Η επενδυτική βαθμίδα είναι το επίπεδο της πιστοληπτικής αξιολόγησης μιας χώρας πάνω από το οποίο υπάρχει σχετικά χαμηλός κίνδυνος χρεοκοπίας για την κρατική της οντότητα.
Οι διαβαθμίσεις λοιπόν της επενδυτικής βαθμίδας πάνω από το επίπεδο αυτό καθιστούν τη χώρα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, ενώ κάτω από αυτό αντανακλούν χαμηλή πιστοληπτική επιφάνεια.
Κάθε βαθμίδα πιστοληπτικής ικανότητας ουσιαστικά σηματοδοτεί σε ένα δανειστή ή επενδυτή την πιθανότητα να μπορέσει η χώρα που εκδίδει ένα ομόλογο να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις χωρίς τον κίνδυνο στάσης πληρωμών.
Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης χρησιμοποιούνται επίσης για τον προσδιορισμό των επασφαλίστρων κινδύνου, των γνωστών πλέον σε όλους spreads, και κατά συνέπεια των επιτοκίων των τίτλων που εκδίδονται, καθώς ακόμη και του ύψους των εγγυήσεων που μπορεί ζητηθούν για τη χορήγηση ενός δανείου.
Ποιος καθορίζει την επενδυτική βαθμίδα
Η πιστοληπτική αξιολόγηση του αξιόχρεου μιας οικονομίας πραγματοποιείται από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, όπως η Moody's, η Standard and Poor's και η Fitch, σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Οι διαβαθμίσεις πιστοληπτικής ικανότητας κωδικοποιούνται με γράμματα της αλφαβήτου (π.χ. το Αaa αντιστοιχεί στην καλύτερη διαβάθμιση στο σύστημα κατάταξης του οίκου Moody's) και κάθε μία από αυτές συνήθως συνδέεται υπολογιστικά με ένα εύρος πιθανοτήτων αθέτησης πληρωμών.
Ποιοι παράγοντες αξιολογούνται;
Όπως αναφέρει ο Chief Economist της Alpha Bank Παναγιώτης Καπόπουλος, οι παράγοντες που εξετάζουν οι οίκοι αξιολόγησης προκειμένου να κατατάξουν το αξιόχρεο μιας οικονομίας σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα περιλαμβάνουν:
- πολιτική σταθερότητα
- μακροοικονομική κατάσταση (ανεργία, πληθωρισμός, μεταβλητότητα εξαγωγών ή εξάρτησή τους από ένα προϊόν κ.λπ.)
- αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας,
- αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, τις επιδόσεις των δημόσιων οικονομικών (φορολογικά έσοδα και κρατικές δαπάνες)
- βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους,
- εξωτερικό ισοζύγιο
- ποιότητα των θεσμών (π.χ. υγεία, εκπαίδευση, δικαστικό σύστημα).
«Στην περίπτωση της Ελλάδας, η μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ ως συνδυαστικό αποτέλεσμα της ισχυρής οικονομικής μεγέθυνσης, του υψηλού πληθωρισμού και της ταχείας επανόδου σε πλεονασματική διαχείριση καθώς και οι υψηλές προσδοκίες των αγορών για την εισροή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, επιταχύνουν, μεταξύ άλλων παραγόντων, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023» τονίζει ο Επικεφαλής Οικονομολόγος της Alpha Bank.
«Επιπροσθέτως, τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών του Μαΐου εμπέδωσαν ένα σκηνικό πολιτικής ευστάθειας όπως αντανακλάται στην άνοδο του γενικού δείκτη στο ελληνικό χρηματιστήριο, αλλά και στην απόδοση του δεκαετούς ομολόγου που είναι πλέον χαμηλότερη από εκείνου της Ιταλίας», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Πόσο σημαντική είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα
«Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα αποτελέσει ορόσημο για την ελληνική οικονομία, όχι μόνο διότι επανατοποθετεί τη χώρα ως επενδυτικό προορισμό κεφαλαίων μακροπρόθεσμης απόδοσης αλλά και επειδή διαμορφώνει ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας για το ελληνικό Δημόσιο, τις τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και κυρίως τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις» επισημαίνει ο κ. Καπόπουλος.
«Το γεγονός αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, καθώς διανύουμε διεθνώς μία φάση ανόδου των επιτοκίων ως αποτέλεσμα των παρεμβάσεων των κεντρικών τραπεζών για να συγκρατήσουν τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις που προέκυψαν αφενός από τη δημοσιονομική επέκταση και στις δύο όχθες του Ατλαντικού και αφετέρου από την άνοδο των τιμών ενέργειας», συμπληρώνει.
«Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής επιφάνειας του ελληνικού Δημοσίου θα μειώσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ο φθηνότερος δανεισμός για τις τράπεζες θα μετακυληθεί και στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, μειώνοντας και για αυτά το κόστος δανεισμού, αμβλύνοντας σημαντικά την επίδραση της συσταλτικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ» καταλήγει.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ