Από το Καλαμάκι μέχρι τη Βουλιαγμένη, η παραλιακή είναι ταυτισμένη με τη νυχτερινή ζωή και, πάνω απ' όλα, με τα μπουζούκια, φαινόμενο που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 και άρχισε να παίρνει διαστάσεις στα '80s. Αρχικά, βασίλευαν ο Τόλης Βοσκόπουλος και ο Στράτος Διονυσίου (φυσικά και η Βίκυ Μοσχολιού, ο Γιάννης Πάριος, η Λίτσα Διαμάντη κ.λπ.), στις σάλες δεν έπεφτε καρφίτσα, αλλά προς το τέλος της δεκαετίας, καθώς τα πακέτα Ντελόρ και άλλα «αναπτυξιακά» άρχισαν να γεμίζουν την αγορά με χρήμα, μπήκαμε στη νοοτροπία του glam.
Οι παλιοί χώροι –Νεράιδα, Φαντασία, Δειλινά, Αστέρια– ανανεώνονται με χαμηλούς φωτισμούς και αισθητική ντίσκο, το κοινό διευρύνεται και μαζί με τους παλιούς ή underground σφήνες από Μάκη Χριστοδουλόπουλο και σέρτικο μπαλαντέρ παντού τον Βασίλη Καρρά, αναδύονται νέες ντίβες, με κυρίαρχη την Άντζελα Δημητρίου, και επικοινωνιακοί διασκεδαστές, με κορυφαίο τον Λευτέρη Πανταζή. Το σπάσιμο πιάτων είναι παρελθόν, ενώ τα λουλούδια σχηματίζουν λοφίσκους στην πίστα που σαρώνονται σε κάθε set απ' τα γκαρσόνια, αφήνοντας αστρονομικά ποσά στην γκαρνταρόμπα, κάτι που οδήγησε τον Πανταζή να ζητήσει ποσοστά, όταν πια ήταν μεγάλη φίρμα. Διασκέδαση 7 νύχτες την εβδομάδα, λήξη τα ξημερώματα με πατσά ή ύποπτες διακλαδώσεις στα πέριξ της Συγγρού κ.λπ.
Στο Romeo οσμίζονταν τις μόδες πριν σκάσουν μύτη. Λίγα χρόνια πριν γίνει η έκρηξη του έθνικ με τα Buddha Bars, η Τυνήσια Moreira έκανε πρόγραμμα-σφήνα με αραβικά και λάτιν.
Τη δεκαετία του '90 η νυχτερινή βιομηχανία γίνεται «τούρμπο»: αρχίζουν τα πανάκριβα σόου, τμήματα της σκηνής ανεβοκατεβαίνουν, εμφανίζοντας-εξαφανίζοντας τραγουδιστές και πιάνα, η Κωνσταντίνα κάνει είσοδο πάνω σε άλογο, για να φτάσουμε, λίγα χρόνια μετά, σε θεάματα επιπέδου Μαντόνα που εισάγει η γνώριμη, αλλά τώρα αναβαπτισμένη σε νέα μεγάλη σταρ Άννα Βίσση, με ποπ-λαϊκό μπαράζ από hits που γράφει ο Νίκος Καρβέλας. Στα Αστέρια πότε εμφανίζεται ως άλλη εσταυρωμένη, πάνω σε τεράστιο Χ που σιγά σιγά προσγειώνεται στην πίστα, τραγουδώντας το «Αντίδοτο», πότε με space-look, περπατώντας κυριολεκτικά στον αέρα, 5-6 μέτρα πάνω απ' τη σκηνή, σε ακτίνες φωτός.
Είναι η εποχή και για δύο ξεχωριστές μορφές της νυχτερινής Αθήνας. Από τη μια, ο Νότης Σφακιανάκης, που τον λατρεύουν οι γυναίκες και πολλοί ροκάδες, είναι εκκεντρικός, μυστηριώδης, «σκοτεινός» showman και θυμόσοφος, δημιουργεί ένα cult από μόνος του. Από την άλλη, ο Γιώργος Μαζωνάκης, που λανσάρει μια υπόγεια ροκάδικη αυθάδεια, κάτι αόρατα τολμηρό, όντας ταυτόχρονα και βαρύς και ποπ. Οι νέοι τον λατρεύουν, επικυρώνοντας την αλλαγή ηθών και εθίμων όσον αφορά το τι θεωρείται μαγκιά.
Αλλά, εκτός από εισαγωγές νέων αστεριών, έχουμε και νέους χώρους που παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση του τοπίου. Το Romeo, απέναντι απ' την παραλία, γίνεται ο «ναός» των μυημένων, πρωτίστως των μπον-βιβέρ, των δημοσιογράφων, των πολιτικών, των παραγόντων ποδοσφαίρου, των σταρ κάθε είδους που διασκεδάζουν «μακριά από τη μάζα». Αν ήθελες να φας, χαρακτηριστική ήταν η γαλλική κουζίνα, που παραδέχονταν και οι Γάλλοι επισκέπτες. Εκεί, φίρμα ήταν ο πελάτης, όχι ο τραγουδιστής. Για κάποιους από τους τραγουδιστές (Τσαλίκης, Κοκκίνου κ.ά.) που πέρασαν από κει άνοιξε στη συνέχεια ο δρόμος και γι' άλλες πίστες. Στο Romeo οσμίζονταν τις μόδες πριν σκάσουν μύτη. Λίγα χρόνια πριν γίνει η έκρηξη του έθνικ με τα Buddha Bars, η Τυνήσια Moreira έκανε πρόγραμμα-σφήνα με αραβικά και λάτιν.
Δίπλα στο Romeo, δυνατό παιχνίδι έκανε και το Posidonio, το κέντρο που αρχικά ακούστηκε για τον σεισμό που προκαλούσε ο Αντύπας, αργότερα ο Πλούταρχος, ο Βέρτης κ.ά. Πρόσφατα ακούγεται και ο Κιάμος, που ως διασκεδαστής θα λέγαμε ότι κερδίζει το κοινό γιατί ξέρει να επικοινωνεί μαζί του, να ξεσηκώνει το κέφι, όπως ο Πανταζής. Στο μεταξύ, τα μπαρ και τα κλαμπ, με ανάμεικτο ξένο και ελληνικό ρεπερτορίου, ή τα κλαμπ με ελληνικό πρόγραμμα από DJς, όπως το περιβόητο Βαρελάδικο στον Πειραιά, επηρεάζουν τα καλοκαιρινά προγράμματα, τα οποία περιλαμβάνουν νέους τραγουδιστές από reality shows (Πετρέλης, Νίνο, Καραφώτης, Τάμτα, Μαρτάκης κ.λπ.), προσαρμόζοντας το ρεπερτόριό τους σε πιο σύγχρονα ακούσματα.
Σε αυτά τα μαγαζιά, κάποια από τα πρώτα τραπέζια-πίστα καταλαμβάνονταν από celebrities ή και πολιτικούς – ως επί το πλείστον τζαμπατζήδες, γιατί και καλά «χαρίζανε» με την παρουσία τους. Κάποιοι νεόπλουτοι 40κάτι φρόντιζαν να παραγγέλνουν 12άρια ουίσκι και να καπνίζουν πούρα, ανταγωνιζόμενοι τους διπλανούς τους. Κατά βάθος βαριούνταν, έτσι άφηναν το γλέντι στις γυναίκες της παρέας, οι οποίες ουσιαστικά έκαναν κέφι, χορεύοντας αργά, στη λεγόμενη «λαϊκή ώρα», όχι μόνο τσιφτετέλι αλλά και ζεϊμπεκιές. Τα δύο σουξέ που δεν έλειψαν ποτέ από κανένα πρόγραμμα ήταν το «Μία είναι η ουσία» και το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας». Πίσω στα μπαρ στεκόταν όρθια η νεολαία κι αν το πρώτο όνομα διέθετε fan club, τους έβλεπες και σε εξώστες ή στα σκαλιά, αν υπήρχαν, προσδίδοντας στην ατμόσφαιρα τη ζωντάνια που έλειπε από την πλατεία.
Φυσικά, η παραλιακή δεν ήταν απλώς ένα «πάμε μπουζούκια» αλλά ακριβώς «πάμε παραλιακή». Που σήμαινε ότι πολλοί έκαναν περατζάδα και το πρόγραμμα είχε ως εξής: ξεκινούσαν από καμιά κρέπα στη Γλυφάδα, περνούσαν ύστερα από κάποιο κλαμπ, για να καταλήξουν αργά, κατά τη μία, στο πρόγραμμα του πρώτου ονόματος και να επιστρέψουν ίσως πάλι σε κάποιο κλαμπ και πάει λέγοντας – βέβαια, μπορούσε να συμβεί και το αντίστροφο. Μια τυπική κατάληξη, ιδιαίτερα τα Παρασκευοσάββατα, ήταν στην παλιά καντίνα στον Φλοίσβο ή στα Λιμανάκια της Βάρκιζας.
Από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του millennium, λίγα χρόνια πριν ξεσπάσει η κρίση με τη Lehman Brothers, η νύχτα άρχισε να αλλάζει. Οι μέρες λειτουργίας σταδιακά μειώνονταν. Αρχικά από Πέμπτη έως Κυριακή, για να καταλήξουν στο Σαββατοκύριακο. Είναι η εποχή που τα δάνεια είχαν σταματήσει και οι έξοδοι περιορίζονταν σε ένα-δύο ποτά. Αντιστοίχως, η δισκογραφία έπαψε να αναδεικνύει νέους σταρ και οι προτάσεις ήταν λίγες, προκειμένου το κοινό να μπορεί να τις καταναλώσει. Αν το καλοσκεφτείς, τελευταίες αναλαμπές της showbiz ήταν η Πέγκυ Ζήνα στο mainstream και αργότερα η Πάολα στο κάπως βαρύ λαϊκό, με πολύ styling και έξυπνη σκηνική παρουσία.
Σε τελευταία ανάλυση, μπορούμε να δούμε την εξέλιξη της παραλιακής από προνόμιο των λίγων με πολύ χρήμα σε μια ανοιχτή πρόταση για τη νεολαία και τη σύγχρονη ποπ, που πλέον έχει αφομοιώσει αρκετά λαϊκά στοιχεία. Φέτος το καλοκαίρι βρίσκουμε στο Posidonio τον Πάνο Κιάμο μαζί με τον Νικηφόρο, στο Romeo τον Γιώργο Σαμπάνη μαζί με τη Μαλού και την Κρυσταλλία, σε πιο old school ύφος τον Γιώργο Γιαννιά και τον Χρήστο Χολίδη στο Frangelico, και στη Φαντασία τον Κωνσταντίνο Αργυρό μαζί με τους Ήβη Αδάμου, Alcatrash, Ίαν Στρατή και την Κόνι Μεταξά, κόρη του Λ. Πανταζή... Η νέα γενιά έχει πάρει τη σκυτάλη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια