Από την πρώτη νύχτα που άνοιξε το Shamone είχα την ίδια αίσθηση που θα επαναλαμβανόταν πολλές φορές τα επόμενα χρόνια, την αίσθηση της σύμπνοιας και της συνωμοσίας ανάμεσα στους επισκέπτες. Κάτι που με έκανε να μην περνάω καλά σε διάφορα clubs ήταν ότι δεν αισθανόμουν άνετα και οικεία με τους υπόλοιπους που διασκέδαζαν δίπλα μου.
Όταν συναντιόμουν με φίλους από τα παλιά, που μου έλεγαν ότι δεν βγαίνουν πια και ο λόγος ήταν ότι τίποτα δεν είναι όπως τότε, αντιλαμβανόμουν ότι δεν το έλεγαν με τη γεροντική νοσταλγία αυτών που, έχοντας αποκοπεί από τη σύγχρονη πραγματικότητα, θέλουν απλώς να κάνουν τους έξυπνους, ότι κι αυτοί ήταν μοντέρνοι κάποτε.
Όταν άνοιξε το Shamone είπα σε όλους ότι θα είναι όπως παλιά και αμέσως έδωσα το στίγμα του, φιλοξενώντας την Amanda Lepore σε ένα ιδιαίτερο στριπτίζ. Μου κόστισε αρκετά για ξεκίνημα, αλλά ήθελα η αυθεντική εξτραβαγκάνζα και το θέαμα να είναι μέρος της διασκέδασης. Ήθελα, έπειτα από κάθε event, οι φίλοι που συναντούσα μετά από καιρό να μου λένε «ήμουν κι εγώ εκεί». Με τα χρόνια αυτό έγινε γνωστό και πολλοί καλλιτέχνες έβλεπαν στο Shamone ένα κοινό στραμμένο προς αυτούς με απόλυτη λατρεία.
Χάζευα την ουρά που είχε δημιουργηθεί. Έβγαζα φωτογραφίες και δεν το πίστευα ότι όλος αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να χωρέσει. Θυμάμαι να με παίρνουν φίλοι στο τηλέφωνο μήπως μπορέσω να τους βάλω από την πίσω πόρτα. Τους αρκούσε να σταθούν κολλημένοι σε μια γωνιά.
Θυμάμαι όταν πήρα στο τηλέφωνο την Καίτη Γαρμπή και της πρότεινα να γιορτάσουμε τα γενέθλια του Shamone με ένα live της. Δεν μου έκανε εντύπωση το ότι δέχτηκε αλλά το ότι φάνηκε σαν να το περίμενε. Με εξέπληξε ο τρόπος που το αντιμετώπισε, σαν να ήξερε πολύ καλά πού πάει και τι θα κάνει. Ένα μικρό club, σε σχέση με τις πίστες που έχει συνηθίσει, χρειάζεται να το συστήσεις. Στην περίπτωση της Καίτης, όμως, ήταν φυσικό να γνωρίζει πολύ καλά αυτό το κοινό.
Είχα βγει από νωρίς έξω απ' το Shamone και χάζευα την ουρά που είχε δημιουργηθεί. Έβγαζα φωτογραφίες και δεν το πίστευα ότι όλος αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να χωρέσει. Θυμάμαι να με παίρνουν φίλοι στο τηλέφωνο μήπως μπορέσω να τους βάλω από την πίσω πόρτα. Τους αρκούσε να σταθούν κολλημένοι σε μια γωνιά, όχι τόσο για να ακούσουν τη Γαρμπή να τραγουδάει – αυτό, άλλωστε, θα μπορούσαν να το κάνουν οποτεδήποτε ήθελαν στα διάφορα μαγαζιά όπου τραγουδούσε. Δεν ήταν μια καλλιτέχνις που θα εμφανιζόταν μία φορά στην Αθήνα και μετά ποτέ ξανά. Ήθελαν να τη δουν και να την ακούσουν τη δεδομένη στιγμή, σε αυτό το μέρος, που ήταν γεμάτο από αυτούς που ξέρουν να συνωμοτούν.
Είχα μπει μέσα από το μπαρ και τους κοιτούσα όλους: το βλέμμα τους άστραφτε, κοιτάζονταν μεταξύ τους, φλέρταραν, χόρευαν, τραγουδούσαν και διασκέδαζαν με έναν τρόπο που μάλλον είχαν και οι ίδιοι ξεχάσει. Και η Γαρμπή να τους καταλαβαίνει και να τους παίζει στα δάχτυλα. Μου έκανε τόση εντύπωση αυτό, γιατί συνειδητοποιούσα πως το συγκεκριμένο γεγονός ήταν μια αφορμή που έδωσε το σύνθημα να είμαστε όλοι μαζί.
Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι υπήρχε πολύς κόσμος που καθόταν απ' έξω, στον προαύλιο χώρο, που απλώς του ήταν αρκετό να απολαμβάνει την ατμόσφαιρα αυτού του πάρτι, κι έτσι πήραμε την απόφαση, αν και ήταν Φεβρουάριος, να ανοίξουμε τον συρόμενο γυάλινο τοίχο και να ενωθούν οι έξω με τους μέσα.
Θα αισθάνομαι πάντα ευτυχισμένος όσο θα θυμάμαι κάτι τέτοιες βραδιές, τις βραδιές της συνεύρεσης. Όταν τα χνότα και ο ιδρώτας ανταλλάσσονταν χωρίς ενοχή. Όταν η ενοχή ερχόταν την επόμενη μέρα μόνο γιατί κάποιον είχες πικράνει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια