζησε μόλις τριάντα πέντε ημέρες στο πατρικό του. Απεβίωσε την 7η Οκτωβρίου του 1747, ημέρα Τετάρτη. Το σκήνωμά του αναπαύεται στο μοναστήρι Μπράτσκι του Κιέβου, κοντά στο ιερό του καθολικού.
Από το σάιτ Αθωνική ψηφιακή κιβωτός
Ο ΜΠΑΡΣΚΙ ΓΙΑ ΤΗ «ΡΩΣΣΙΚΗ» ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
Στο πρώτο του ταξίδι έγραψε:
«Το μοναστήρι δεν είναι μεγάλο, αλλά ήταν όμορφο σε κτίσιμο, όπως και τα υπόλοιπα, αλλά ώρα πλέον είναι κάπως ερειπωμένο, γιατί για πολλά χρόνια παρέμενε ακατοίκητο και δεν βρέθηκε κανένας μέχρι τώρα να το συντηρήσει». Η μονή «είναι πολύ φτωχή, πάμφτωχη, μόλις που μπορεί να συντηρήσει τους μοναχούς. Αν και η μονή εξουσιάζει πολλή γη και είχε δικά της χωριά, όπως το βεβαιώνουν τα παλιά έγγραφα, τώρα αυτά βρίσκονται σε άλλα χέρια, γιατί δεν υπάρχει εκεί κανένας που θα μπορούσε, με την γλώσσα ή με τα χέρια του να φροντίζει για όλα αυτά [εννοεί δυναμική διοίκηση]. Γιατί οι κτήτορες ή οι ηγούμενοι ήσαν όλοι ξένοι, Έλληνες ή Βούλγαροι· από την Ρωσσία δεν ήταν κανένας. Γιατί από την Ρωσσία ήταν λίγοι που έρχονται εκεί, ή, αν έρθουν για προσκύνημα, γρήγορα το βάζουν στα πόδια... Και, πίστεψέ με, γιατί σου λέγω αληθινά, πως η Ρωσσία μας, όχι μόνον εκεί, αλλά ούτε και σε κανένα άλλο μοναστήρι του Αγίου Όρους δεν μπορεί να περάσει πολύ καιρό, εκτός από εκείνους που θέλουν να μοιάσουν τον Ιώβ στην υπομονή... Στο μοναστήρι βρήκα τότε μόνο τέσσερις μοναχούς, που είναι κανονικοί, δύο Ρώσσους και δύο Βούλγαρους· ο ηγούμενος ήταν Βούλγαρος».
Στο δεύτερο ταξίδι του έγραψε:
«Το μοναστήρι αυτό από όλους, Έλληνες, Σέρβους και Βούλγαρος, ονομάζεται ρούσσικο, όχι επειδή κτίστηκε από Ρώσσους βασιλιάδες αλλά γιατί από την αρχή εγκαταβιούσαν εκεί Ρώσσοι ή, για να το πούμε αλλιώς, Ρώσσοι μοναχοί έζησαν εκεί για πολλά χρόνια και το είχαν υπό την εξουσία τους μέχρι το 1735. Κατόπιν λιγόστεψαν οι Ρώσσοι μοναχοί, όταν δεν τους επέτρεπαν να φεύγουν από την πατρίδα τους σε άλλες χώρες· τότε την εξουσία την πήραν οι Έλληνες, οι οποίοι το κατέχουν μέχρι σήμερα και εν επιτρέπουν σε Ρώσσους ή Σέρβους ή Βούλγαρους για να εγκατασταθούν εκεί, φοβούμενοι δικαιολογημένα μήπως το πάρουν υπό την εξουσία τους, ως αρχαία δική τους μονή. Ονομάζεται δε ακόμα Ρούσσικο, γιατί οι παλαιότεροι Ρώσσοι βασιλείς του έδωσαν ελέη και προσοχή μεγαλύτερη από τα άλλα (μοναστήρια), και τα χρυσόβουλλά τους τα είδα φυλαγμένα μέχρι σήμερα εκεί. Το έκτισε επ' ονόματι του αγίου μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος ο Σέρβος πρίγκιπας Λάζαρος που κατόπιν τιμήθηκε ως άγιος για την αρετή του και τον θεάρεστο βίο του, και το χάρισε για να κατοικήσουν εκεί μοναχοί που μιλούν ρωσσικά, σερβικά και βουλγαρικά. Αρχικά προτιμούσαν να εγκατασταθούν σε αυτό ως επί το πλείστον Ρώσσοι».
― Βασίλειος Μπάρσκι, Τα ταξίδια του στο Άγιον Όρος, έκδ. Αγιορειτική Εστία-Μουσείο Μπενάκη, Θεσσαλονίκη 2009
Ο ΜΠΑΡΣΚΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟΥ:
Στο εσωτερικό έχει μεγάλο κοινό χώρο, περισσότερο από τα άλλα μοναστήρια, και αρκετά ελεύθερο· στην αυλή υπάρχουν αρκετά κυπαρίσσια, ξινόδενδρα, λεμονιές κι άλλα δένδρα, όχι λίγα, που προσφέρουν την ομορφιά τους στους βλέποντες και τους καρπούς στους τρώγοντες. Επίσης υπάρχουν αρχονταρίκια, καλοκαιρινό και χειμερινό, για τους ξένους και διάφορους επισκέπτες, κτισμένα όμορφα, και επί τούτου ορισμένος αρχοντάρης, που υποδέχεται όλους τους έντιμους επισκέπτες και τους υπηρετεί στο φαγητό, το ποτό και το στρώσιμο του κρεββατιού και το σκούπισμα και σε κάθε ευκολία, όπως στα προαναφερθέντα μοναστήρια, της Λαύρας και των Ιβήρων. Από εδώ φαίνεται χαρούμενη η θάλασσα στην βορεινή πλευρά, στην δεξιά δε πλευρά της μονής, στο στραβό τείχος, υπάρχει προσφορείο, νοσοκομείο και βορδοναρείο· στον δε δυτικό τοίχο υπάρχει ωρείο, βαγεναρείο, δοχείο και αποθήκη. Στο προαύλιο υπάρχει εκκλησία, καμπαναριό, βιβλιοθήκη, σκευοφυλάκιο φιάλη, τράπεζα και μαγειρείο, όλα κτισμένα στέρεα με πέτρα και σκεπασμένα όμορφα με πέτρινες πλάκες, [εξασφαλισμένα] για πολλά χρόνια.
.
Τα στοιχεία και τα σχέδια προέρχονται από δύο συνεκδόσεις της Αγιορείτικης Εστίας και του Μουσείου Μπενάκη, που δυστυχώς, δεν έλαβαν την αναγνώριση που τους άξιζε όταν εκδόθηκαν το 2009. Το «Μπάρσκι: Τα ταξίδια του στο Άγιον Όρος 1725-1726, 1744-1745», με την φροντίδα του Ακαδημαϊκού Παύλου Μυλωνά, και το «Μπάρσκι: Τα σχέδια από τα ταξίδια του στο Άγιον Όρος 1725-1726». Αν και η διαθέσιμότητά τους είναι περιορισμένη, μπορείτε να τα βρείτε στα σάιτ του Μουσείου Μπενάκη και της Αγιορείτικης Εστίας.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ