Γεμάτα από αμφιβολία, παράνοια και υπαρξιακή απελπισία, τα γραπτά του Φραντς Κάφκα έχουν παρασύρει γενιές αναγνωστών σε αυτό που ο συγγραφέας αποκάλεσε «κάθοδο στην κρύα άβυσσο του εαυτού του».
Ωστόσο, ένας θησαυρός 150 σκίτσων, που ανακτήθηκε από ένα θησαυροφυλάκιο της ελβετικής τράπεζας το 2019 μετά από χρόνια νομικής διαμάχης και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό χθες, προσφέρει μια πιο χαρούμενη ερμηνεία του όρου «καφκικός».
Tα σουρεαλιστικά σχέδια του συγγραφέα της Δίκης, τα οποία ο ίδιος είχε ζητήσει επιτακτικά να καούν μετά τον θάνατό του, αναμένεται να δημοσιευτούν.
Κλόουν με μακριά άκρα που κάνουν ανόητες βόλτες, ανδρικές φιγούρες που θυμίζουν Τσάρλι Τσάπλιν και κάποια σχεδόν αστεία σχέδια πάνω σε χαρτί, αποκαλύπτουν έναν διαφορετικό Κάφκα με μία σίγουρα διαφορετική και πιο ευχάριστη φαντασία.
«Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το άτομο που δημιούργησε αυτά τα «απλά» σχέδια ως έναν δυστυχισμένο άνθρωπο», έγραψε ο Γερμανός μυθιστοριογράφος Daniel Kehlmann σε ένα δοκίμιο για την εφημερίδα Die Zeit.
Τα σκίτσα δείχνουν επίσης ότι ο Κάφκα ήταν ένας άνθρωπος με σημαντική σχεδιαστική ικανότητα και καλλιτεχνικές φιλοδοξίες.
«Ανακαλύψαμε ότι ο Κάφκα συνήθιζε να ασχολείται έντονα με την εικαστική τέχνη», είπε ο Andreas Kilcher, ο συντάκτης ενός βιβλίου με τα σχέδια του Κάφκα, που εκδόθηκε από τον CH Beck στη Γερμανία.
«Οι συνομήλικοί του στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο είχαν τεράστιο ενδιαφέρον για την τέχνη, την οποία ο Κάφκα όχι μόνο μοιραζόταν αλλά και εξασκούσε με αληθινό σθένος», πρόσθεσε.
«Ήταν σίγουρα πολλά περισσότερα από κάτι περιθωριακό για εκείνον».
Ο Κάφκα, ο οποίος μεγάλωσε στη γερμανόφωνη Βοημία, τώρα μέρος της Τσεχικής Δημοκρατίας, σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Πράγας από το 1901 έως το 1906. Τόσο σοβαρό ήταν το ενδιαφέρον του για την τέχνη, σύμφωνα με τον Kilher, που μόνο ένας συμφοιτητής και φανατικός θαυμαστής του γνώριζε την ύπαρξη αυτών των εικονογραφημάτων.
Ο φίλος του και βιογράφος του αργότερα, Max Brod, διάλεγε και κρατούσε αυτά που ο Κάφκα πετούσε ή έκοβε από τα περιθώρια των νομικών εγχειριδίων. Φυματικός πια ο Κάφκα, του είπε να κάψει τα αδιάβαστα χειρόγραφά του μετά τον θάνατό του, κάνοντας ειδική αναφορά στα συγκεκριμένα σκίτσα.
Μετά τον θάνατο του Κάφκα το 1924, εκείνος όμως αγνόησε την παράκληση του παλιού του φίλου και δημοσίευσε τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα και τα ημερολόγια του.
Δημοσιοποιήθηκε επίσης μια επιλογή από 40 σχέδια, τα οποία υπογράμμισαν την πιο ζοφερή πλευρά της γραφής. Τα υπόλοιπα θα έμεναν κρυμμένα από το κοινό για δεκαετίες.
Φεύγοντας από την τότε Τσεχοσλοβακία μετά τη ναζιστική εισβολή το 1939, ο Brod πήρε μαζί του τα γραπτά και τα σκίτσα του Κάφκα στην παλαιστινιακή εξορία.
Πριν πεθάνει το 1968, έδωσε τα χαρτιά στη γραμματέα του, Esther Hoffe, με οδηγίες να τα παραδώσει στο «Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, στη δημοτική βιβλιοθήκη στο Τελ Αβίβ ή σε άλλο οργανισμό στο Ισραήλ ή στο εξωτερικό».
Και αυτή η οδηγία αγνοήθηκε και η οικογένεια της Hoffe κράτησε τα χειρόγραφα του Κάφκα κλειδωμένα σε τραπεζικές θυρίδες στο Ισραήλ και την Ελβετία έως ότου το ανώτατο δικαστήριο του Ισραήλ αποφάσισε το 2016 ότι τα χειρόγραφα ήταν ιδιοκτησία της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Ισραήλ.
Τα 52 μεμονωμένα κομμάτια χαρτιού που ανακαλύφθηκαν το 2019, συμπεριλαμβανομένου ενός βιβλίου με σκίτσα, όχι μόνο αψηφούν τη φήμη του Κάφκα ως ζοφερού και μόνιμα αγωνιώδους υπαρξιστή, αλλά μοιράζονται επίσης ένα χαρακτηριστικό με τους πίνακες που περιγράφει ο Κάφκα σε πολλά από τα μυθιστορήματά του.
«Τα σχέδια του Κάφκα απέχουν πολύ από τις ρεαλιστικές απεικονίσεις», είπε ο Kilcher. «Υπάρχει συνήθως ένα στοιχείο αφαίρεσης και (είναι) πάντα δυναμικά» πρόσθεσε.
Με πληροφoρίες του Guardian