«Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ τέχνης είναι έτσι όπως είναι επειδή δεν μπορεί να έχει ο καθένας πρόσβαση σ’ αυτόν. Και δεν τον καταλαβαίνουν όλοι. Και αυτό είναι, κατά κάποιον τρόπο, που δημιουργεί το ενδιαφέρον και την ίντριγκα», λέει ένας γκαλερίστας στο Lower East Side στο Get the Picture, το νέο βιβλίο της Μπιάνκα Μπόσκερ για τη σύγχρονη καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης.
Η Μπόσκερ, συνεργάτιδα του περιοδικού Atlantic, η οποία στο παρελθόν είχε γράψει ένα απολαυστικό βιβλίο για τους σνομπ του κρασιού (Cork Dork), εδώ εισέρχεται σαν μυστικός αστυνομικός σε κομψές γκαλερί του Chelsea και σε VIP δωμάτια με πολλά ναρκωτικά στην Art Basel του Μαϊάμι. Στόχος της είναι να κατανοήσει γιατί η σύγχρονη τέχνη προσελκύει τόσο πολύ χρήμα, κύρος και (ενίοτε) ταλέντο.
Η ίδια πέρασε αρκετά χρόνια ως αρχάρια εργαζόμενη σε γκαλερί και στούντιο καλλιτεχνών, ώστε να μπορέσει να αποτυπώσει με γλαφυρό τρόπο τις νέες ταξικές ιεραρχίες στην αμερικανική κουλτούρα και τις λεπτές ενδείξεις που σηματοδοτούν την πολιτιστική καταξίωση.
Τα χρήματα από μόνα τους δεν είναι ποτέ αρκετά στο εικαστικό σύμπαν και στην αγορά της τέχνης στη Νέας Υόρκη – πρέπει να είναι το σωστό είδος χρημάτων, κατά προτίμηση αυτό που αποκαλούμε «παλιό χρήμα», ή τουλάχιστον αυτό που συνδέεται έστω και αόριστα με ένα πολιτιστικό πρεστίζ.
Από τα πρώτα πράγματα που συνειδητοποίησε με την έρευνά της είναι ότι τα χρήματα από μόνα τους δεν είναι ποτέ αρκετά στο εικαστικό σύμπαν και στην αγορά της τέχνης στη Νέας Υόρκη – πρέπει να είναι το σωστό είδος χρημάτων, κατά προτίμηση αυτό που αποκαλούμε «παλιό χρήμα», ή τουλάχιστον αυτό που συνδέεται έστω και αόριστα με ένα πολιτιστικό πρεστίζ. «Οι γκαλερίστες έκρυβαν τις τιμές και μετά αρνούνταν να σου πουλήσουν ένα έργο αν δεν είχες το σωστό background, ακόμη και αν μπορούσες να το πληρώσεις», σημειώνει σ’ ένα σημείο του βιβλίου, καταγράφοντας τις εμπειρίες της.
Σε μια αξιομνημόνευτη σκηνή του βιβλίου, μια πρώην βοηθός στη διάσημη γκαλερί Gagosian περιγράφει πώς ο εργοδότης της τής είχε δώσει τόσο αυστηρές οδηγίες για τον τρόπο που έπρεπε να απαντά στο τηλέφωνο, που την ανάγκαζε να ηχογραφεί τον εαυτό της κάνοντας πρόβα τον μονολεκτικό χαιρετισμό («Gagosian»), και στη συνέχεια να εξασκείται μέχρι να καταφέρει να πετύχει τον σωστό τονισμό: κοφτός με μια υποτονική χροιά κλίση προς τα κάτω, γιατί επ’ ουδενί δεν έπρεπε να ακούγεται χαρούμενη.
Σε μια άλλη χαρακτηριστική σκηνή, η εικαστικός Julie Curtiss πανικοβάλλεται όταν οι πίνακές της αρχίζουν να πωλούνται σε τιμές ρεκόρ στις δημοπρασίες, όχι μόνο επειδή δεν παίρνει μερίδιο από τις δευτερεύουσες πωλήσεις αλλά επειδή ξέρει ότι η απότομη δημοσιότητα μπορεί να σου καταστρέψει την καριέρα. Όταν η τέχνη συνδέεται με νεόπλουτους επενδυτές, οι κορυφαίες γκαλερί ανασηκώνουν τη μύτη και αποστρέφουν το βλέμμα, πουλώντας τη μόνο στα «σωστά άτομα», που συνήθως τείνουν είναι πλούσιοι λευκοί με φίλους και διασυνδέσεις σε ισχυρούς θεσμούς και επιφανή ιδρύματα.
Το βιβλίο θέτει επίσης βαθύτερα ερωτήματα σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους οι καλλιτεχνικοί θεσμοί φετιχοποιούν τον σύγχρονο πολιτικό ριζοσπαστισμό, ενώ συχνά αποκλείουν εκείνους που υφίστανται συστημικές διακρίσεις.
Οι σύγχρονες γκαλερί τέχνης είναι ευτυχείς να εκθέτουν μαύρους, queer ή (περιστασιακά) ακόμη και καλλιτέχνες της εργατικής τάξης – απλώς προτιμούν να μην πουλάνε τέχνη σε τέτοιες κατηγορίες ή να μοιράζονται τις αίθουσες συνεδριάσεων μαζί τους. Την περίοδο που γραφόταν το βιβλίο του Bosker υπήρχαν 176 μέλη στην Ένωση Εμπόρων Τέχνης της Αμερικής (Art Dealers Association of America), εκ των οποίων μόνο ένας ήταν Αφροαμερικανός.
Εν τω μεταξύ, οι μισθοί στον κόσμο της τέχνης είναι τόσο εξωφρενικά χαμηλοί, ειδικά στις χαμηλές θέσεις εργασίας, που μόνο πλουσιόπαιδα μπορούν να αντέξουν οικονομικά, μετατρέποντας έτσι τις γκαλερί σε λέσχες που διαιωνίζουν τα ίδια τους τα προνόμια. Η συγγραφέας εκθέτει τις συχνά καταπιεστικές και κακοποιητικές εργασιακές πρακτικές των ιδρυμάτων τέχνης και δείχνει πώς οι γκαλερίστες, οι καλλιτέχνες και οι επιμελητές υπερηφανεύονται καθώς συμπεριφέρονται στους υπαλλήλους τους σαν παράσιτα.
Η γλώσσα, η εξεζητημένη «θεωρητική» αργκό που χρησιμοποιείται σ’ αυτούς τους κύκλους, βοηθά επίσης στον παραμερισμό των παρείσακτων. «Οι σύγχρονοι θιασώτες της τέχνης μιλούν σαν να ήταν παγιδευμένοι μέσα σε λεξικά και πρέπει να μασήσουν τις σελίδες για να βγουν έξω», γράφει η Μπόσκερ. Όταν είπε σε έναν επιμελητή ότι ένα έργο performance art που μόλις είχε δει της φάνηκε «βαρετό», εκείνος διαφώνησε, λέγοντάς της ότι δεν ήταν βαρετό, αλλά «διαρκές».
Την πιο δυσμενή απεικόνιση, πάντως, το βιβλίο την επιφυλάσσει για τους συλλέκτες. Ένας από αυτούς, σε ένα τυπικά macho παιχνίδι εξουσίας, εμφανίζεται να εισβάλλει σε μια γκαλερί της Tribeca με όλη την οικογένειά του μαζί, μόνο και μόνο για να εξευτελίσει τον γκαλερίστα επειδή είχε κάνει like σε μια ανάρμοστη, κατά τη δική του άποψη, ανάρτηση στο Instagram. Ένας άλλος πάλι –στο Μαϊάμι, φυσικά– παραδέχεται ότι συλλέγει έργα τέχνης μόνο για να εντυπωσιάσει τις γυναίκες.
Με στοιχεία από The Washington Post