Μια σπουδαία αρχαιολόγος, παιδαγωγός και προσωπικότητα μεγάλης εμβέλειας και καλλιέργειας, η Έβη Τουλούπα έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών.
Η Έβη ("Παρασκευή", το οποίο η μητέρα της ως δημοτικίστρια έγραφε με "β") Στασινοπούλου γεννήθηκε στις 8.7.1924 στην Αθήνα και φοίτησε στη Γερμανική Σχολή από το 1936 έως το 1942.
Αμέσως μετά την αποφοίτησή της εργάστηκε στο νηπιαγωγείο της σχολής και παράλληλα οργάνωνε και πρόσφερε συσίτιο, αφού παρότι είχε γραφτεί στο Πανεπιστήμιο οι Ανώτατες Σχολές ήταν κλειστές. Σπούδασε αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και το 1950, με το τέλος των σπουδών της εργάσθηκε ως καθηγήτρια στην ιδιωτική σχολή "Αθήναιον", αφού ο αρχαιολογικός κλάδος ήταν τότε κλειστός για τις γυναίκες.
Σε μια παλαιότερη συνέντευξή της στην Αρχαιολογία, στην Αγγελική Ροβάτσου, έλεγε ανάμεσα σε άλλα:
"Η αρχαιολογική Υπηρεσία δε δεχόταν γυναίκες εκείνη την εποχή. Αλλά είχα την τύχη, υπήρχε τότε μια ελεύθερη σχολή. Έτσι, τα βράδια, όπως οργανώνει τώρα ομιλίες η Αρχαιολογική Εταιρεία, είχαμε τότε το «Αθήναιον». Μιλούσανε αυτοί που δεν ήσαν πανεπιστημιακοί, ο Καρούζος, ο Χατζιδάκης, και πήγαινα εκεί. Με είδε η κυρία Καρούζου ότι ήμουνα τόσο τακτική εκεί και έδειχνα ενδιαφέρον και μια μέρα μου ’πε: «Ξέρεις, μας δώσανε κάτι λεφτά από το Σχέδιο Μάρσαλ για ν’ αρχίσουμε να βγάζουμε τα πράγματα από τις αποθήκες και να τα επανεκθέσουμε. Θέλεις να ’ρθεις κι εσύ ν’ ανοίγεις κιβώτια; Είναι μια ανθυγιεινή εργασία».
Μου το ’πε, γιατί μια άλλη έκτακτη αρχαιολόγος είχε φύγει! Ανοίγαν τα κιβώτια με τ’ αγγεία κι ήτανε μέσα τα χαρτιά και τα μπαμπάκια ματωμένα από τα ποντίκια, βρωμιές ήτανε, σκόνες ήτανε… Αλλά για μένα, που είχα ζήσει στην Κατοχή χωρίς μουσεία, και μόνο να πιάσω αρχαία αντικείμενα στο χέρι μου ήτανε μια ευτυχία. Με πήρανε ημερομίσθια γύρω στο ’54, κάπου εκεί ήτανε, και δούλεψα έξι χρόνια εκεί, στην αρχή με την Αγνή Σακελλαρίου, την βοηθούσα στα προϊστορικά, και μετά μου ανέθεσαν να τακτοποιήσω τα χάλκινα κι έτσι έμαθα πολλά πράγματα γι’ αυτή τη συλλογή, πρέπει να πω. Έζησα μ’ αυτούς τους ανθρώπους που ήταν πολύ εκλεκτοί, και ο Χρήστος Καρούζος και η γυναίκα του, η Σέμνη. Αυτά τώρα που σας λέω, τα έχω δημοσιεύσει στο Ενημερωτικό Δελτίο της Ένωσης Φίλων Ακροπόλεως [τχ. 24, 2013-2014. Επετειακό τεύχος για τα 25 χρόνια της ΕΦΑ αφιερωμένο στην ιδρύτριά της, Έβη Τουλούπα]. Ε, και μετά από αγώνες που κάναμε για να επιτραπεί και στις γυναίκες να δίνουν εξετάσεις, όχι με τον πρώτο διαγωνισμό, με τον δεύτερο ή τον τρίτο αποφάσισα να δώσω κι εγώ".
Από το 1953 έως το 1954 έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Ρώμη και το 1955 ξεκίνησε να εργάζεται ως επιστημονική βοηθός στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στον αποκιβωτισμό (επανέκθεση των αρχαιοτήτων) και ως επιμελήτρια της Συλλογής Χαλκών (1965-1973) έχοντας στο μεταξύ προσληφθεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Υπηρέτησε ως επιμελήτρια αρχαιοτήτων Ιονίων Νήσων στην Κέρκυρα και στη Βοιωτία, όπου ανέσκαψε το ανάκτορο του Κάδμου και οργάνωσε το Μουσείο στη Θήβα. Στην Εύβοια ανέσκαψε το Ηρώο στο Λευκαντί και αναδιοργάνωσε το Μουσείο της Σκύρου.
Στο μεταξύ, μετά από διαγωνισμό που προκήρυξε η Αρχαιολογική Υπηρεσία το 1960, τοποθετείται ως επιμελήτρια στην Εφορεία Επτανήσου με έδρα την Κέρκυρα. Στη συνέχεια (1963-1965) εκτελεί χρέη προϊσταμένης στους νομούς Βοιωτίας και Φθιώτιδας με έδρα τη Θήβα. Το 1973 τη βρίσκει προϊσταμένη στην Αρχαιολογική Εφορεία της Ηπείρου με έδρα τα Ιωάννινα. Με επιμελητή τον Ντίνο Τσάκο περιοδεύουν όλη την περιοχή διασώζοντας μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους. Στα Γιάννενα θα επανέλθει για άλλα δύο χρόνια (1980-1982).
Το 1962 παντρεύτηκε τον Δημήτριο Τουλούπα, δικηγόρο και πολιτευτή από την Ευρυτανία, ο οποίος εκτοπίστηκε και φυλακίστηκε στην περίοδο της Δικτατορίας και σκοτώθηκε σε τροχαίο το 1978.
Το 1975 μετατίθεται στην Γ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και εργάζεται για ένα εξάμηνο στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας. Θα αποσπασθεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού ως στενή συνεργάτις του Γενικού Επιθεωρητή Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως, Δημήτρη Λαζαρίδη. Στη συνέχεια (1976-1980), προϊσταμένη της νεοσύστατης Εφορείας Ευβοίας, συνεργάζεται με τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή για τη διάσωση των τάφων και του Ηρώου στη θέση Τούμπα (Λευκαντί). Στη Σκύρο αναλαμβάνει την επανέκθεση του νέου αρχαιολογικού μουσείου και μια προκαταρκτική έρευνα στον προϊστορικό οικισμό Παλαμάρι.
Το 1979 έμεινε στο Βερολίνο ως υπότροφος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και κάνοντας μεταπτυχιακές σπουδές εργαζόμενη πάνω στο θέμα που την απασχολούσε από παλιά, τα γλυπτά του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα (Ερέτρια) και που παρουσίασε το 1982 ως διατριβή στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, χρονιά που θα της ανατέθηκε η διεύθυνση της Α' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Έτσι συνεργάστηκε με τους μηχανικούς, που είχαν αναλάβει τα αναστηλωτικά έργα στην Ακρόπολη και έπεισε την Υπουργό Μελίνα Μερκούρη για την αποκατάσταση του κτηρίου Weiler στο οικόπεδο Μακρυγιάννη και τη χρησιμοποίησή του ως Κέντρου Μελετών της Ακρόπολης.
Συνταξιοδοτήθηκε στις 31.12.89 αλλά δεν έπαψε να μετέχει στα Συμβούλια της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως και του Οργανισμού Ανεγέρσεως Νέου Μουσείου Ακροπόλεως δίνοντας παράλληλα διαλέξεις. Το 2004 κυκλοφόρησε το βιβλίο "Από την Πνύκα στο Παγκράτι", μία επιλογή από τις επιφυλλίδες που δημοσίευσε στην εφημερίδα "Τα Νέα" από το 1990 έως το 2000.
Έχει δημοσιεύσει άρθρα της σε διεθνούς κύρους αρχαιολογικά περιοδικά στα ελληνικά, γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Μια επιλογή συγκεντρώθηκε σε δύο εκδόσεις: α) Από την Πνύκα στο Παγκράτι, Ένωση Φίλων Ακροπόλεως Αθήνα 2004, «για τα 80 χρόνια της Έβης Τουλούπα» και β) Περασμένα και όχι ξεχασμένα, Ωκεανίδα, Αθήνα 2008. Πρόσφατα (2014), από τις εκδόσεις Αρχείο, στη σειρά «Η αρχαιολογία της Αρχαιολογίας», κυκλοφόρησαν αναμνήσεις της με τίτλο: Η ζωή στην Κέρκυρα, 1961-1962.