«ΕΧΩ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ πολύ ακριβά, με τον χαμό του πατέρα μου και του αδερφού μου, αλλά και με ίδιο μου το σώμα, με το ένα μου πόδι που είναι τεχνητό, τον πόλεμο στην πατρίδα μου και τις δυσκολίες με τις οποίες γεννήθηκα και μεγάλωσα εξαιτίας του... Το τελευταίο που περίμενα ύστερα από όλα αυτά και το τελευταίο που θα ανεχτώ είναι να μου επιτεθούν απρόκλητα και να μου συμπεριφερθούν σαν υπάνθρωπο, σαν σκουπίδι, εξαιτίας του χρώματος και της καταγωγής μου... Και δεν ήταν μόνο τα φασιστοειδή που με χτύπησαν αλλά οι απαξιωτικές συμπεριφορές των αστυνομικών, όπως και κάποιων εργαζόμενων στο νοσοκομείο όπου μεταφερθήκαμε, μαζί με τους δύο φίλους μου για τις πρώτες βοήθειες» δηλώνει αγανακτισμένος αλλά αποφασισμένος να βρει το δίκιο του ο 28χρονος Αχμάντ Ουαλίντ Ρασίντι.
Αφγανικής καταγωγής, ο Αχμάντ ζει στη Δανία τουλάχιστον μία εικοσαετία – είχε καταφύγει εκεί μέσω Ιράν. Αν θυμάται κάτι από εκεί είναι «η μυρωδιά του κεμπάπ αλλά και εκείνη των ανθρώπινων πτωμάτων».
Μεγαλώνοντας, αφού πρώτα σπούδασε ιατρική, στράφηκε ακολούθως στις κοινωνικές επιστήμες. Αρθρογραφεί μάλιστα για πολιτικοκοινωνικά θέματα στην εφημερίδα Politiken. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που έρχεται ως τουρίστας στην Αθήνα δίχως να έχει κανένα παράπονο από την προηγούμενη επίσκεψή του το 2016, οπότε μάλιστα είχε κάνει ξανά νυχτερινή έξοδο στο Γκάζι και είχε περάσει υπέροχα, καθώς λέει – σκεφτόταν μάλιστα με φίλους του να αγοράσουν κάποιο διαμέρισμα στο κέντρο.
Τέσσερα χρόνια μετά, όμως, έμελλε να γνωρίσει και τη φαιόχρωμη, την άθλια πλευρά της πόλης, η οποία μόνο ντροπή και αηδία προκαλεί.
Δεν έχω ξαναζήσει κάτι τέτοιο... Όσο βρίσκομαι στη Δανία, αλλά και ταξιδεύοντας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ουδέποτε αντιμετώπισα τόσο ακραίες καταστάσεις. Κάποιες «μουρμούρες», κάποια ρατσιστικά σχόλια ναι, ποτέ όμως σωματική βία ή οργανωμένη επίθεση τέτοιου τύπου.
ΟΛΑ ΣΥΝΕΒΗΣΑΝ κατά τις 4 π.μ. της 12ης Ιουλίου στο Γκάζι, όπου ο Αχμάντ είχε βγει να διασκεδάσει μαζί με δύο φίλους του που είναι πρόσφυγες στην Ελλάδα τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ο ένας Ιρανός, ο άλλος Αφγανός. Κατ' αρχάς, με διάφορα προσχήματα, δεν τους άφηναν να μπουν σε κανένα από τα μαγαζιά που επισκέφθηκαν, ενώ όταν επιχείρησαν να ξαναμπούν σε κάποιο κλαμπ όπου τους είχαν αρχικά συστήσει να περάσουν αργότερα, παρεμποδίστηκαν βίαια από τον σεκιούριτι.
Όταν ενοχλημένοι ζήτησαν τον υπεύθυνο του καταστήματος, ο άνθρωπος που εμφανίστηκε κινήθηκε εναντίον τους με απειλητικές διαθέσεις ενώ ταυτόχρονα τους περικύκλωσαν 5-6 «φουσκωτοί», οι οποίοι τους πήραν στο κατόπι βρίζοντάς τους και φωνάζοντας «γ... τους πρόσφυγες»: «Ξέφυγα από τους φανατικούς ισλαμιστές στη χώρα μου και τους ξαναβρήκα με άλλη μορφή στην Ελλάδα...» λέει πικραμένος.
«Βλέποντας κόσμο τριγύρω, αλλά και άλλους σεκιούριτι, πιστεύαμε ότι θα αποθαρρυνθούν, προς μεγάλη μας όμως έκπληξη κανείς δεν αντιδρούσε. Επιχείρησα να πάρω από το κινητό μου την αστυνομία και τότε μας επιτέθηκαν, με πρώτο τον φερόμενο ως μάνατζερ, χτυπώντας μας βάναυσα. Καταλήξαμε στο πεζοδρόμιο, ο ένας φίλος με σπασμένο σαγόνι κι εγώ να προσπαθώ να τον βοηθήσω έχοντας σπασμένη μύτη, βλάβη κροταφικού λοβού και εγκεφαλικές κακώσεις που μου έχουν έκτοτε δημιουργήσει προβλήματα ακοής στο αριστερό αυτί...
Όταν οι αστυνομικοί επιτέλους ήρθαν, όχι μόνο δεν έσπευσαν να ερευνήσουν την υπόθεση και να προχωρήσουν σε συλλήψεις, αλλά μας συμπεριφέρθηκαν απαξιωτικά και σχεδόν επιθετικά. «Είπαν πως δεν μπορούν να κάνουν τίποτα πριν καν ακόμα τους πω τι ακριβώς συνέβη, απείλησαν μάλιστα με σύλληψη εμάς αντί για τους δράστες, αν επιμέναμε» λέει.
Απρεπή συμπεριφορά όμως αντιμετώπισε και στο Γενικό Κρατικό, όπου πήγαν για τις Πρώτες Βοήθειες. Ένας γιατρός του είπε ότι «δυστυχώς συμβαίνουν αυτά με τους πρόσφυγες στην Ελλάδα», νομίζοντας ότι είναι πρόσφυγας κι εκείνος και παρουσιάζοντας τις συμπεριφορές αυτές περίπου σαν νομοτέλεια – ο ίδιος, λέει, έγινε πιο ευγενής σαν έμαθε ότι ήταν Δανός πολίτης, πράγμα που του φάνηκε υποκριτικό, όπως και στην περίπτωση των αστυνομικών που επίσης «μαλάκωσαν» κάπως όταν πληροφορήθηκαν την υπηκοότητά του, δίχως όμως και πάλι να ενεργήσουν.
Όμως ο Αχμάντ δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι όλο αυτό. Είχε βιώσει πολύ δυσκολότερες καταστάσεις ως παιδί στην Καμπούλ, είχε δει ανείπωτα για την ηλικία του πράγματα, δεν θα τον τρόμαζαν μισή ντουζίνα σεκιουριτάδες, ούτε θα έπνιγε την αγανάκτησή του με τη συμπεριφορά της αστυνομίας που ήταν κιόλας αυτή που τον σόκαρε περισσότερο, μαζί με την αδιαφορία του κόσμου που παρακολουθούσε την επίθεση:
«Δεν έχω ξαναζήσει κάτι τέτοιο... Όσο βρίσκομαι στη Δανία, αλλά και ταξιδεύοντας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ουδέποτε αντιμετώπισα τόσο ακραίες καταστάσεις. Κάποιες "μουρμούρες", κάποια ρατσιστικά σχόλια ναι, ποτέ όμως σωματική βία ή οργανωμένη επίθεση τέτοιου τύπου. Ακόμα όμως κι αν συνέβαινε κάτι αντίστοιχο στη Δανία, η αστυνομία θα έκανε ξεκάθαρα τη δουλειά της, είναι αδιανόητο να παρέμενε αδρανής στις καταγγελίες των θυμάτων. Αλλά και οι απλοί άνθρωποι πιστεύω θα αντιδρούσαν...».
Η υπόθεση έλαβε διαστάσεις στη Δανία, δημιουργώντας αλγεινές εντυπώσεις, αφού ακόμα και ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας τη χαρακτήρισε εξωφρενική.
Ο ίδιος, πάντως, δεν έκατσε στα αβγά του. Ξεκίνησε καταγγελίες στον Τύπο, κυκλοφόρησε βίντεο που δείχνει τα τραύματα του ίδιου και των φίλων του, πήγε στη δανέζικη πρεσβεία όπου βρήκε στήριξη και δικηγόρο –η υπόθεση μάλιστα έλαβε διαστάσεις στη Δανία, δημιουργώντας αλγεινές εντυπώσεις και προκαλώντας μέχρι και την αντίδραση του πρώην πρωθυπουργού Ρασμούσεν -, υπέβαλε μηνύσεις μαζί με τους άλλους παθόντες, έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον πρωθυπουργό και την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, επισκέφθηκε δε αυτοπροσώπως τον Αττικάρχη της ΕΛΑΣ ο οποίος, λέει, εξέφρασε τη λύπη του για την συμπεριφορά των οργάνων και υποσχέθηκε ότι το θέμα θα διερευνηθεί.
Δηλώνει μάλιστα ότι θα κάνει ό,τι άλλο είναι δυνατό για να μη θαφτεί αυτή η υπόθεση, όχι τόσο για τον ίδιο όσο για όλους εκείνους τους πρόσφυγες και μετανάστες που ατύχησαν να βρεθούν στη θέση του δίχως καν το δικό του «προνόμιο», και ξέρει, λέει, ότι είναι πολλοί.
Αγαπά, λέει, παρά ταύτα την Ελλάδα, λατρεύει τον πολιτισμό, την ιστορία και τους ανθρώπους της, έχει κάνει φίλους εδώ και παρά την άσχημη εμπειρία του καθόλου δεν άλλαξαν τα αισθήματά του αυτά. Καταλαβαίνει ότι το προσφυγικό-μεταναστευτικό είναι ιδιαίτερα οξυμένο στη χώρα μας, ότι ο ρατσισμός και η ξενοφοβία έχουν πάρει την ανηφόρα σε όλη την Ευρώπη. Ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες εκτός από "πρόβλημα" είναι και ευκαιρία για τη Δύση. Εξανίσταται όμως στην ιδέα ότι το μέλλον μπορεί να είναι κάτι τόσο εφιαλτικό όσο αυτό που έζησε.
Όχι, δεν νιώθει μίσος για τους δράστες, είναι πρόθυμος και να τους συγχωρέσει, αν του το ζητούσαν. Θα ήθελε όμως πολύ, αν βεβαίως εντοπίζονταν, να έδιναν κάποια εξήγηση στο μετέωρο «γιατί» του, ένα «γιατί» πελώριο που αφορά κι εκείνους που, παρότι έβλεπαν το σκηνικό, δεν επενέβησαν ή δεν έβαλαν έστω τις φωνές ώστε να το αποτρέψουν. Αυτό μάλιστα ήταν που τον σόκαρε περισσότερο, η «σιωπηλή πλειοψηφία» που φυσικά και ενθαρρύνει με τη στάση της αυτή τέτοια φαινόμενα, «όπως έκανε και στη Γερμανία του Μεσοπολέμου με τα γνωστά αποτελέσματα... Αυτό, ξέρεις, με ενδιαφέρει περισσότερο, να ευαισθητοποιηθεί η Πολιτεία και η κοινή γνώμη στη χώρα σας ώστε να εξαλειφθούν τέτοια φαινόμενα», υπογραμμίζει.
Δηλώνω επίσης εξοργισμένος με αυτή την υπόθεση δεδομένου ότι δεν είναι καθόλου η πρώτη φορά που μετανάστης ή πρόσφυγας –ή και κάποιος-α που απλώς «μοιάζει» με τέτοιον– πέφτει θύμα ρατσιστικής επίθεσης, με την αστυνομία, αν και εφόσον σπεύσει, να προσπαθεί σε πλείστες όσες περιπτώσεις να «κουκουλώσει» την υπόθεση αντί να τη διαλευκάνει, αντιμετωπίζοντας επιπλέον, όχι σπάνια, τα θύματα σαν θύτες.
Εξοργιστικό είναι όμως και το γεγονός ότι ένα απαράδεκτο σκηνικό σαν αυτό συνέβη στο Γκάζι, την κατ' εξοχή «διασκεδασούπολη» της Αθήνας, πόλο έλξης πολλών τουριστών. Δεν είναι μάλιστα καν η πρώτη φορά που καταγγέλλονται ρατσιστικές επιθέσεις εκεί, με θύματα είτε ανθρώπους διαφορετικού χρώματος, όπως συνέβη πέρσι στον ηθοποιό Στέφανο Μουαγκιέ, όπως έχει συμβεί σε άλλους «μαυριδερούς» μετανάστες στο παρελθόν, καθώς επίσης σε ΛΟΑΤΚΙ άτομα, παρότι μάλιστα το Γκάζι θεωρείται «γκέι χωριό».
Κάποιο φαιόχρωμο ρατσιστικό καρκίνωμα φαίνεται πως ενδημεί στην ευρύτερη περιοχή καιρό τώρα και καλά θα κάνουμε να το ξεριζώσουμε, προτού θρηνήσουμε άλλα θύματα και μάλιστα από αυτά που θα κόστιζαν στο εθνικό μας «πρεστίζ».
σχόλια