Άνοιξε για το κοινό η 60ή Μπιενάλε της Βενετίας που έχει γενικό τίτλο Stranieri Ovunque - Foreigners Everywhere και παρουσιάζεται στα Giardini και το Arsenale, από τις 20 Απριλίου - 24 Νοεμβρίου 2024, σε επιμέλεια του Adriano Pedrosa.
Ένα δυνατό θέμα που αγγίζει την εποχή μας και δυνατές συμμετοχές και έργα σηματοδοτούν τη φετινή έκθεση που είναι εξόχως πολιτική και αγγίζει τα θέματα της μετανάστευσης, της κλιματικής αλλαγής, της πατριαρχίας, της τάξης και της φυλής, της αποικιοκρατίας και της ταυτότητας.
Σε δυο γυναίκες – που παίρνουν πρώτη φορά μέρος στη Μπιενάλε- απονέμονται δυο Χρυσά Λιοντάρια για τη συνολική προσφορά τους στην τέχνη. Πρόκειται για την Ιταλικής καταγωγής Βραζιλιάνα Anna Maria Maiolino που αφιέρωσε το βραβείο της στη βραζιλιάνικη τέχνη και την Τουρκάλα Nil Yalter που αφιέρωσε το βραβείο της στην ειρήνη.
Anna Maria Maiolino: Αναζητώντας τις ρίζες σε οδυνηρές μεταφορές
Η Maiolino παρουσιάζει στο Αρσενάλε ένα νέο έργο μεγάλης κλίμακας την εγκατάσταση Indo e Vindo (2024), μέρος της σειράς Terra Modelada (1993–2024). Η αναζήτηση για τις ρίζες πάνω από εξήντα χρόνια έχει απασχολήσει το έργο της και η οδυνηρή μεταφορά της εκφράζεται με μια πληθώρα μέσων, από τη ζωγραφική και το σχέδιο, μέχρι την εκτύπωση σε ξυλότυπο, τη φωτογραφία και το βίντεο, την περφόρμανς και τη γλυπτική σε πηλό. Η συγκεκριμένη, στην ενότητα Nucleo Contemporaneo της Μπιενάλε εστιάζει στην έννοια της «μοντελοποιημένης γης», συνδέει την κατασκευή της μορφής με τη χειρωνακτική εργασία και αναδεικνύει τον φυσικό κύκλο του πηλού – που αφυδατώνεται, απολιθώνεται και επιστρέφει σε σκόνη, ενώ συνοδεύεται από έργα βίντεο και ηχητικά τοπία.
Η Anna Maria Maiolino γεννήθηκε στη Scalea της Ιταλίας στις 20 Μαΐου 1942 και λίγα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μετανάστευσε με την οικογένειά της στο Καράκας της Βενεζουέλας το 1954. Εκεί σπούδασε στο Escuela de Artes Visuales Cristóbal Rojas, μεταξύ 1958 και 1960. Το 1960, μετακόμισε στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, όπου παρακολούθησε δωρεάν μαθήματα ζωγραφικής, γλυπτικής και ξυλογραφίας στο Escola Nacional de Belas Artes. Αφοσιώθηκε σε αυτή την τεχνική που της επέτρεψε να συνδεθεί με τις δημοφιλείς ξυλογραφίες στη
βορειοανατολική Βραζιλία. Έγινε μέρος του γνωστού κινήματος τέχνης της Βραζιλίας που ονομάζεται Nova Figuração (Νέα Φιγούρα), μια αντίδραση στην αφαίρεση της δεκαετίας του 1960, εμποτισμένη με ποπ κλίσεις που αντανακλούσαν επίσης τη σκληρή πολιτική κλίμα στη χώρα κατά τα πρώτα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας (1964-1985). Το 1967, συμμετείχε στην ιστορική έκθεση Nova Objetividade Brasileira στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Οι πίνακές της από τη δεκαετία του 1960 είναι αρκετά ριζοσπαστικοί, καθώς συνδυάζουν ποπ εικόνες με το τυπικό ρεπερτόριο Nova Figuração, εστιάζοντας σε πολιτικούς χαρακτήρες και αφηγήσεις, καθώς και σε προσωπικές, σωματικές και οικείες αναφορές. Μεταξύ των δεκαετιών 1970 και 1980, η Maiolino άρχισε να αφοσιώνεται στην τέχνη της περφόρμανς και το 1981 ανέβασε τις εκπληκτικές Entrevidas της. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Maiolino άρχισε να εργάζεται με τον πηλό, σηματοδοτώντας μια νέα εστίαση στην έκφραση χειρονομίας, στο χειροποίητο και στη σχέση με τα στοιχειώδη υλικά στα γλυπτά και τα ανάγλυφα της που διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Nil Yalter: Μια πρωτοπόρος φεμινίστρια για τους ρόλους των γυναικών
Η εγκατάσταση Topak Ev (1973) της Γιάλτερ που φτιάχτηκε σε σχέση με τις σκηνές της νομαδικής κοινότητας Bektik στην Κεντρική Ανατολία, παραδοσιακά κατασκευασμένες από μέλλουσες νύφες και εμβληματικές για τους ρόλους των φύλων σε τέτοιες κοινότητες είναι τοποθετημένο στην πρώτη αίθουσα του Central Pavilion στο Giardini.
Το Exile is a Hard Job (1977–2024), που ονομάστηκε έτσι απλό τα λόγια του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, περιλαμβάνει βίντεο και αφίσες που καταγράφουν τη ζωή και τις εμπειρίες μεταναστών και εξόριστων, με τον τίτλο του έργου ζωγραφισμένο από πάνω με έντονα κόκκινα γράμματα, με τον τρόπο ενός πολιτικού συνθήματος.
Βυθισμένη σε έναν κόσμο ακτιβιστών και φεμινιστριών σε όλη τη νεότητά της, η Nil Yalter γεννήθηκε στο Κάιρο το 1938 και μετακόμισε στο Παρίσι το 1965, όπου ζει ακόμα. Θεωρείται ευρέως ως πρωτοπόρος στο παγκόσμιο φεμινιστικό κίνημα τέχνης.
Η Γιάλτερ δεν έλαβε ποτέ επίσημη εκπαίδευση στις εικαστικές τέχνες και ως αυτοδίδακτη καλλιτέχνιδα, εργάζεται στη ζωγραφική, το σχέδιο, το βίντεο, τη γλυπτική και την εγκατάσταση. Η καλλιτεχνική της καριέρα ξεκίνησε το 1957 όταν πραγματοποίησε την πρώτη της έκθεση στο Γαλλικό Πολιτιστικό Ινστιτούτο στη Βομβάη της Ινδίας.
Το 1973, δημιούργησε την πρωτοποριακή εγκατάσταση Topak Ev, η οποία παρουσιάστηκε σε μια ατομική έκθεση στο Musée d'Art Moderne de la Ville de Paris. Αξιοσημείωτο έργο της είναι η Ακέφαλη γυναίκα, ένα βίντεο που ασχολείται με τη σεξουαλική απελευθέρωση των γυναικών και την ανατολίτικη αντικειμενοποίηση των γυναικών της Μέσης Ανατολής. Από τη δεκαετία του 1990 ασχολείται με τα ψηφιακά μέσα με εκθέσεις σε όλο τον κόσμο που εξερευνούν κοινωνικά θέματα, ιδιαίτερα σχετικά με τη μετανάστευση και τις γυναικείες εμπειρίες.
Χρυσός Λέοντας για το εθνικό περίπτερο της Αυστραλίας
Η διεθνής κριτική επιτροπή της διοργάνωσης της 60ης Μπιενάλε Βενετίας που αποτελείται από τους Julia Bryan-Wilson (πρόεδρος- Αμερικανίδα επιμελήτρια και καθηγήτρια στο Columbia University) AliaSwastika, συγγραφέα και επιμελήτρια από την Ινδονησία, Chika Okeke-Agulu, επιμελητή και κριτικό από τη Νιγηρία, Elena Crippa, επιμελήτρια από την Ιταλία και María Inés Rodríguez, επιμελήτρια από την Κολομβία απένειμε τα βραβεία της φετινής διοργάνωσης.
Ο Χρυσός Λέων για τον καλύτερο/η συμμετέχοντα στη Διεθνή Έκθεση «Stranieri Ovunque – Foreigners Everywhere» απονεμήθηκε στην κολεκτίβα Mataaho Collective.
Ο Αργυρός Λέων για έναν πολλά υποσχόμεν/η νέο/α συμμετέχοντα στη Διεθνή Έκθεση «Stranieri Ovunque – Foreigners Everywhere» απονεμήθηκε στην γεννημένη στη Νιγηρία το 1985 Βρετανίδα Karimah Ashadu.
Ειδική μνεία απονεμήθηκε στη γεννημένη το 1989 στην Αργεντινή La Chola Poblete, την πρώτη queer καλλιτέχνιδα που παίρνει βραβείο στη Βενετία.
Ο Χρυσός Λέων για την καλύτερη Εθνική Συμμετοχή απονεμήθηκε στο περίπτερο της Αυστραλίας.
«Kith and Kin» είναι ο τίτλος του έργου από τον Αβορίγινα καλλιτέχνη Archie Moore, στο Περίπτερο της Αυστραλίας στην 60η Διεθνή Έκθεση Τέχνης.
Το «kith and kin» είναι ένα μνημείο αφιερωμένο σε κάθε ζωντανό ον που έχει ζήσει ποτέ, είναι ένας χώρος-ησυχαστήριο αναστοχασμού για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Ο Μουρ μεταμόρφωσε το Περίπτερο της Αυστραλίας με έναν γενεαλογικό χάρτη που εκτείνεται σε 65.000+ χρόνια. Αντλώντας από την βρετανική και τη σκωτσέζικη κληρονομιά του, η εγκατάσταση ενσαρκώνει τη διαρκή εξερεύνηση της ιστορίας και της ταυτότητάς του, κεντρικά θέματα στην καλλιτεχνική του πρακτική που εκτείνεται σε πάνω από 30 χρόνια. Το έργο του φέρνει τη διεθνή συνείδηση αντιμέτωπη με τη ζωτικότητα των Πρώτων Εθνών, που υπέστη συστημικές αδικίες από τη βρετανική εισβολή στην Αυστραλία το 1770.
Σχεδιασμένος στο χέρι με λευκή κιμωλία, ο γενεαλογικός χάρτης ξεδιπλώνεται στους μαύρους τοίχους του Περιπτέρου σε μήκος 60 μέτρων, απεικονίζοντας τη γενεαλογία του καλλιτέχνη που εκτείνεται σε περισσότερες από 2.400 γενιές.
Προερχόμενος από την έρευνα του καλλιτέχνη με την οικογένεια, την κοινότητα και τους αρχειονόμους, αυτός ο περίπλοκος χάρτης σχέσεων αντικατοπτρίζει τις μοναδικές οικογενειακές δομές των Αυστραλών των Πρώτων Εθνών που περιλαμβάνει όλα τα έμβια όντα ενώ επιβεβαιώνει ότι είναι από τος πιο μακροχρόνιους και συνεχείς ζωντανούς πολιτισμούς στον κόσμο.
Ειδική μνεία απονεμήθηκε στο περίπτερο του Κοσόβου.
Η εγκατάσταση της καλλιτέχνιδας Doruntina Kastrati «The Echoing Silences of Metal and Skin» πραγματεύεται τη θηλυκοποιημένη εργασία και την ανισότητα στο χώρο εργασίας.
Διερευνώντας την αποβιομηχάνιση της οικονομίας και την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η Ντορουντίνα Καστράτι συναντά τις (άυλες) μορφές επισφαλούς απασχόλησης στις ελαφριές βιομηχανίες στον απόηχο του πολέμου του Κοσσυφοπεδίου το 1999.
Η έμφυλη εργασία σε βιομηχανίες όπως η παραγωγή τροφίμων έχει καταστήσει τις γυναίκες οικονομικά ευάλωτες και τις έχει ωθήσει στο πολιτικό περιθώριο. Το έργο της Καστράτι εμπλέκεται με τις εμπειρίες δώδεκα εργαζομένων σε ένα εργοστάσιο λουκουμιών στο Πρίζρεν, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Κοσσυφοπεδίου και την πατρίδα του καλλιτέχνη.