Στη μαγική πόλη, την Αθήνα της αρχαιότητας, όπου άνθησε ο ελληνισμός, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες γιόρταζαν τα Ανθεστήρια.
Επί τρεις συνεχόμενες μέρες, στις 11, 12 και 13 του μηνός Ανθεστηριώνος, που αντιστοιχούν στα τέλη του δικού μας Φεβρουαρίου, οι Έλληνες σε πάνδημες χαρούμενες συγκεντρώσεις απολάμβαναν τη σπουδαία αυτή διονυσιακή γιορτή.
Η ονομασία Ανθεστήρια ετυμολογείται από τα ρήματα «αναθέω» και «αναθεύσασθαι», που ερμηνεύονται ως επανέρχομαι - ανακαλώ. Επομένως, ο παλλαϊκός εορτασμός αποσκοπούσε στην «ανάκληση του έαρος», δηλαδή στην αφύπνιση της φύσης μετά τη χειμερία καταστολή.
Οι Έλληνες λάτρεψαν τον Διόνυσο σαν δαίμονα της βλάστησης που πεθαίνει και ανασταίνεται όπως και ο Άδωνις, ο Όσιρις, ο Χριστός. Πίστευαν πως ο μαρασμός των δέντρων, η καταστολή της φύσης ήταν ο θάνατος του θεού, ενώ η βλάστηση, η ανθοφορία και η καρποφορία ήταν η ανάστασή του.
Πίστευαν ακόμα πως, όταν ο Διόνυσος επιστρέφει από τον Άδη, η λαχτάρα του για ζωή ξεσπάει σε μια φρενίτιδα που την ημερώνει μόνο η πειθαρχία του ρυθμού. Δοξασία αντιληπτή, καθώς ο ελληνικός λαός λάτρεψε και χάρηκε τη ζωή όσο λίγοι.
Έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν και χόρευαν. Με τον χορό πατούσαν με ορμή πάνω στη γη για να την αφυπνίσουν από τη χειμερία καταστολή ώστε να αρχίσει πάλι την ορμητική ανοιξιάτικη αναγέννησή της, καθώς φρονούσαν ότι μαζί με τη φύση ξαναγεννιέται και ο Διόνυσος.
Αυτή η φρενίτιδα, λοιπόν, η έκσταση και η μανία του θεού μεταδίδονται στους λάτρεις του την εποχή που πλησιάζει η ανάστασή του, κάθε φορά που τελειώνει ο παγερός χειμώνας και προβάλλει η άνοιξη με τη βλάστηση και την ανθοφορία.
Μαζί με τον όμορφο ολύμπιο Διόνυσο λατρεύτηκαν και οι Υάδες, οι μυθικές νύμφες που ανέθρεψαν στοργικά τον θεό στην κοιλάδα της Νύσσας. Έλεγαν πως ο Δίας τις μεταμόρφωσε σε αστερισμό για να τις ευχαριστήσει που φρόντισαν τον μικρό του γιο.
Από τότε οι Υάδες λάμπουν στο ουράνιο στερέωμα και φέρνουν την ευεργετική για τα αμπέλια βροχή που κάνει τους βλαστούς να φυτρώσουν και τους καρπούς να δέσουν!
Μόνιμη συντροφιά του Διονύσου ήταν οι Σάτυροι, οι Σειληνοί και οι Νύμφες, ντυμένοι όλοι τους με δέρματα ζώων. Μα και οι θνητοί έσμιγαν μαζί τους νοερά, οργιάζοντας στις βουνοπλαγιές τη νύχτα, υπό το φως των δαυλών που τρεμόσβηνε.
Ανάμεσά τους ξεχώριζαν οι Μαινάδες (από το ρήμα «μαίνομαι») και οι Βακχίδες (δηλαδή οι κυριευμένες από τον Βάκχο). Κρατούσαν φαλλούς και θύρσους, καλυμμένους με φύλλα κισσού, έτρεχαν και χόρευαν με διαπεραστικές κραυγές και επιφωνήματα χαράς, φυσικά κυριευμένες από την επίδραση του οίνου.
Άλλωστε, πίστευαν στη ρήση που θα επαναλάβει αργότερα ο Οράτιος: «Το κρασί είναι ζωή και ο Βάκχος ανοίγει τις πύλες της καρδιάς».
Στο πέρασμα του χρόνου, οι ιεροτελεστίες αυτές εκσυγχρονίστηκαν και μεταφέρθηκαν από τις βουνοπλαγιές στις πόλεις και τα διονυσιακά ιερά. Οι λάτρεις του Διονύσου σχημάτιζαν πομπές στους δρόμους της Αθήνας, φορούσαν μάσκες και μετέφεραν το ξόανο του θεού πάνω σε ένα άρμα που είχε σχήμα πλοίου.
Ο τελικός προορισμός του ήταν το διονυσιακό θέατρο, όπου στο κέντρο της ορχήστρας, πλάι στον βωμό, τοποθετούσαν το ξόανο του Διονύσου, ώστε ο θεός να απολαμβάνει τα προς τιμήν του θεάματα.
Θρυλείται πως ο πρώτος που χρησιμοποίησε ένα παρόμοιο άρμα σε σχήμα καραβιού, ένα carrus navalis, ήταν ο δημιουργός της δραματικής τέχνης, ο Θέσπις, ο οποίος μάλιστα νίκησε στους πρώτους θεατρικούς αγώνες της Αθήνας το 534 π.Χ.
Το ιδιόρρυθμο, λοιπόν, άρμα του, το carrus navalis, έγινε αφορμή για να προκύψει (κατά μία εκδοχή) η λέξη «καρναβάλι»!
Οι τρεις μέρες των Ανθεστηρίων είχαν διαφορετικές ονομασίες, τελετουργίες και συμβολισμούς. Την πρώτη μέρα την αποκαλούσαν «Πιθοίγια» (άγω πίθους), επειδή άνοιγαν τα πιθάρια με το κρασί της νέας σοδειάς. Με το άνοιγμα των πίθων ξεκινούσε η οινοποσία, στην οποία συμμετείχαν όλοι ανεξαιρέτως, ακόμα και οι δούλοι!
Συνέχιζαν με διαγωνισμούς οινοποσίας, π.χ. ποιος θα αδειάσει γρηγορότερα το αγγείο πόσης και ποιος θα σταθεί να χορέψει −χωρίς να γλιστρήσει− πάνω σε έναν ασκό γεμάτο οίνο και αλειμμένο με λίπος (ασκολιασμός)!
Έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν και χόρευαν. Με τον χορό πατούσαν με ορμή πάνω στη γη για να την αφυπνίσουν από τη χειμερία καταστολή ώστε να αρχίσει πάλι την ορμητική ανοιξιάτικη αναγέννησή της, καθώς φρονούσαν ότι μαζί με τη φύση ξαναγεννιέται και ο Διόνυσος.
Τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων, που ονόμαζαν «Χόες», την αφιέρωναν στη χαρά και στην ελπίδα της ζωής, στα μικρά παιδιά.
Ένα μεγάλο διάστημα της ημέρας αυτής ασχολούνταν με τα τρυφερά βλαστάρια τους σε χώρους ιερούς, αφιερωμένους στον Διόνυσο. Έπαιζαν μαζί τους, τους πρόσφεραν λιχουδιές και ένα μικρού μεγέθους χαριτωμένο αγγείο, τη «χουν», που έδινε την ονομασία Χόες στην ιδιαίτερη αυτή ημέρα.
Η «χους» απεικόνιζε παιδάκια που διασκεδάζουν, μπουσουλούν και απολαμβάνουν τις χαρές και τα δώρα που απλόχερα προσφέρουν οι στενοί συγγενείς τους. Εμπεριείχε κάποιο τερψιλαρύγγιο έδεσμα, ίσως μέλι.
Με τις ευχάριστες αυτές ασχολίες οι Αθηναίοι συμβολικά αναδείκνυαν το θαύμα της ζωής, της δημιουργίας και της ανάπτυξης, υμνούσαν την αιώνια δύναμη της φύσης.
Όμως, η ημέρα των Χόων δεν τελείωνε εδώ, είχε κι άλλα ενδιαφέροντα. Το απομεσήμερο τα φώτα μεταφέρονταν στην Αρχαία Αγορά, όπου οι Αθηναίοι ξεφάντωναν με τους συμβολικούς γάμους του Διονύσου με τη Βασιλίννα, τη σύζυγο του Βασιλέως-Άρχοντος. Ένα πανάρχαιο συμβολικό δρώμενο που σχετίζεται με την ευγονία και πραγματοποιούνταν μπροστά στη Βασίλειο Στοά της Αγοράς, όπου και η έδρα του Βασιλέως-Άρχοντος, του θρησκευτικού ηγέτη της πόλης.
Φανταστείτε την ευδιάθετη εικόνα της Αγοράς που έσφυζε από θιασώτες του θεού του οίνου. Συνωστισμός και ευεξία με άφθονο οίνο και εδέσματα στην καρδιά της πόλης. Αρκετοί Αθηναίοι σε κατάσταση μέθης έφερναν άμαξες και πηγαινοέρχονταν στην πλατεία της Αγοράς.
Τότε το κρασί έκανε το θαύμα του. Καθώς διασταυρώνονταν οι άμαξες και έκλεινε η μία τον δρόμο της άλλης, ο καθένας έβγαζε τα «άπλυτα» του άλλου στη φόρα και εκτόνωνε το υβριστικό του μένος, του έσερνε τα εξ αμάξης (θυμίζει τους γεφυρισμούς των μυστών κατά την πορεία τους προς την Ελευσίνα).
Η τρίτη μέρα των Ανθεστηρίων, οι Χύτροι, ήταν αφιερωμένη στους προσφιλείς νεκρούς. Τιμούσαν, λοιπόν, τους νεκρούς για να εξασφαλίσουν την ευχή τους για ευγονία. Πίστευαν πως οι νεκροί από τα σκοτεινά παλάτια του Άδη θα ευφρανθούν με τις προσφορές των αγαπημένων τους, την πανσπερμία.
Αυτή η πανσπερμία ήταν σπόροι και καρποί μαγειρεμένοι σε μεγάλα, πήλινα σκεύη, τις χύτρες, και, φυσικά, είναι τα «πολύσπορα» της Μακεδονίας και τα δικά μας κόλλυβα, γνωστά εδώ και 4.000 χρόνια, τουλάχιστον, στη δική μας παράδοση!
Ήταν η προσφορά των αρχαίων Ελλήνων στους σεβαστούς νεκρούς και στον Ερμή ψυχοπομπό που με τα φτερωτά σανδάλια του οδηγούσε τις σκιές των νεκρών στον αχόρταγο Κάτω Κόσμο.
Την πανσπερμία έφερνε κάθε οικογένεια στον τάφο των αλησμόνητων ανθρώπων τους που είχαν ταξιδέψει στο «κοινό λιμάνι του Άδη». Έπρεπε να φαγωθεί την ίδια μέρα, έτρωγαν οι ίδιοι και πρόσφεραν στους περαστικούς. Ό,τι περίσσευε το άφηναν για τα ιπτάμενα όντα του ουρανού.
Στο τέλος της ημέρας ξόρκιζαν τις Κήρες, θεότητες του θανάτου, και όλα τα κακά πνεύματα με τη φράση που όριζε το τέλος της διονυσιακής τελετουργίας: «Στην πόρτα (έξω) οι Κήρες, τέλειωσαν τα ανθεστήρια!...»
Αργότερα, στα χρόνια του ναδίρ, της λησμονιάς και των δοκιμασιών του Μεσαίωνα, οι Αθηναίοι, χριστιανοί πλέον, κάλυψαν με χριστιανικό πέπλο την παραδοσιακή τους λατρεία.
Άλλαξαν τα ονόματα των θεών, των εορτών, διαφοροποίησαν συνήθειες και, αναγκαστικά, ακολούθησαν τη νέα τάξη πραγμάτων με σεβασμό και πίστη, διατηρώντας αξίες, ήθη και έθιμα.
Στη μεσαιωνική Αθήνα, κάθε χρόνο την ίδια εποχή οι κήρυκες ήταν εξουσιοδοτημένοι να αναγγείλουν στους ανθρώπους της πόλης ότι «μπαίνει το τριώδι» και διαλαλούσαν την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου την «προφωνούσιμη», όπως ακριβώς αποκαλούνταν η συγκεκριμένη ημέρα, επειδή αποτελούσε τον προπομπό της αποκριάτικης περιόδου.
Στη συνέχεια, κάθε νοικοκυριό έκανε τις προμήθειές του σε τρόφιμα, κυρίως κρέας. Με «καλό φαγί» θα ερχόταν και το κέφι για μασκαρέματα και χορούς, στοιχεία απαραίτητα για την άρνηση της μιζέριας και των θλιβερών μεσαιωνικών συγκυριών που ταλάνιζαν ιδιαιτέρως τους Αθηναίους.
Γλεντούσαν και πάλι οι ταλαίπωροι άνθρωποι του πάλαι ποτέ «κλεινού άστεως», για να ξορκίσουν το κακό, τις συμφορές, για να ξεδώσουν και να εκτονωθούν.
Δεν είχα δει ποτέ κόσμο να χορεύει με μεγαλύτερη μανία απ' όσο η καλή ελληνική κοινωνία!... Είναι αλήθεια ότι δεν ταξίδεψα στην Ισπανία... Οι γυναίκες προπάντων είναι ακούραστες...
—Edmond About, 1852
Ούτε στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας εγκατέλειψαν τις παγανιστικές εκείνες διονυσιακές τελετές που τους πρόσφεραν χαρές κι ελπίδες.
Τέτοιες μέρες διατηρούσαν το κέφι τους ακμαίο και πολλοί εμφανίζονταν μασκαρεμένοι, παριστάνοντας, όπως έλεγαν, τα «είδωλα». Κάποιοι κρατούσαν ξύλινα ανδρείκελα που τα αποκαλούσαν «ξόανα». Άλλοι, πάλι, μεταμφιέζονταν σε ζώα και τους αποκαλούσαν «ταράματα».
Πάνω στα μάρμαρα του ναού του Ηφαίστου και της Εργάνης Αθηνάς (Θησείον), ανάμεσα σε πολλά άλλα γκράφιτι, ξεχωρίζει η επιγραφή κάποιου ανώνυμου Αθηναίου: «1800 Φλεβαρίου 18 εχορέψαμεν την αποκρηά».
Ο αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου μας πληροφορεί ότι την ίδια αυτή μέρα ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι «Τούτη τη γη που την πατούμε, όλοι μέσα της θα μπούμε».
Μετά την Απελευθέρωση, και όταν η Αθήνα πλέον ανακηρύσσεται πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι άνθρωποί της γλεντούν με την καρδιά τους την αποκριά.
Έστηναν σε αρχοντικά και σε φτωχόσπιτα χαρούμενες συγκεντρώσεις και... υπηρετούσαν επαξίως τον Διόνυσο και την Τερψιχόρη!
Ο Γάλλος αρχαιολόγος Edmond About, στα 1852, ερχόμενος στην Αθήνα, ομολογεί: «Δεν είχα δει ποτέ κόσμο να χορεύει με μεγαλύτερη μανία απ' όσο η καλή ελληνική κοινωνία!... Είναι αλήθεια ότι δεν ταξίδεψα στην Ισπανία... Οι γυναίκες προπάντων είναι ακούραστες...».
Αλλά και τα φαγοπότια καλά κρατούσαν, καρυκευμένα με μπόλικο σκόρδο. Γράφει πάλι ο Edmond About, ο οποίος παρίσταται σε όλα τα «καθώς πρέπει» γλέντια της αθηναϊκής αποκριάς του 1852: «Μόλις έφθασε η ορχήστρα, χύθηκε μέσα στην αίθουσα μια μυρωδιά σκόρδου που όλο και δυνάμωνε. Είναι μια μυρωδιά λοκάλ που την ξαναβρίσκεις σχεδόν σε όλους τους χορούς. Πιστεύουν στη χώρα ότι χωρίς σκόρδο οι χοροί είναι άνοστοι, όπως και τα ροσμπίφ».
Την ίδια περίπου εποχή τριγύριζαν στους δρόμους της πόλης και άλλα αποκριάτικα δρώμενα, όπως το γνωστό «Γαϊτανάκι» και η «Γκαμήλα του Βαγγελάρα».
Αυτή η «Γκαμήλα» ήταν ένα τερατόμορφο κατασκευάσμα, όπου κάτω από ένα μεγάλο δέρμα κινούνταν ρυθμικά τέσσερις άνθρωποι, υπό τον ήχο του τυμπάνου του Βαγγελάρα.
Καθώς η «γκαμήλα» περνούσε από τα στενά σοκάκια της Πλάκας, οι κινούμενοι άνθρωποι, μέσα από τα σωθικά της, άπλωναν τα χέρια τους κι έκλεβαν ψωμιά, λαχανικά κι άλλες νοστιμιές από τα εκτεθειμένα υπαιθρίως αγαθά των εμπορικών καταστημάτων.
Ο ποιητής της ανθισμένης αμυγδαλιάς Γεώργιος Δροσίνης μας αναφέρει ότι έξω από το πατρικό του σπίτι, κατά τη δεκαετία 1860-1870, στη συμβολή των δρόμων Αδριανού, Θέσπιδος και Τριπόδων, πραγματοποιούνταν ένα εντυπωσιακό αποκριάτικο δρώμενο, η «Αρπαγή της Ωραίας Ελένης».
Σ' αυτήν έπαιρναν μέρος οι «κάρη κομμώοντες Αχαιοί» με τους «χρυσοφόρους Μήδους» και όλοι διεκδικούσαν την «Ωραία Ελένη», που ήταν νεαρός μυστακοφόρος και ενίοτε φρεσκοξυρισμένος.
Στην ίδια αποκριάτικη ατμόσφαιρα της περιόδου αυτής εξελίσσεται και ένα άλλο κωμικοτραγικό συμβάν: η πρέσβειρα της Ρωσίας, άρτι αφιχθείσα στην Αθήνα, θέλησε να οργανώσει χορό μεταμφιεσμένων. Έβγαλε, λοιπόν, ντελάλη και προσκαλούσε στην πρεσβεία, στην οδό Αδριανού «... οιονδήποτε γλεντζέ, ευπρεπώς ενδεδυμένο, φέροντα προσωπίδα».
Δυστυχώς, όμως, για την πρέσβειρα και τους προσκεκλημένους της, μαζί με τους μασκαράδες της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας εισχώρησαν στη φιλόξενη Ρωσική Πρεσβεία και αρκετοί μάγκες του Ψυρρή μασκαρεμένοι. Όταν η κρασοκατάνυξη έφτασε στο αποκορύφωμά της, συνέβη το απροσδόκητο.
Οι μάγκες, ευπρεπώς ενδεδυμένοι και με προσωπίδες, άρχισαν να βγάζουν τα άπλυτα των ευγενών στη φόρα και η βραδιά έκλεισε με λιποθυμίες και βογγητά. Μετά το ατυχές συμβάν πέρασαν χρόνια πολλά έως ότου οι Αθηναίοι να αποτολμήσουν άλλον χορό μεταμφιεσμένων.
Λίγο αργότερα, στο γύρισμα του 19ου αιώνα προς τον 20ό, και ο ποιητής Σουρής σατιρίζει τους σύγχρονους λάτρεις του Διονύσου και της Τερψιχόρης στην Αθήνα, που, ακόμα και σε δύσκολες περιόδους, εθνικής κρίσης και οικονομικής δυσπραγίας, συγκεκριμένα στις αποκριές του 1897, το ρίχνουν στο γλέντι και χορεύουν μετά μανίας «πα-ντε-κατρ», τον χορού του συρμού.
Και ο Σουρής γράφει σχετικά στον «Ρωμηό» του:
«Γλέντα ψωρορρωμέικο, πήδα, παναθεμάσε
χωρίς ψωμί σηκώνεσαι με πά - ντε - κάτρ κοιμάσαι».
Την παράσταση έκλεβε, όμως, το Άρμα της Θεοδοσίας. Ο ευφυής νησιώτης του Μεταξουργείου, ο Θεοδόσιος, πάνω στο άρμα έστηνε σατιρικό δρώμενο ποιότητας, ανάλογα με την επικαιρότητα.
Γνωστή ήταν η προσφώνηση του Θεοδοσίου πάνω από το ιδιότυπο άρμα του: «Χαίρετε, κυρίες Αθηναίες και κύριοι Αθηναίοι, που είστε διαρκώς νέοι κι αυτό το χρωστάτε στο ξύρισμα, και στου παλιού σακακιού σας το γύρισμα, την υγειά σας χρωστάτε στον ήλιο μας, που σαν χρυσάφι αστράφτει, το δε παλτό σας χρωστάτε στον ράφτη!»
Το 1887 ιδρύθηκε η Επιτροπή του Κομιτάτου για τον Καρνάβαλο στην πόλη μας. Χαράς ευαγγέλια! Και στα 1889 εμφανίστηκε, επιτέλους, στους αθηναϊκούς δρόμους ο πρώτος έντεχνος Καρνάβαλος! Τότε, στον Τύπο της εποχής κυκλοφόρησε ως πρωτοσέλιδο ο τίτλος: «Είμαστε εφάμιλλοι των Ευρωπαίων μασκαράδων!».
«Αθηναίοι και Αθηναίισες» φώναζε ο ντελάλης μέρες πριν στις γειτονιές. «Να κλείσετε τα σπίτια σας, τις πόρτες σας και να τρέξετε να υποδεχτείτε στις 2 το απόγευμα τον Καρνάβαλο, τον βασιλέα του γέλωτος, όστις θα μας κάνει τη μεγάλη τιμή να επισκεφθεί τον τόπο μας!».
Χαλασμός Κυρίου, πατείς με πατώ σε στον Καρνάβαλο που συνοδευόταν από «ανθοβολίας» και ενίοτε «οσπριοβολίας», πόλεμο ανθέων αλλά και οσπρίων, και ο σωζών εαυτόν σωθήτω!
Πριν ακόμα της Πλάκας οι ανηφοριές σιγήσουν, οι θιασώτες του Διονύσου, της παλιάς Αθήνας, οργάνωναν το γλέντι της Καθαράς Δευτέρας. Ήταν η ευτυχής μέρα που γιόρταζαν στην Αθήνα και οι γαλατάδες.
Τότε, σουραύλια, ζουρνάδες και τύμπανα αντάμα με βιολιά, λαούτα και σαντούρια δοξάζονταν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ήταν η κορύφωση των διονυσιακών εορτών, αιώνες μετά το πέρασμα του θεού. Γιατί ο Διόνυσος ποτέ δεν σβήστηκε από την ψυχή των Ελλήνων. Ζει και βασιλεύει στις καρδιές μας, προσπαθώντας να μας χαρίσει ελπίδα.
Ο ντελάλης της τελευταίας Κυριακής διαλαλούσε ακούραστα: «Μασκαράδες και πολίται, στις κολώνες να βρεθείτε!». Όπως καταλαβαίνετε, το κάλεσμα ήταν για τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, την Καθαρά Δευτέρα.
Κι εμείς, εκτός του περιβόλου του Ολυμπιείου, καθώς είναι κλειστός πλέον από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, με ή χωρίς ζουρνάδες και τύμπανα, ευχόμαστε από καρδιάς χαρούμενη Αποκριά και καλή Σαρακοστή...
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO