Οι αρχαίοι Έλληνες την αφιέρωναν στον Διόνυσο και γινόταν τον μήνα Ανθεστηριώνα. Η γιορτή διαρκούσε τρεις ημέρες και συμβόλιζε την αναγέννηση της φύσης και το ξύπνημα των νεκρών. Ήταν ένα μεγάλο συμπόσιο στο οποίο τηρούνταν παλιά παραδοσιακά έθιμα, επικρατούσε εύθυμη ατμόσφαιρα, ενώ στο γλέντι συμμετείχαν και παιδιά.
{❖}
Όπως και στο Πάσχα των ορθόδοξων χριστιανών, τα Ανθεστήρια κινούνταν ανάμεσα σε δύο άκρα: την άκρατη χαρά για τη ζωή και τη βαθιά θλίψη για τον θάνατο. Ήταν μια γιορτή αφιερωμένη στη φύση, στα λουλούδια και στο κρασί, μια ευκαιρία για γλέντι και για να πάρουν δώρα τα μικρά παιδιά. Συγχρόνως, οι αρχαίοι Αθηναίοι πίστευαν ότι τις πρώτες μέρες των Ανθεστηρίων τα πνεύματα των νεκρών επέστρεφαν και κυκλοφορούσαν μέσα στην πόλη και με το τέλος των εορτασμών έπρεπε να τα απωθήσουν πάλι στον Κάτω Κόσμο.
Τα Ανθεστήρια κινούνταν ανάμεσα σε δύο άκρα: την άκρατη χαρά για τη ζωή και τη βαθιά θλίψη για τον θάνατο. Ήταν μια γιορτή αφιερωμένη στη φύση, στα λουλούδια και στο κρασί, μια ευκαιρία για γλέντι και για να πάρουν δώρα τα μικρά παιδιά.
{❖}
Η πρώτη μέρα της γιορτής ονομαζόταν Πιθοίγια, γιατί τότε άνοιγαν τους πίθους με το καινούργιο κρασί. Πρόσφεραν από αυτό πρώτα στον θεό Διόνυσο, στο εν Λίμναις ιερό του στην Αθήνα, που βρισκόταν κάπου νοτίως της Ακρόπολης, ίσως κοντά στον Ιλισό. Το ιερό λειτουργούσε μόνον αυτήν τη μέρα του χρόνου και καμία άλλη. Η συγκεκριμένη, όπως και η επόμενη, ήταν απόλυτη αργία για όλους τους Αθηναίους, ακόμη και για τους δούλους, και σε κάθε αθηναϊκό σπίτι οργανωνόταν από ένα μεγάλο συμπόσιο.
Η δεύτερη ήταν η κύρια μέρα της γιορτής και ονομαζόταν Χοές. Αυτήν τη μέρα οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν στο εορταστικό οικογενειακό συμπόσιο ένα πολύ χαρακτηριστικό μικρό αγγείο, μια μικρή οινοχόη, που έφερε την ονομασία «χους». Καθένας είχε τον δικό του χουν και ήταν ίδιος σε μέγεθος για όλους. Επάνω στα αγγεία αυτά σώζονται παραστάσεις που προσφέρουν πολυτιμότατες πληροφορίες τόσο για τον εορτασμό των Ανθεστηρίων όσο και, κυρίως, για τη ζωή των παιδιών. Κι αυτό γιατί τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων, κατά το έθιμο, στο οικογενειακό συμπόσιο λάμβαναν μέρος για πρώτη φορά τα νέα μέλη κάθε οικογένειας, τα τρίχρονα παιδιά, στα οποία οι μεγάλοι χάριζαν το δικό τους κανατάκι. Έτσι, συχνότατα αυτά τα κανατάκια διακοσμούνταν με παραστάσεις που εικονίζουν παιδιά σε διάφορες δραστηριότητες. Είναι χαρακτηριστικό, και συγκινητικό, ότι όταν ένα παιδάκι πέθαινε πριν γιορτάσει τα πρώτα του επίσημα Ανθεστήρια, οι δικοί του έβαζαν συνήθως μαζί του στον τάφο τον χουν που δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει.
{❖}
Το συμπόσιο της δεύτερης μέρας των Ανθεστηρίων γινόταν σε κλίμα περίσκεψης. Υπήρχαν, βέβαια, στεφάνια με άνθη και κρασί, ενώ διοργανωνόταν πλούσιο γεύμα, ακόμη και διαγωνισμοί οινοποσίας, χωρίς όμως μουσική και χορό – το δείπνο γινόταν σιωπηλά. Το βράδυ της δεύτερης μέρας, μετά το τέλος του συμποσίου, όλοι οι Αθηναίοι κατευθύνονταν εν πομπή υπό το φως των δαυλών στο ιερό του Διονύσου εν Λίμναις για να του αφιερώσουν τα άνθινα στεφάνια και τις χοές τους – αυτό θα ήταν ένα πραγματικά αξιοθαύμαστο θέαμα. Οι χοές και τα στεφάνια των λουλουδιών παραδίδονταν στην ιέρεια του Διονύσου, που ήταν η σύζυγος του Άρχοντα Βασιλέα της πόλης, η Βασίλισσα ή Βασιλίννα, και μαζί με δεκατέσσερις σεβάσμιες Αθηναίες λειτουργούσαν για την ημέρα εκείνη το ιερό. Η τρίτη μέρα των Ανθεστηρίων ονομαζόταν Χύτροι. Η ονομασία οφείλεται στις πήλινες χύτρες μέσα στις οποίες μαγείρευαν διάφορα δημητριακά και όσπρια, τα κόλλυβα για τις ψυχές των νεκρών, που αφιέρωναν στον Χθόνιο Ερμή την ημέρα αυτή.
Με την εορτή των Ανθεστηρίων σχετίζεται μια ενδιαφέρουσα παροιμιώδης φράση: «Θύραζε Κάρες, ουκ έτ' Ανθεστήρια», δηλαδή «έξω από εδώ Κάρες, δεν είναι ακόμα Ανθεστήρια». Δεν είναι σαφές πώς ακριβώς προέκυψε η φράση, αν για παράδειγμα με τη λέξη Κάρες εννοούνταν οι Κάρες μέτοικοι ή οι ψυχές (κήρες) των νεκρών που έπρεπε να επιστρέψουν στον Κάτω Κόσμο με το τέλος της γιορτής. Πάντως, κατέληξε να χρησιμοποιείται σαν το νεοελληνικό «δεν είναι κάθε μέρα τ' Αϊ-Γιαννιού».
σχόλια