Ένας θησαυρός 150 σχεδίων, που ανακτήθηκε από ένα θησαυροφυλάκιο της ελβετικής τράπεζας το 2019 μετά από χρόνια νομικής διαμάχης και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό την περασμένη εβδομάδα μας επιτρέπει να «διαβάσουμε» την προσωπικότητα του Κάφκα πέρα από αυτή που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Η παράνοια και η εφιαλτικές εμπλοκές των ηρώων του, η παρουσία του υποσυνείδητου στα έργα του που έχουν γίνει αντικείμενο εκτενούς ανάλυσης και κριτικής μέχρι σήμερα και καθιέρωσαν τον όρο καφκικό, που συμπυκνώνει την ατμόσφαιρα των έργων του και έργων με παρόμοια χαρακτηριστικά έχουν παρασύρει γενιές αναγνωστών σε αυτό που ο συγγραφέας αποκάλεσε «την κάθοδο στην κρύα άβυσσο του εαυτού του», δεν έχουν καμία σχέση με τα αβαρή σχέδιά του που εκατοντάδες από αυτά ήρθαν στο φως, ενώ μέχρι σήμερα μόνο μερικά από αυτά ήταν γνωστά.
Αυτά τα σχέδια είναι απόδειξη αυτού που ο στενός του φίλος και (μη) εκτελεστής της διαθήκης του Μαξ Μπροντ, ο οποίος δεν κατέστρεψε τα έργα του όπως επιθυμούσε ο συγγραφέας, ονόμασε «διπλό ταλέντο του». Ακαταμάχητα και γεμάτα συναρπαστικές φιγούρες, κάνουν μια μετάβαση από το ρεαλιστικό στο φανταστικό, το γκροτέσκο, το παράξενο και το καρναβαλικό και φωτίζουν μια μέχρι πρότινος άγνωστη πλευρά του πεμπτουσίας του μοντερνιστή συγγραφέα.
Ο Κάφκα ζωγράφιζε πιο εντατικά στα πανεπιστημιακά του χρόνια, μεταξύ 1901 και 1907. Ενδιαφερόταν βαθιά για την τέχνη ενώ σπούδαζε νομικά στο πανεπιστήμιο της Πράγας ωστόσο, τα σχέδιά του καλύπτουν ολόκληρη την περίοδο της σταδιοδρομίας του. Δημοσιεύονται σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε από τον CH Beck στη Γερμανία στις 2 Νοεμβρίου και θα κυκλοφορήσει από το Yale University Press στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο την επόμενη άνοιξη και αποτελεί έναν ολοκληρωμένο κατάλογο 240 εικονογραφήσεων, που αναπαράγονται έγχρωμα. Τα δοκίμια που συνοδεύουν την έκδοση παρέχουν ουσιαστικό υπόβαθρο ερμηνεύουν αυτοτελώς τα σχέδια από μόνα τους, ενώ παράλληλα τα τοποθετούν στο πλαίσιο του μεγάλου έργου του Κάφκα.
«Ανακαλύψαμε ότι ο Κάφκα συνήθιζε να ασχολείται έντονα με την εικαστική τέχνη», είπε ο Andreas Kilcher, ο συντάκτης του βιβλίου και καθηγητής λογοτεχνίας στο ETH της Ζυρίχης.
Τα σχέδια δείχνουν ότι ο Κάφκα ήταν ένας άνθρωπος με σημαντική σχεδιαστική ικανότητα και καλλιτεχνικές φιλοδοξίες αλλά και ζωηρή φαντασία καθώς είναι πλημμυρισμένα με κλόουν και ανθρώπους με μακριά πόδια που κάνουν βόλτες ή φορούν μπόουλερ καπέλα ή κάνουν ιππασία.
«Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς αυτόν που δημιούργησε αυτά τα σχέδια ως έναν δυστυχισμένο άνθρωπο», έγραψε ο Γερμανός μυθιστοριογράφος Daniel Kehlmann σε ένα δοκίμιο για την εφημερίδα Die Zeit.
Ο Κάφκα εξασκούσε την τέχνη του στο σχέδιο με πραγματικό σθένος αλλά η οδηγία του προς τον Μπροντ ήταν να τα καταστρέψει μαζί με τα αδιάβαστα χειρόγραφά του. Στα σχέδια τα οποία ο Μπροντ μάζευε από καλάθια αχρήστων ή τα έκοβε από τα περιθώρια των νομικών εγχειριδίων ο Κάφκα έκανε ειδική μνεία για την καταστροφή τους.
Μετά τον θάνατο του Κάφκα το 1924, δημοσιοποιήθηκε μαζί με τα χειρόγραφα μια επιλογή από 40 σχέδια, τα οποία υπογράμμισαν την πιο ζοφερή πλευρά της γραφής του, ενώ τα υπόλοιπα θα έμεναν κρυμμένα από το κοινό για δεκαετίες.
Φεύγοντας από την Τσεχοσλοβακία μετά τη ναζιστική εισβολή το 1939, ο Μπροντ πήρε μαζί του τα γραπτά και τα σχέδια του Κάφκα στην παλαιστινιακή εξορία. Πριν πεθάνει το 1968, έδωσε τα χαρτιά στη γραμματέα του, Έστερ Χόφε, με οδηγίες να τα δώσει στο «Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, στη δημοτική βιβλιοθήκη στο Τελ Αβίβ ή σε άλλο οργανισμό στο Ισραήλ ή στο εξωτερικό».
Αυτή η οδηγία αγνοήθηκε και η οικογένεια Χόφε που κράτησε τα χαρτιά του Κάφκα κλειδωμένα σε τραπεζικές θυρίδες στο Ισραήλ και την Ελβετία έως ότου το ανώτατο δικαστήριο του Ισραήλ αποφάσισε το 2016 ότι τα χειρόγραφα ήταν ιδιοκτησία της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Ισραήλ. Το περιεχόμενο των εγγράφων είναι δημόσια προσβάσιμο μέσω του ιστότοπου της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Ισραήλ από τον Ιούνιο.
Τα 52 μεμονωμένα κομμάτια χαρτιού που ανακαλύφθηκαν το 2019, συμπεριλαμβανομένου ενός πλήρους βιβλίου σκίτσων και πολλών μεμονωμένων κομματιών, μοιράζονται ένα χαρακτηριστικό με τους πίνακες που περιγράφει ο Κάφκα σε πολλά από τα μυθιστορήματά του: ιστορίες που περιγράφονται λεπτομερώς αλλά οπτικοποιούνται δύσκολα και δε δίνουν μια σταθερή εικόνα. Ο ίδιος ο Κάφκα στα σχέδιά του αποκαλύπτεται για τον τρόπο με τον απέχει από τις ρεαλιστικές απεικονίσεις, μάλιστα είχε εναντιωθεί στα σχέδια του εκδότη του να εικονογραφήσει το διήγημά του «Ο θερμαστής» με μια ξυλογραφία του λιμανιού της Νέας Υόρκης παρακαλώντας τον εκδότη του να μην οπτικοποιήσει ποτέ το πιο διάσημο δημιούργημά του την «Μεταμόρφωση» ορίζοντας σε μια επιστολή του του 1915 ότι το έντομο δεν πρέπει να ζωγραφιστεί ποτέ. «Δεν πρέπει να φαίνεται καν από απόσταση» έγραψε.
Σύμφωνα με τον Kilcher ο Κάφκα έτρεφε σεβασμό στο σχέδιο και τη γραφή και τις αντιμετώπιζε ως δύο αυτόνομες μορφές τέχνης.
Η τελευταία του επιθυμία στην οποία έγραφε «Αγαπητέ Μαξ, η τελευταία μου επιθυμία: Ό, τι αφήνω πίσω μου πρέπει να καεί χωρίς να διαβαστεί», που δεν έγινε σεβαστή εξακολουθεί να είναι μια πηγή ενός λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού θησαυρού μέχρι τις μέρες μας.