Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι η εισαγωγή των διακριθέντων αθλητών σε σχολές των ΑΕΙ και ΤΕΙ της προτίμησής τους καθ' υπέρβαση του προβλεπόμενου αριθμού εισακτέων, παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας.
Μάλιστα, με την ίδια απόφαση κρίθηκε παράλληλα, ότι δεν συνάδουν με την αρχή της αξιοκρατίας οι νομοθετικές διατάξεις κατά το μέρος που παραλείπουν να προβλέψουν διακριτές θέσεις κατά την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες.
Το σκεπτικό της απόφασης
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 686/2018 απόφασή της (πρόεδρος, η αντιπρόεδρος Μαρία Καραμανώφ και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Γεώργιος Τσιμέκας), έκρινε ότι η διάκριση που θεσπίζει το άρθρο 34 του νόμου 2009/1992 υπέρ των αθλητών υποψηφίων που έχουν επιτύχει τις προβλεπόμενες από το νόμο διακρίσεις, δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, από την ανάγκη παροχής κινήτρων στους ασχολούμενους με τον αθλητισμό, για την ανάπτυξη του οποίου οφείλει να μεριμνά η Πολιτεία κατ' άρθρο 16 παρ. 9 του Συντάγματος και είναι, κατ' αρχήν, συνταγματικώς θεμιτή εφόσον μάλιστα, με τη διάταξη αυτή δεν θίγεται ο αριθμός των κανονικώς εισακτέων στα τμήματα και τις Σχολές των Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι.
Παράλληλα, η διάταξη του άρθρου 34 νόμου 2009/1992 αντίκεινται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ορθολογικής οργανώσεως της παρεχομένης εκπαιδεύσεως, σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μέτρου/σκοπού, κατά το μέρος που προβλέπουν:
α) την πριμοδότηση αθλητών ακόμα και για επιτυχίες σε αθλητικούς αγώνες ήσσονος σημασίας, β) την καθ' υπέρβαση εισαγωγή αθλητών στις Ανώτατες Σχολές στο δυσανάλογα υψηλό ποσοστό του 4,5% των προβλεφθεισών θέσεων, το οποίο παρίσταται αυθαίρετο και γ) την εισαγωγή διακριθέντος αθλητή σε Σχολή της προτίμησής του, εφόσον συγκεντρώσει αριθμό μορίων τουλάχιστον ίσο με το 90% του αριθμού των μορίων του τελευταίου εισαχθέντος στη συγκεκριμένη Σχολή στο ίδιο ακαδημαϊκό έτος, μετά την προσαύξηση του συνόλου των μορίων του από τις αθλητικές του διακρίσεις.
Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας είναι αντισυνταγματικές οι ρυθμίσεις αυτές, καθώς υπερακοντίζουν τον δημοσίου συμφέροντος σκοπό που υπηρετεί η διάταξη (προαγωγή του αθλητισμού) λόγω, αφ' ενός του επιβαλλόμενου με αυτές σημαντικού περιορισμού πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των λοιπών υποψηφίων φοιτητών που δεν είναι αθλητές και, αφ' ετέρου, της σημαντικής υποχώρησης των ακαδημαϊκών κριτηρίων πρόσβασης την οποία συνεπάγονται.
Συνεπώς, κατέληξε η Ολομέλεια του ΣτΕ, «επίμαχη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999 παραβιάζει τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 16 του Συντάγματος, κατά το μέρος που οι εν λόγω ρυθμίσεις υπερβαίνουν, κατά τα ανωτέρω, τα ακραία όρια πέραν των οποίων το παρεχόμενο από τη διάταξη αυτή προνόμιο εμφανίζεται δικαιολογημένο και επιτρεπτό συνταγματικώς».
Ακόμη, η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι δεν συνάδουν με την αρχή της αξιοκρατίας οι νομοθετικές διατάξεις (των άρθρων 4 και 42 του ν. 4186/2013, 2 του ν. 2525/1997 και της ΥΑ Φ 253.1/44654/Α5/2016) κατά το μέρος που παραλείπουν να προβλέψουν διακριτές θέσεις κατά την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες.
Τέλος, η Ολομέλεια του ΣτΕ υποχρεώνει το υπουργείο Παιδείας να εγγράψει ως υπεράριθμο στην Ιατρική Σχολή υποψήφιο των Πανελλαδικών εξετάσεων 2016-2017 ο οποίος δεν εισήχθη, καθώς την θέση του κατέλαβε συνυποψήφιός του αθλητής με λιγότερα μόρια από εκείνον.