Ποιος είναι ο χάρτης της ρατσιστικής βίας στη χώρα μας;
Eκατόν δύο περιστατικά με πάνω από 120 θύματα εντόπισε για το '17 το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, το οποίο συντονίζουν η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και η Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Στα 47 από αυτά τα περιστατικά στοχοποιήθηκαν ΛΟΑΤKI άτομα, στα 34 μετανάστες/πρόσφυγες, στα 11 ιεροί ή συμβολικοί χώροι της εβραϊκής κοινότητας, σε 7 υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εργαζόμενοι σε σχετικές οργανώσεις/φορείς, σε 2 ημεδαποί λόγω θρησκεύματος, ενώ 1 αφορούσε Ρομά.
Εύλογα θα σκεφτόταν κάποιος αν αποδίδει, άραγε, αυτό το νούμερο ικανοποιητικά την πλήρη εικόνα. Αν ναι, έχει γίνει πράγματι η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα ο Νο1 στόχος τέτοιων επιθέσεων, ώστε να εμφανίζονται περισσότερες και από όσες αφορούν μετανάστες και πρόσφυγες, τους κατεξοχήν αποδέκτες τους;
Επιπλέον, έχουμε γίνει όντως τόσο ανεκτικοί με τους Ρομά ώστε να υπάρχει μία μόνο σχετική καταγγελία;
Πόσο ευνόησε την εμπέδωση και την εξάπλωση της ρατσιστικής ιδεολογίας και πράξης η περίοδος μιας θεσμοθετημένης σχεδόν ανοχής και ατιμωρησίας από πλευράς επίσημης πολιτείας τον καιρό που το «αυγό του φιδιού» επωαζόταν; Πόσο έχει αλλάξει έκτοτε η κατάσταση;
Καταρχάς, επιβεβαιώνεται ότι την τελευταία διετία τα ρατσιστικά κρούσματα ξαναπαίρνουν την «ανηφόρα» ύστερα από την αισθητή μείωση που ακολούθησε τις συλλήψεις των πρωτοκλασάτων μελών της Χ.Α. και την έναρξη της δίκης τους τον Απρίλιο του '15.
Αυτά συζήτησα με την Τίνα Σταυρινάκη, δικηγόρο και βοηθό συντονίστρια του Δικτύου.
«Βεβαίως, η έκθεση αυτή δεν καλύπτει συνολικά τις ρατσιστικές επιθέσεις, λεκτικές ή/και σωματικές που σημειώθηκαν πέρσι στην Ελλάδα.
Τα περιστατικά που καταγράφουμε βασίζονται σε επώνυμες ή μη μαρτυρίες των ίδιων των θυμάτων, τα οποία προσέρχονται σ' εμάς είτε κατ' ιδίαν είτε κατόπιν συνεννόησης με κάποια από τις 42 οργανώσεις, φορείς και ΜΚΟ με τις οποίες συνεργαζόμαστε – ακολουθούμε δηλαδή την πλέον ενδεδειγμένη διεθνή πρακτική» μου λέει, σημειώνοντας ότι το ενδιαφέρον του Δικτύου δεν εξαντλείται στα ποσοτικά χαρακτηριστικά του φαινομένου αλλά εστιάζει περισσότερο στα ποιοτικά.
Υπάρχει μια οριακή αύξηση σε σχέση με το '16 (95 περιστατικά), πράγμα που ενδεχομένως οφείλεται επίσης στο ότι ολοένα περισσότερα θύματα τολμούν πλέον τη δημόσια καταγγελία.
Σε συνδυασμό, όμως, με τις υπόλοιπες διαπιστώσεις της έκθεσης καταδεικνύει κάποιες τάσεις οι οποίες είχαν αναφανεί από πέρσι, καθώς σημειώνει:
Καταρχάς, επιβεβαιώνεται ότι την τελευταία διετία τα ρατσιστικά κρούσματα ξαναπαίρνουν την «ανηφόρα» ύστερα από την αισθητή μείωση που ακολούθησε τις συλλήψεις των πρωτοκλασάτων μελών της Χ.Α. και την έναρξη της δίκης τους τον Απρίλιο του '15.
Τα πράγματα είναι σίγουρα λιγότερο τραγικά από τα τέλη του '11, οπότε συγκροτήθηκε το Δίκτυο και ξεκίνησε την καταγραφή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν ανησυχούν και δεν προβληματίζουν.
Πόσο μάλλον που ενισχύεται, όπως λέει, η παρουσία ομάδων με ξενοφοβικές ιδεολογίες, οι οποίες πραγματοποιούν τέτοιες οργανωμένες επιθέσεις ιδίως στην Αττική και σε παραμεθόρια νησιά, όπως η Λέρος.
«Υπάρχει ανθρώπινο δυναμικό "ετοιμοπόλεμο" που περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία, καθώς και την άνωθεν εντολή να δράσει – οι περισσότερες βίαιες επιθέσεις δεν είναι τυχαίες, ούτε "αυθόρμητες".
Γίνονται, κατά κανόνα, βάσει οργανωμένου σχεδίου. Ξέρουν δηλαδή καλά πού να επιτεθούν, πότε να αρχίσουν, πότε να σταματήσουν και να εξαφανιστούν έγκαιρα!».
Δεν είναι μόνο η Χ.Α., υπάρχουν πια κι άλλες παρεμφερείς οργανώσεις των οποίων αποτέλεσε «μήτρα», διατηρώντας στη συνέχεια μαζί τους περισσότερο ή λιγότερο στενές διασυνδέσεις –γιατί έχουν προκύψει και φανατικότεροι των «παραδοσιακών» χρυσαυγιτών ακροδεξιοί–, όπως φάνηκε και από την υπόθεση της Combat18.
Οι δράστες εμφανίζονται πια με διάφορες ονομασίες ή και χωρίς, ώστε να θολώνουν τα νερά και να δημιουργούν εντυπώσεις. «Δυστυχώς, έχει εδραιωθεί στις γειτονιές η βία κατά ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων. Η ρατσιστική βία δεν εξέλιπε ουσιαστικά ποτέ και σήμερα διεκδικεί ξανά δημόσιο λόγο και χώρο.
Οι επιθέσεις του τελευταίου καιρού θυμίζουν σε πολλά τις ομάδες κρούσης της Χ.Α., όπως το περιστατικό στο οποίο μετανάστης δέχτηκε επίθεση λεκτική και ακολούθως σωματική από ομάδα μαυροντυμένων ανδρών, ενώ περίμενε σε στάση λεωφορείου...».
Πράγματι, τα κρούσματα βίας κατά μεταναστών και προσφύγων γενικότερα είναι προφανώς περισσότερα από τα καταγεγραμμένα, συμφωνεί η κ. Σταυρινάκη, ωστόσο υπάρχει πια μεγαλύτερη παρακίνηση αλλά και ανταπόκριση: «Μέχρι πρόσφατα δεν ήταν εύκολο να προθυμοποιηθεί κάποιο θύμα να προβεί σε καταγγελία, ούτε καν να εντοπιστεί πολλές φορές. Για παράδειγμα, θύμα εμπρηστικής επίθεσης στην πλατεία Βικτωρίας την εποχή των αυξημένων ροών που αναζητήθηκε προς τεκμηρίωση της καταγγελίας βρέθηκε τελικά, λίγες μέρες αργότερα, στην Ειδομένη.
Άλλοι πάλι παθόντες, ιδίως παλαιότερα, δεν διέθεταν νομιμοποιητικά έγγραφα, οπότε δεν πήγαιναν καν στην αστυνομία να καταθέσουν μήνυση.
Προσθέστε το εμπόδιο της γλώσσας αλλά και την εσωτερίκευση εκ μέρους πολλών υποψήφιων θυμάτων της λεκτικής ειδικά βίας ως σχεδόν φυσιολογικής και αναμενόμενης και θα καταλάβετε...
Συχνά, άλλωστε, οι άνθρωποι αυτοί έχουν να αντιμετωπίσουν σοβαρότερα προβλήματα καθημερινής επιβίωσης, δεν είναι η καταγγελία η προτεραιότητά τους» συνεχίζει, επισημαίνοντας ότι παραμένει η πληθυσμιακή ομάδα που υφίσταται τις αγριότερες ρατσιστικές επιθέσεις και συμπεριφορές: συτήν εξάλλου αφορούν τα περισσότερα από τα 36 καταγεγραμμένα περιστατικά πρόκλησης σωματικών βλαβών.
Μια άλλη διακρινόμενη τάση με την έννοια της συστηματικής στόχευσης είναι οι απειλές και οι επιθέσεις κατά υπερασπιστών δικαιωμάτων και εργαζομένων σε σχετικούς φορείς και ΜΚΟ, προσθέτει, κάτι που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια και σε πολλές άλλες χώρες, σε συνδυασμό με την ανησυχητική αύξηση των δεικτών της ρατσιστικής βίας διεθνώς.
Χρειάζεται να υπάρξει εγρήγορση, αποτελεσματικότερη πολιτική και νομική αντιμετώπιση του φαινομένου, καθώς και ουσιαστικότερα μέτρα πρόληψης.
Αναφορικά με την Ελλάδα, ήταν, λέει, δυστυχώς καθοριστικό το διάστημα που η Χ.Α. αλώνιζε ανενόχλητη, δημιουργώντας ερείσματα στην κοινωνία και στη δημόσια σφαίρα, καθιστώντας «νόρμα» τις δράσεις της.
Όταν η πολιτεία, έστω καθυστερημένα, αποφάσισε να ενεργοποιηθεί, αποδείχτηκε ότι εύκολα θα μπορούσαν να έχουν προλάβει τα χειρότερα αν είχαν απλώς εφαρμόσει εξαρχής το γράμμα του νόμου απέναντί της.
Όσον αφορά τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, ο αυξημένος αριθμός καταγγελιών που τη φέρνει «πρωταθλήτρια» στη στοχοποίηση οφείλεται αφενός στη συστηματική πλέον καταγραφή τους σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση των θυμάτων και αφετέρου στην αντίδραση που προκάλεσαν σε ακραίους κύκλους θεσμικές κατακτήσεις, όπως το σύμφωνο συμβίωσης και η νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου.
Δεν είναι τυχαία, μου λέει, η έξαρση των επιθετικών συμπεριφορών κατά ΛΟΑΤΚΙ ατόμων –από σχετικά «ήπιες», όπως σκωπτικά σχόλια, ύβρεις και λεκτικές προκλήσεις μέχρι σοβαρότερες– τις περιόδους που τα παραπάνω νομοσχέδια συζητούνταν και ψηφίζονταν στη Βουλή.
Εξάλλου, όπου ευδοκιμούν ο ρατσισμός και η ξενοφοβία, ανθούν, ταυτόχρονα, η «ματσίλα» και ο σεξισμός.
Παρατηρείται, εντούτοις, κι εδώ, όπως και με τους μετανάστες, μια τάση εσωτερίκευσης και η «φυσιολογικοποίηση» τέτοιων επιθετικών συμπεριφορών, η οποία είναι, μάλιστα, πολύ εντονότερη στην περίπτωση των Ρομά: «Συνήθως, οι άνθρωποι αυτοί ζουν επίσης ζωές πολύπλοκες και ασταθείς, έχουν δε πολύ διαφορετικές ανάγκες από τις δικές μας.
Ξέρουμε ότι οι εναντίον τους επιθέσεις έχουν αυξηθεί στον Ασπρόπυργο και αλλού, αποδείχτηκε όμως πολύ δύσκολο να εντοπίσουμε και να καταγράψουμε τα σχετικά περιστατικά, ακόμα και με τη συνδρομή της δικής τους κοινότητας και των φορέων της, όπως η ΠΟΣΕΡ.
Εξάλλου, όπως και με τις άλλες ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, έτσι κι εδώ χρειάζεται να υπάρξει πρώτα ανάπτυξη σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας».
Ένα επιπλέον ενθαρρυντικό στοιχείο που επισημάνθηκε και στη συνέντευξη Τύπου του Δικτύου στην ΕΣΗΕΑ είναι, καθώς συμπληρώνει, η μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση και ανταπόκριση από πλευράς αστυνομίας και εισαγγελικών Αρχών στις σχετικές καταγγελίες.
Η βελτίωση είναι, μου λέει, σημαντική, παρ' ότι έχουν καταγραφεί και αποτρεπτικές συμπεριφορές που μπορεί να μην οφείλονται πάντα σε ιδεολογικές «αγκυλώσεις» αλλά σε άγνοια χειρισμού ή σε μια σε γενικότερη νοοτροπία αποφυγής ευθυνών, ειδικά στην επαρχία.
«Η ΕΛ.ΑΣ. διαθέτει πλέον Τμήμα Αντιμετώπισης Ρατσιστικών Περιστατικών με το οποίο συνεργαζόμαστε, υπάρχει μεγαλύτερη ενημέρωση των απλών αστυνομικών, γίνονται κάποια βήματα κόντρα σε στερεότυπα και αντιδραστικές αντιλήψεις αρκετά διαδεδομένες στο Σώμα.
Αυξήθηκαν, επίσης, οι εισαγγελικές παραγγελίες. Μέσα στο '17 είχαμε διώξεις και καταδίκες για τα ρατσιστικά συμβάντα σε Ωραιόκαστρο (όπου καταδικάστηκε με αναστολή και ο δήμαρχος για υποκίνηση σε βία) και Χίο».
Εισαγγελική έφεση ασκήθηκε και στην πρόσφατη προκλητική αθώωση, σε πρώτη φάση, του έξτρα ομοφοβικού μητροπολίτη Αμβρόσιου που καλείται τώρα να ξανακάτσει στο «σκαμνί», ενώ στα θετικά του τρέχοντος έτους προσμετράται η πρωτόδικη καταδίκη και η υποχρέωση σε αποζημίωση του δημοσιογράφου Δήμου Βερύκιου για τις ομοφοβικές προσβολές που είχε εκτοξεύσει από ραδιοφώνου κατά του συγγραφέα Αύγουστου Κορτώ το '14 – υπήρξε, επιπλέον, απόφαση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ για διετή διαγραφή του Βερύκιου από την Ένωση, που όμως το Δευτεροβάθμιο μετέτρεψε με ψήφους 3-2 σε απλή επίπληξη συνοδευόμενη από ανάρτηση της απόφασης στους εργασιακούς χώρους (ωραίοι και του λόγου τους οι συνάδελφοι της πλειοψηφίας).
Εν κατακλείδι, το ρατσιστικό έγκλημα δείχνει να ανακάμπτει, παρά τα πολλά πισωγυρίσματα και τις καθυστερήσεις όμως κάτι φαίνεται να αλλάζει στη στάση της πολιτείας απέναντί του, πράγμα που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στη δράση της Κοινωνίας των Πολιτών.
Και είναι αυτή που οφείλει να πιέσει ώστε να σπάσει ακόμα περισσότερο ο νόμος της σιωπής, καθιστώντας σαφές πως ο ρατσισμός δεν έχει θέση ούτε στην Ελλάδα ούτε πουθενά, πως το μέλλον μας δεν θα γραφτεί με τις δηλητηριασμένες πένες του φόβου, του μίσους και των διακρίσεων αλλά με όρους κατανόησης, αναγνώρισης, συνεργασίας και συνύπαρξης.
Όπως, εξάλλου, έγραφε κι εκείνος ο ποιητής, σημασία δεν έχει (όχι τόση, όχι πια) το πώς ήρθανε τα πράγματα, αλλά το πώς δεν θα τα αφήσουμε να πάνε.