Έφυγε στις 30 Μαϊου 2015, στα 81 χρόνια της και η Μαρλέν Καρρέρ, ένα από τα πλέον αξιομνημόνευτα πρόσωπα της κοσμικής και καλλιτεχνικής Αθήνας μιας εποχής, ενώ τα τελευταία 15 χρόνια ζούσε στο αγαπημένο της νησί τη Ζάκυνθο, από το οποίο καταγόταν, απολαμβάνοντας τιμές και χαρές τοπικής αρχόντισσας. Γιατί η Μαρλέν όχι μόνο προερχόταν από μια από τις πιο ιστορικές και αρχοντικές οικογένειας του Ιονίου αλλά διέθετε και η ίδια όσο ζούσε προσωπικό κύρος που ανέπτυξε κατά τη διάρκεια μιας λαμπερής και πολυτάραχης ζωής.
Μεγαλωμένη μέσα σε ένα αρχοντικό της οδού Στησιχόρου 3, πίσω από το παλάτι με το οποίο ο βουλευτής- πατέρας της διατηρούσε ιδιαίτερες σχέσεις, ως παιδί αποτελούσε μέλος της προσωπικής παρέας του Κωνσταντίνου, της Σοφίας και της Ειρήνης. Καθώς φαίνεται όμως, ως απόγονος του μουσικοσυνθέτη Παύλου Καρρέρ είχε κληρονομήσει καλλιτεχνική φλέβα, και ενήλικη πια είχε βλέψεις να διακριθεί στο τραγούδι, κάτι που την οδήγησε σε παρέες μποέμικες και σκανδαλώδεις.
Μέσα στη δίνη της κοσμικής κραιπάλης, η περιουσία εξανεμίστηκε και η Μαρλέν χρειάστηκε να βγει στην αγορά εργασίας. Χάρη στη φιλία της με τη Μελίνα δούλεψε ως η πιο έμπιστη γραμματέας της στο Υπουργείο Πολιτισμού όπου βοήθησε και στήριξε πολλούς νέους καλλιτέχνες
Ένα από τα προσωπικά της «σκάνδαλα» για την κοινωνική της τάξη, ήταν ότι επέλεξε να είναι από τις στενότερες φίλες της Μελίνας Μερκούρη - μια σχέση που την καθόρισε. Την περίοδο της μεγάλης καλλιτεχνικής ακμής της Αθήνας (1960-1967) η Μαρλέν πέρα από την οικονομική ελίτ της οποίας αποτελούσε αναπόδραστα κομμάτι της, ανέπτυξε σχέσεις με ολόκληρο το καλλιτεχνικό στερέωμα. Η φιλία της με το ζεύγος Μερκούρη-Ντασσέν καταρχήν την έφερε σε επαφή με προσωπικότητες διεθνούς φήμης, όπως η περίπτωση του Μάρλον Μπράντο ο οποίος όταν ήρθε στην Αθήνα με την προοπτική να παίξει τον Αλκιβιάδη σε ταινία του Ντασσέν, φιλοξενήθηκε στο σπίτι της. Αλλά παρέα έκανε και με τον Γκέγκορυ Πεκ και τον Αλαίν Ντελόν, όπως και με τη Μαρία Κάλλας και τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Παντρεμένη με έναν από τους ωραιότερους Αθηναίους, το φημισμένο μηχανικό Αντώνη Κιτσίκη, εκείνη επίσης ψηλή και επιβλητική, δεν άφηναν κοσμική εκδήλωση που να μην δίνουν το παρών ενώ στη θέση του παλιού οικογενειακού αρχοντικού έκτισαν την πολυτελέστερη πολυκατοικία της εποχής. Εκεί έμεναν ένα διάστημα όπως και η Αλίκη Βουγιουκλάκη με την οποία επίσης έγινε καλή φίλη. Το ίδιο ακριβώς διάστημα μία υπόγεια έκθεση οικοδομικών υλικών του άντρα της στην οδό Πανεπιστημίου μετατράπηκε σταδιακά στο πρώτο πριβέ κλαμπ της Ελλάδας -την διαβόητη "Αρχιτεκτονική". Με τον Κιτσίκη απέκτησε ένα γιο αλλά ο γάμος δεν κράτησε μέχρι τέλους.
Η φιλία της με τον Μίκη Θεοδωράκη αποτέλεσε ένα ακόμα σταθμό στη ζωή της καθώς υπήρξε η πρώτη –δισκογραφικά- ερμηνεύτρια της Όμορφης πόλης- αλλά πολύ καλές σχέσεις διατηρούσε και με τον Χατζιδάκι, τον Ξαρχάκο και τον Μούτση. Λίγο πριν τη χούντα συμμετείχε ως ηθοποιός στην ταινία, του άλλου μεγάλου φίλου της Μιχάλη Κακογιάννη "Όταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά". Αργότερα έπαιξε σε μια ακόμα, ακυκλοφόρητη ταινία δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη.
Μέσα στη δίνη της κοσμικής κραιπάλης όμως, η περιουσία εξανεμίστηκε και η Μαρλέν χρειάστηκε να βγει στην αγορά εργασίας. Χάρη στη φιλία της με τη Μελίνα δούλεψε ως η πιο έμπιστη γραμματέας της στο Υπουργείο Πολιτισμού όπου βοήθησε και στήριξε πολλούς νέους καλλιτέχνες όπως και τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα - τον περίφημο θεσμό του '80. Αργότερα εργάστηκε ως παρουσιάστρια της εκπομπής Επόψεις στο πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα τηλεοπτικό κανάλι Seven X.
Κατοικία της πια δεν ήταν κάποιο πολυτελές διαμέρισμα του Κολωνακίου αλλά ένα υπόγειο διαμέρισμα σε ένα στενό κάθετο στη Βασιλίσσης Σοφίας δρόμο στο ύψος του Μεγάρου Μουσικής, όπου για περισσότερα από 30 χρόνια, κάθε Πέμπτη μαζευόταν ολόκληρη η καλλιτεχνική Αθήνα. Εκεί μπορούσες να συναντήσεις από τη Μελίνα μέχρι την Αλίκη, από τον καρδιακό της φίλο Γιάννη Δαλιανίδη και τον υπέροχο Γιάννη Φλερύ έως τον κορυφαίο σκηνογράφο όπερας Νικόλα Γεωργιάδη και τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ, από τη Ροζίτα Σώκου μέχρι τη Νόνικα Γαληνέα. Εκεί μέσα καταστρώθηκαν ουκ ολίγα καλλιτεχνικά σχέδια και κλείστηκαν ακόμα περισσότερες συνεργασίες.
Οι φιλίες της με διασημότητες τελειωμό δεν είχαν και συμπεριελάμβαναν τη Μάρθα Καραγιάννη, τον Κώστα Βουτσά, τον Νίκο Γαλανό, τον Γρηγόρη Βαλτινό, τον Άγγελο Αντωνόπουλο αλλά και τον Χρήστο Λαμπράκη και τον Φώτη Κουβέλη, κι άλλους πολλούς - τους πάντες !
Έως ότου αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να αποσυρθεί και να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής της τη Ζάκυνθο, όπως ονειρευόταν η πρόωρα χαμένη μητέρα της και που δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει. Αποφάσισε να ολοκληρώσει το όνειρο εκείνης και να συνεχίσει εκεί τη ζωή της. Σε ένα υπέροχο σπίτι με εκπληκτικό κήπο που έφτανε μέχρι τη θάλασσα, στη θέση που μέχρι το σεισμό του 1953 ορθωνόταν το αρχοντικό Καρρέρ σχεδιασμένο από τον Τσίλερ. Η ζωή της στο νησί βέβαια δεν κυλούσε τόσο ήρεμα, καθώς κι εκεί δραστηριοποιήθηκε στα πολιτιστικά της τοπικής κοινωνίας ενώ όποιος θίασος κατέφθανε από την Αθήνα, ήξερε ότι τον περίμενε η ζεστή φιλοξενία της. Πώς να μην θεωρούσε λοιπόν τη «Ζωή ένα πάρτι» όπως ήταν ο τίτλος της αυτοβιογραφίας της;
ΤΡΙΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "Η ζωή ένα πάρτι" της Μαρλέν Καρρέρ με την Αλεξάνδρα Τσόλκα, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ
Δεν ξέρω λοιπόν τι με σώζει πάντα απ' την απόγνωση, την καταστροφή, την άβυσσο που λέγαμε. Ίσως ο Άγιος. Τι με κοιτάς; Στη Ζάκυνθο ένας είναι ο Άγιος: ο δικός μας. Ο Άγιος Διονύσιος, βέβαια! Σου έλεγα ότι πιστεύω στο Θεό, αλλά πιο πολύ πιστεύω στον Άγιο. Ήταν και συγγενής μας. Αυτήν τη βαθιά πίστη στον Άγιο την κληρονόμησα, φαίνεται, απ' τον πατέρα μου. Τον λάτρευε τον Άγιο – συγγενή μας. Στο τέλος του άφησε και την περιουσία του, να σκεφτείς... Στην πραγματικότητα, όταν στ' αλήθεια θέλω κάτι πολύ, ο Άγιος μου το κάνει. Ειδωλολατρικό λες; Μπορεί, αλλά εμένα αυτή είναι η πίστη μου, η δικιά μου ψυχανάλυση, αν θες. Άλλη ψυχανάλυση δε θα έκανα. Φοβάμαι. Ακόμα και τώρα φοβάμαι όλα αυτά που κρύβουμε μέσα μας οι άνθρωποι. Όπως φοβάμαι και το θάνατο. Η φίλη μου η Ροζίτα Σώκου, μου έλεγε: «Μα καλά, καημένη, τι φοβάσαι για κάτι που σε όλους συμβαίνει;». Ε, φοβάμαι, Ροζίτα, φοβάμαι και θα φοβάμαι πάντα. Φοβάμαι αυτό που αφήνει κρύα σώματα, που δεν έχει επιστροφή, που δεν έχει τίποτα άλλο πια. Δεν τον δέχομαι το θάνατο και δε θα τον δεχτώ ποτέ. Τι είναι αυτό το πράγμα που το ένα βράδυ σε φιλάει η μάνα σου, τη μυρίζεις, την πιάνεις, γεμίζεις ασφάλεια και σιγουριά και το άλλο μεσημέρι δεν υπάρχει; Γιατί δεν υπάρχει;
Το πρώτο καλοκαίρι της φοιτητικής μου ζωής πηγαίνουμε για διακοπές στη Ζάκυνθο. Όμορφη, πράσινη και φωτεινή• ζεστή σαν αγκαλιά η Ζάκυνθος με περίμενε. Η νόνα πια, ήταν τρισευτυχισμένη που είχε επιστρέψει στο «πιο όμορφο νησί του κόσμου»! Δεν υπήρξε άνθρωπος που να είδε, να έζησε στη Ζάκυνθο, και να μην την ερωτεύτηκε. Έτσι και η μάνα μου και η νόνα μου, που αν και δεν ήταν Ζακυνθινές, το νησί τις μάγεψε. Καλοκαίρι λοιπόν στη Ζάκυνθο. Είναι πρωί στο σπίτι μας. Το σπίτι αυτό των Καρρέρ το είχε χτίσει ο Τσίλερ. Πανέμορφο παλατάκι είκοσι πέντε δωματίων! Γελάς; Φτώχεια καταραμένη, ε; Δεν το έβλεπα έτσι. Μου άρεσε τόσο αυτό το σπίτι! Το αγαπούσα. Κάθε δωμάτιο, κάθε γωνιά, είχε έναν ολόκληρο κόσμο έτοιμο να εξερευνηθεί. Κάθε αντικείμενο είχε ιστορία αιώνων• ιστορία ανθρώπων. Το θεωρούσα κάτι δεδομένο και απόλυτα φυσικό. Κάπου στον κόσμο – όπου κι αν ήμουν, ό,τι κι αν έκανα – υπήρχε το σπίτι μου και το νησί μου. Είναι πρωί, λοιπόν, κι εγώ φοράω το μαγιό μου και ετοιμάζομαι να πάω για μπάνιο μπροστά. Ξέρεις, αυτά τα σπίτια είχαν πάντα μια ιδιωτική παραλία στο μπροστινό μέρος. Είμαι στη σάλα και φωνάζω στη νόνα μου πως φεύγω τώρα, όταν η γη αρχίζει να τρέμει... Θα περάσει λέω• δεν περνάει. Κρατάει κι άλλο κι άλλο... Θα κρατήσει για πάντα; Η γη ανοίγει. Ο σεισμός δε λέει να τελειώσει. Πεταγόμαστε έξω. Τι είναι αυτό; Καπνός; Σκόνη απ' τα θεμέλια: Το σπίτι γκρεμίζεται. Από παντού ακούγονται κραυγές – προσευχές και επικλήσεις στην Παναγία και τον Άγιο. Κοιτάζω αυτό που κάποτε ήταν το σπίτι μας. Ένας τοίχος εδώ, μια σκάλα πιο κει να ανεβαίνει στο κενό και το πόδι του πιάνου να αιωρείται στα υπολείμματα ενός παραθύρου κι ενός τοίχου. Κενό...
Ο θείος μου μας βάζει κακήν κακώς στο τρεχαντήρι του. Βλέπω από μακριά έναν άνθρωπο να πηδάει από βράχο σε βράχο. Τον ήξερα. Καλός άνθρωπος, δουλευτής. Μόλις είχε βρει τη γυναίκα του νεκρή. Τρέχει στα βράχια και φωνάζει: «Η κιθάρα μου; Πού έβαλα την κιθάρα μου;». Ξαφνικά είναι σαν να πέσαμε σε κάποιο βράχο. Ουρλιάζουμε. Πάει, θα ανοίξει η βάρκα και πού να πάμε; Σε πια στεριά; Ήταν ο μεγάλος σεισμός που ακολουθούσε. Από μακριά βλέπουμε το καμπαναριό του Αγίου να πέφτει. Ήταν η ώρα που στους φούρνους και στα τζάκια ψηνόταν το φαγητό. Φωτιά: ό,τι απέμεινε από τη Ζάκυνθο το έκαιγαν οι φλόγες. Το καΐκι μας ανοιγόταν στη θάλασσα. Νησί δε φαινόταν πια• μόνο καπνός. Ώρες μετά, μου φαινόταν πως άκουγα ακόμα τα ουρλιαχτά και τα «Παναγιά μου». Το φόβο του θανάτου και το φόβο του σεισμού ποτέ δε θα τα ξεπεράσω. Ή μήπως είναι και τα δύο το ίδιο πράγμα; Η σιωπή ήταν αποπνικτική και αβάσταχτη. Ακούω τη νόνα μου να λέει: «Για μένα, ό,τι και να συμβεί πια, τελείωσε η Ζάκυνθος... τελείωσε».
Ξέρεις τον Κόκκινο Βράχο, πάνω από τη Ζάκυνθο; Εκεί. Στην κορυφή του υπήρχε ένα σπίτι και μια τεράστια βεράντα που έβλεπε από ψηλά το νησί μου και το πέλαγος. Τη νύχτα, ήταν σαν να αιωρούνται στο σκοτάδι μικρά χριστουγεννιάτικα φωτάκια από σπίτια μακρινά και από τα αστέρια που απλώνονταν παντού γύρω σου, κάνοντάς σε να νιώθεις σαν να ταξιδεύεις στο σύμπαν. Το θέλω. Το θέλω! Σε ποιον ανήκει; Είναι της λαίδης Κρο. Παίρνω την Ελπινίκη Μαρίνου στο Λονδίνο. Της λέω τα σχέδια μου. «Μαρλέν μου, το συζητάς; Πάρ' το και κάν' το ό,τι θες». Ναι! Ναι! Μα και όχι! Πού θα βρω λεφτά; Πώς να το κάνω μόνη μου; Πρέπει να βρω συνεταίρο. Ποιον; Το Σάκη Κολαΐτη, γνωστό Ζακυνθινό, που είχε ξενοδοχείο. Ευτυχώς ήταν το σπίτι όμορφο και η περιοχή μαγευτική, αλλιώς, ό,τι μας ερχόταν το κάναμε. Καταρχήν το σπίτι είχε φως, νερό και τηλέφωνο, πράγματα φοβερά για τη Ζάκυνθο εκείνης της εποχής. Αυτό διευκόλυνε την κατάσταση. Μετά, έφερα εγώ το στερεοφωνικό μου, δώρο στο γάμο μου, από το σπίτι. Ήταν η τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Δύο υπήρχαν στην Αθήνα, τότε. Το άλλο το είχε ο Χατζιδάκις, για να καταλάβεις. Βέβαια, χρειαζόμασταν και άλλο ένα πικάπ για τις αλλαγές. Αγοράσαμε. Έρχομαι εγώ στην Αθήνα και ψάχνω ντιτζέι. Βρίσκω τον Πέτρο να παίζει στην Πλάκα. Έρχεσαι με το θρυλικό ποσό των πεντακοσίων δραχμών την ημέρα στη Ζάκυνθο, παιδί μου; Θα μείνεις στο κλαμπ και θα το φυλάς κιόλας. Δέχεται. Πάμε πάλι στη Ζάκυνθο. Να σκεφτείς, ήταν και ειδικός στα φώτα, τάχα μου. Πήρε χρωματιστά λαμπιόνια και τα έδεσε με σύρμα στα δέντρα! Δική του πατέντα, λέει! Ευτυχώς, σου ξαναλέω, ήταν υπέροχα το σπίτι, τα δέντρα και η θέα και δε χρειαζόμασταν και τίποτα άλλο. Ο πατέρας μου δε, έξαλλος: «Μην το κάνεις και μην το κάνεις. Ένα όνομα στη Ζάκυνθο, ήρθες και εδώ να το ξεφτιλίσεις. Μαρλέν, σου μιλάω, θα το κάνεις;» Ω, ναι!
Και έρχεται η μέρα να ανοίξουμε. Ο καιρός είναι τόσο γλυκός! Χαρά Θεού. Οι μυρωδιές από τον κήπο και από το πέλαγος άφθαστες και για το πιο φίνο γαλλικό άρωμα. Ατενίζαμε υπεροπτικά τα Επτάνησα και την Ευρώπη. Και ο κόσμος δεν ήρθε. Κλαμπ; Τι είναι κλαμπ αναρωτιόντουσαν οι Ζακυνθινοί. Κανένα άντρο ακολασίας σίγουρα. Για καλή μου τύχη φτάνει στη Ζάκυνθο ο αγαπημένος μου Γιάννης Διαλιανίδης για να γυρίσει το «Επαναστάτης Ποπολάρος». Άλλο που δεν ήθελαν οι ηθοποιοί, κάθε βράδυ ήταν επάνω στο κλαμπ. Άρχισαν να έρχονται και οι Ζακυνθινοί, για να δουν από κοντά τους ηθοποιούς και για να διερευνήσουν τι στο καλό είναι αυτό το κλαμπ. Επιτυχία. Κάθε βράδυ πια, δε χώραγε ο κόσμος. Ένα βράδυ φτάνει στη Ζάκυνθο και ο λατρεμένος μου, ο Τάκης ο Χορν, με το γιοτ του από τις Κάννες, μαζί με τη γυναίκα του, τη Γουλανδρή. «Πάμε, βρε παιδί μου, να δούμε τι κάνει αυτό το κορίτσι, με αυτό το κλαμπ και έχει γίνει θέμα». Τον βλέπω μες στο σούρουπο να με κοιτάζει διασκεδάζοντας. Τι χαρά! Τι έκπληξη! Τον αγκαλιάζω και τον ξεναγώ στο δημιούργημά μου. Ενθουσιάζεται. «Τι Ταορμίνα και κουραφέξαλα, Μαρλέν! Μόλις ανακάλυψες τον παράδεισο». Είχε κανονίσει να μείνει ένα απόγευμα. Έμεινε τρεις μέρες και τις πέρασε όλες στο κλαμπ. Γλυκέ μου, Τάκη...
_________
Αποσπάσματα από το βιβλίο της Μαρλέν Καρρέρ με την Αλεξάνδρα Τσόλκα «Η ζωή ένα πάρτι»
σχόλια