Ένας από τους πιο ταλαντούχους πιανίστες όλων των εποχών, ο ιδιοφυής συνθέτης της τζαζ και της κλασικής μουσικής, ο Κιθ Τζάρετ μάλλον δεν θα παίξει ποτέ ξανά πιάνο, ζωντανά για το κοινό του.
Δύο χρόνια με την αναπάντεχη ακύρωση όλων των συναυλιών του, ο 75χρονος μουσικός αποκαλύπτει σήμερα το πρόβλημα υγείας που τον καταδίκασε σε παράλυση στην αριστερή του πλευρά. Ο Τζάρετ δεν έχει καταφέρει να επανέλθει πλήρως από τα δύο διαδοχικά εγκεφαλικά επεισόδια που υπέστη το 2018 και δεν δηλώνει αισιόδοξος για το μέλλον.
«Αυτή την στιγμή δεν νιώθω πιανίστας», εξομολογείται στους New York Times, προσθέτοντας πως τα προβλήματά του τον κυνηγούν «μέχρι και στα όνειρά του».
Την τελευταία φορά που ο Τζάρετ έπαιξε ζωντανά μπροστά σε ένα εκστασιασμένο κοινό, ήταν το 2017 στο Carnegie Hall και η υγεία του ήταν τότε δεδομένη. Ξεκίνησε την συναυλία με έναν φορτισμένο μονόλογο για την διακυβέρνηση Τραμπ και διέκοπτε συχνά τους αυτοσχεδιασμούς του για κάποιο πιπεράτο σχόλιο. Στο τέλος της βραδιάς, ευχαρίστησε με δάκρυα στα μάτια το κοινό για την συγκινητική παρουσία του. Τώρα, όλα αυτά είναι τόσο μακριά.
Ήταν προγραμματισμένο να επιστρέψει στο Carnegie τον επόμενο Μάρτιο για μερικά σόλο ρεσιτάλ - σαν αυτά που έχτισαν τον μύθο του. Όμως όλα τα κονσέρτα του ματαιώθηκαν απρόοπτα, με την δισκογραφική εταιρεία του ECM να περιορίζεται τότε σε μία γενικόλογη αναφορά «ζητημάτων υγείας».
Τα δύο χρόνια που ακολούθησαν δεν υπήρξε απολύτως καμία επίσημη ενημέρωση και μόλις αυτόν τον μήνα ο Τζάρετ έσπασε την εκούσια σιωπή του, μιλώντας στους NYT για το πρώτο εγκεφαλικό που υπέστη τον Φεβρουάριο του 2018 και εκείνο που ακολούθησε τον Μάιο. Ο ίδιος πιστεύει ότι πιθανότατα δεν θα παίξει ποτέ ξανά μπροστά σε κοινό.
«Είχα παραλύσει», θυμάται στην τηλεφωνική συνέντευξη που παραχώρησε. «Η αριστερή μου πλευρά είναι ακόμα μερικώς παραλυμένη. Μπορώ να περπατώ με μπαστούνι, αλλά μου πήρε καιρό για αυτό, έναν χρόνο ή και παραπάνω. Δεν βγαίνω καθόλου από το σπίτι, η αλήθεια είναι».
Παραδέχεται πως στην αρχή δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο σοβαρό ήταν το πρώτο εγκεφαλικό. «Σίγουρα με αιφνιδίασε». Καθώς άρχισαν να εκδηλώνονται όλο και περισσότερα συμπτώματα διακομίστηκε σε νοσοκομείο όπου σταδιακά ανάρρωσε μέχρι που έλαβε εξιτήριο.
Κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο, από τον Ιούλιο του 2018 έως τον περασμένο Μάιο, επισκεπτόταν σποραδικά το δωμάτιο με το πιάνο, παίζοντας μόνο με το δεξί χέρι. «Προσπαθούσα να προσποιηθώ πως ήμουν ο Μπαχ με ένα χέρι. Αλλά αυτό ήταν απλώς παιχνίδι». Όταν δοκίμασε να παίξει κάποιες γνωστές μελωδίες, ανακάλυψε ότι τις είχε ξεχάσει.
Η φωνή του είναι πιο απαλή και πιο λεπτή: «Δεν ξέρω ποιο υποτίθεται πως πρέπει να είναι το μέλλον μου. Δεν νιώθω πιανίστας τώρα. Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω. Όταν ακούω πιάνο για δύο χέρια, είναι πολύ στενάχωρο με έναν απτό τρόπο. Ακόμα κι αν ακούω Σούμπερτ ή κάτι απαλό, είναι αρκετό. Επειδή ξέρω ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω. Και δεν αναμένεται να αναρρώσω σε αυτό το επίπεδο. Το περισσότερο που περιμένουν από το αριστερό μου χέρι είναι να μπορώ να κρατήσω την κούπα μου. Οπότε δεν χρειάζεται να πυροβολήσετε τον πιανίστα. Έχω ήδη πυροβοληθεί», λέει και ξεσπά σε ένα απροσδιόριστο γέλιο.
Μεγαλώνοντας στο Αλεντάουν, ο οικογενειακός «θρύλος» λέει πως ο Τζάρετ ήταν μόλις τριών ετών, όταν μία θεία του τον παρότρυνε να μετατρέψει τα μουρμουρίσματά του σε μουσική - τον πρώτο του αυτοσχεδιασμό στο πιάνο. Ξεκίνησε την καριέρα του με τον Αμερικανό τζαζ ντράμερ Art Blakey, συνεχίζοντας στο πλευρό των κορυφαίων Charles Lloyd και Miles Davis. Από τις αρχές του 1970 δέχτηκε την αναγνώριση τόσο ως leader μουσικών συνόλων όσο και ως κορρυφαίος σόλο μουσικός στην τζαζ, την fusion τζαζ και την κλασική μουσική. Οι αυτοσχεδιασμοί του αντλούν έμπνευση ακόμα από την γκόσπελ και τα μπλουζ.
Το 2003 τιμήθηκε με το Polar Music Prize, ο πρώτος που έλαβε βραβεία σύγχρονης αλλά και κλασικής μουσικής. Το άλμπουμ του "The Köln Concert", του 1975, έγινε ο δίσκος πιάνου με τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία.
Ο μουσικός του κύκλος γίνεται όλο και πιο στενός καθώς οι φίλοι και οι συνάδελφοί του φεύγουν από τη ζωή. Ο Mr. Peacock αποβίωσε τον περασμένο μήνα στα 85 του. Ο Jon Christensen, ντράμερ στο κουαρτέτο του Τζάρετ την δεκατία του 1970 πέθανε νωρίτερα μέσα στη χρονιά. Ο σαξοφωνίστας Dewey Redman, ο μπασίστας Charlie Haden, ο ντράμερ Paul Motian, όλοι σημαντικές μορφές της μοντέρνας τζατ, δεν βρίσκονται πια στη ζωή.
«Νιώθω ότι είμαι ο John Coltrane του πιάνου», λέει παραλληλίζοντας τον εαυτό του με τον σαξοφωνίστα που μεταμόρφωσε το πνεύμα της τζαζ την δεκαετία του '60. «Όλοι όσοι έπαιξαν σαξόφωνο μετά από αυτόν, έδειχναν πόσα του χρωστούσαν. Αλλά δεν ήταν η δική τους μουσική. Ήταν απλώς μίμηση».
«Δεν έχω ιδέα τι θα παίξω πριν από ένα κονσέρτο», έλεγε παλιότερα ο Τζάρετ. «Αν έχω μία μουσική ιδέα, λέω όχι σε αυτή» - ακόμα και μετά το εγκεφαλικό, προτιμά τον ενεστώτα όταν εξηγεί την δημιουργική του διαδικασία.
Όσο για το μέλλον; «Δεν μπορώ ούτε να μιλήσω για αυτό. Έτσι νιώθω. Μπορώ να παίξω μόνο με το δεξί μου χέρι και δεν με πείθει πια. Βλέπω μέχρι και όνειρα όπου είμαι στο χάλι που βρίσκομαι. Πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να παίξει στα όνειρά μου, αλά είναι όπως και στην πραγματική ζωή».
Με πληροφορίες από New York Times
σχόλια