Αμετάβλητα διατήρησε τα επιτόκια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ παράλληλα προέβλεψε επιβράδυνση της ανάπτυξης, τόσο για φέτος όσο και για την επόμενη χρονιά.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ διατήρησε «κλειστά» τα χαρτιά της και δεν έδωσε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το πότε η ΕΚΤ θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκιά της.
Να σημειωθεί πως οι προθεσμιακές αγορές τιμολογούσαν, πριν τη σημερινή συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μία μείωση των επιτοκίων κατά 1,5% εντός του 2024. Κάτι τέτοιο όμως δεν προβλέπεται να ισχύσει, καθώς το επιτόκιο για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης, καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων διατηρούνται στο 4,50%, 4,75% και 4,00% αντιστοίχως.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα: Σταδιακή η μείωση του πληθωρισμού
Ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί σταδιακά μέσα στο 2024, πριν προσεγγίσει τον στόχο του διοικητικού συμβουλίου του 2% το 2025, σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΕΚΤ. Συνολικά, το προσωπικό αναμένει ότι ο ονομαστικός πληθωρισμός θα είναι κατά μέσο όρο 5,4% το 2023, 2,7 % το 2024, 2,1% το 2025 και 1,9% το 2026.
Να σημειωθεί πως σε σύγκριση με τις προβλέψεις του Σεπτεμβρίου, αυτό ισοδυναμεί με αναθεώρηση προς τα κάτω για το 2023 (5,6%) και ειδικά για το 2024 (3,2%).
Σχετικά με την ανάπτυξη μέσα στο 2024, οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ προβλέπουν επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ στο 0,6% έναντι 0,7% που προέβλεπαν το Σεπτέμβριο. Συνεπώς, ο ρυθμός ανάπτυξης μέσα στο νέο έτος χαμηλώνει στο 0,8% από 1%, ενώ για το 2025 παραμένει αμετάβλητος στο 1,5%, ενώ για το 2026 προβλέπεται να αυξηθεί στο 1,5%.
Η Κριστίν Λαγκάρντ διαβεβαίωσε στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι αποφασισμένη να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει έγκαιρα στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
«Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή μας, θεωρούμε ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε επίπεδα που, διατηρούμενα για αρκετά μεγάλη διάρκεια, θα συμβάλουν ουσιαστικά σε αυτόν τον στόχο. Οι μελλοντικές μας αποφάσεις θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια πολιτικής μας θα καθορίζονται σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα είναι απαραίτητο» ανέφερε η ίδια.
Αξίζει να αναφερθεί πως η ζώνη του ευρώ μπορεί να επηρεαστεί αρκετά από τους κινδύνους στην παγκόσμια οικονομία ή από μια περαιτέρω επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου. Την ίδια ώρα, «πληγές» για τα νοικοκυριά αλλά και τις επιχειρήσεις αποτελούν ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλά και ο πόλεμος που έχει ξεσπάσει στη Λωρίδα της Γάζας.
Από την άλλη πλευρά η ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι υψηλότερη εάν η αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων αυξήσει τις δαπάνες περισσότερο από το αναμενόμενο, ή εάν η παγκόσμια οικονομία αναπτυχθεί περισσότερο από το αναμενόμενο.
Το χαρτοφυλάκιο ομολόγων του APP μειώνεται με σταθερό και προκαθορισμένο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει πλέον τις πληρωμές κεφαλαίου από τίτλους που λήγουν. Το διοικητικό συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τα ποσά που προκύπτουν από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του PEPP κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, σκοπεύει να μειώσει το χαρτοφυλάκιο PEPP κατά 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο. Το διοικητικό συμβούλιο σκοπεύει να διακόψει τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του PEPP στα τέλη του 2024. Παράλληλα, θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στην επανεπένδυση των εξαγορών που θα προκύψουν στο χαρτοφυλάκιο PEPP, με σκοπό την αντιμετώπιση των κινδύνων για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.
Επ' αυτού, η Κριστίν Λαγκάρντ τόνισε ότι οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ έχουν επιδείξει την ανθεκτικότητά τους. Έχουν υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και έχουν γίνει σημαντικά πιο κερδοφόρες τον περασμένο χρόνο. Ωστόσο, οι προοπτικές χρηματοπιστωτικής σταθερότητας παραμένουν εύθραυστες στο τρέχον περιβάλλον των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης, της αδύναμης ανάπτυξης και των γεωπολιτικών εντάσεων. Ειδικότερα, η κατάσταση θα μπορούσε να επιδεινωθεί εάν το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών αυξανόταν περισσότερο από το αναμενόμενο και εάν περισσότεροι δανειολήπτες δυσκολευόντουσαν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ