Τις πρώτες μέρες της καραντίνας, η είδηση λειτουργίας μιας νέας ελληνικής streaming πλατφόρμας γεμάτης με ταινίες που βρίσκονταν εδώ και καιρό στη watchlist μου ήταν σίγουρα το πιο ευχάριστο πράγμα που εμφανίστηκε στο timeline μου. Το Cinobo (που προκύπτει από τα αρχικά της φράσης Cinema No Borders) φάνταζε ως η ιδανική εναλλακτική στο κορεσμένο και συχνά κατώτατης ποιότητας (κινηματογραφικά, τουλάχιστον) content του Netflix, για το (μακρύ, όπως αποδείχθηκε) διάστημα του lockdown που θα ακολουθούσε.
Έγινα αμέσως συνδρομητής και ακόμα θυμάμαι τον ενθουσιασμό μου το βράδυ που κάθισα να παρακολουθήσω τα «400 χτυπήματα» του Φρανσουά Τριφό. Και την αμέσως επόμενη μέρα το «Mauvais Sang» του Λεός Καράξ. Ταινίες, δηλαδή, που για χρόνια ήθελα να δω, αλλά η εξίσωση «καλή κόπια, υποτιτλισμός, διαθεσιμότητα τη στιγμή που θέλω» ήταν συχνά αποτρεπτική.
Στο Cinobo το content είναι ανεξάντλητο, αν και όχι χαοτικό. Θα βρεις από αφιερώματα στους Τσάρλι Τσάπλιν, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ανιές Βαρντά και Κριστόφ Κισλόφσκι, μέχρι επιλογές από Μπάστερ Κίτον, Βιμ Βέντερς, Μίκαελ Χάνεκε, Φρανσουά Οζόν, Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ και τις ταινίες του Μπονγκ Τζουν Χο που προηγήθηκαν του πρόσφατου θριάμβου του με τα «Παράσιτα». Ταινίες από την πρόσφατη παγκόσμια ανεξάρτητη παραγωγή, επιλογές από τα μεγάλα φεστιβάλ, κλασικά αριστουργήματα από το παρελθόν, ντοκιμαντέρ, animation, θεματικές κατηγορίες, συν ένα μεγάλο μέρος της πρόσφατης ελληνικής κινηματογαφίας καλύπτονται επαρκώς για να σε κολλήσουν στην οθόνη. Διαθέτουν ελληνικούς υπότιτλους, μπορούν να προβληθούν σε όλες τις συσκευές, ακόμα και εκτός σύνδεσης, ή μέσω Chromecast στην τηλεόραση, και το αντίτιμο της μηνιαίας συνδρομής είναι μικρότερο από 8 €.
Πώς προέκυψε όμως η δημιουργία μιας πλατφόρμας που, φαινομενικά τουλάχιστον, και με βάση τα εισιτήρια που κόβουν οι λεγόμενες «καλλιτεχνικές» ταινίες στα ελληνικά σινεμά, απευθύνεται σε αρκετά περιορισμένο κοινό; Πόσο βιώσιμη μπορεί να είναι επιχειρηματικά μια τέτοια κίνηση και προς τα πού θα προσανατολιστεί το προσεχές διάστημα; Για όλα αυτά συζητήσαμε με τη managing director του Cinobo, Δάφνη Μπεχτσή.
[Στην κεντρική εικόνα, οι 5 πιο δημοφιλείς ταινίες από τη μέρα λειτουργίας του Cinobo μέχρι σήμερα: 1. Honeyland (πάνω δεξιά), 2. Memories of murder (κάτω αριστερά), 3. Όντως φιλιούνται; (πάνω αριστερά), 4. Τετάρτη 04:45 (κέντρο), 5. Let the sunshine in (κάτω δεξιά)].
Τα εισιτήρια που κόβονται για μια arthouse ταινία δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο πραγματικό ενδιαφέρον που υπάρχει γι' αυτή. Τα ανοίγματα arthouse ταινιών και μικρότερων ανεξάρτητων παραγωγών τα τελευταία χρόνια είναι ως επί το πλείστων πολύ περιορισμένα, δίχως να δίνουν μια πραγματική ευκαιρία στην ταινία να βρει το κοινό της. Πολλές φορές δεν φτάνουν εκτός Αθήνας/Θεσσαλονίκης και τους δίνεται μια εβδομάδα ή δύο, δίχως ευκαιρία για το word of mouth να λειτουργήσει.
— Το Cinobo εμφανίστηκε αμέσως μόλις ανακοινώθηκε το lockdown στην Ελλάδα, σχεδόν χωρίς καμία διαφημιστική προβολή. Ήταν τυχαία η συγκυρία ή επρόκειτο να λανσάρετε την πλατφόρμα αργότερα και επισπεύσατε τις διαδικασίες λόγω καραντίνας; Ήσασταν έτοιμοι, δηλαδή, ή βγήκατε «στον αέρα» εσπευσμένα;
Είχαμε προσχεδιάσει να βγούμε online αρχές Μαρτίου αρκετούς μήνες πριν. Γνώμονας ήταν η προετοιμασία μας σε διάφορους τομείς και σίγουρα όχι η πανδημία – άλλωστε από τον πυρετό της προετοιμασίας δεν είχαμε φανταστεί τι θα ακολουθούσε. Το ανακοινώσαμε λοιπόν με αντίστροφη μέτρηση στο κοινό, 10 μέρες πριν βγούμε. Την ίδια ακριβώς στιγμή που μαζευτήκαμε να γιορτάσουμε την έναρξη, ανακοινώθηκε το κλείσιμο των θεάτρων και των αιθουσών. Ήμασταν ένα δωμάτιο γεμάτο μπερδεμένα συναισθήματα! Ήταν λοιπόν ένα γεγονός τελείως τυχαίο και απίστευτα συμπτωματικό.
— Πώς προέκυψε η δημιουργία της συγκεκριμένης πλατφόρμας και ο προσανατολισμός που της δώσατε;
Προέρχομαι από μια οικογένεια που δραστηριοποιήθηκε στον χώρο για δεκαετίες και, παρόλο που είχα επιλέξει μια τελείως διαφορετική καριέρα, η τριβή που είχα με το σινεμά από μικρή ήταν αναπόφευκτη. Μεγαλώνοντας, μου δόθηκε η ευκαιρία να παρευρεθώ σε markets ευρωπαϊκών φεστιβάλ κινηματογράφου, όπου μου έγινε αντιληπτό πως υπάρχει απέραντος πλούτος ανεξάρτητου κινηματογράφου διαθέσιμος παγκοσμίως, πολύ μικρό μέρος του οποίου τελικά φτάνει στα μάτια του ελληνικού κοινού. Γυρνούσα πίσω έχοντας απολαύσει τόσες ταινίες που ήθελα να προτείνω σε φίλους, αλλά αβέβαιη για το πώς και αν θα έχουν την ευκαιρία να τις δουν – νόμιμα τουλάχιστον. Αυτή η σκέψη υπήρξε και το έναυσμα για τη δημιουργία του Cinobo.
— Πέρα από τις προσωπικές σας εμπειρίες, είδατε και κάποιο κενό στην εγχώρια αγορά;
Το κενό που εντοπίσαμε, έως και σήμερα, δεν καλύπτεται από άλλες πλατφόρμες, είναι αυτό ανάμεσα στο ανεξάρτητο σινεμά και στο κοινό που το απολαμβάνει ή θέλει να το ανακαλύψει. To Cinobo ήρθε να αποκαταστήσει αυτήν τη σχέση, δίνοντας για πρώτη φορά στον Έλληνα θεατή ανεξάρτητο κινηματογράφο από όλο τον κόσμο, συγκεντρωμένο και προσεκτικά επιμελημένο, σύγχρονο ελληνικό σινεμά, και κάνοντας πιο εύκολη και άμεση την πρόσβαση σε αυτά. Το Cinobo επίσης στοχεύει να καλύψει ένα κενό στην εγχώρια αγορά, στο οποίο εντάσσονται ταινίες που δεν θα έφταναν αλλιώς στα μάτια του Έλληνα θεατή ή που προβλήθηκαν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα στις αίθουσες και μετά έπαψαν να είναι προσβάσιμες. Θέλουμε, λοιπόν, να δώσουμε ζωή στις ταινίες μετά τις αίθουσες και τα φεστιβάλ.
— Στην Ελλάδα επικρατεί αυτήν τη στιγμή η απόλυτη κυριαρχία του Netflix, ενώ οι λεγόμενες «arthouse» ταινίες, που ως επί το πλείστον εντάσσετε στο δυναμικό σας, συνήθως δεν κόβουν πάνω από μερικές χιλιάδες εισιτήρια όταν προβάλλονται στις αίθουσες. Επιχειρηματικά είναι ρίσκο το Cinobo;
Πάντα πίστευα ότι τα εισιτήρια που κόβονται για μια arthouse ταινία δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο πραγματικό ενδιαφέρον που υπάρχει γι' αυτή. Τα ανοίγματα arthouse ταινιών και μικρότερων ανεξάρτητων παραγωγών τα τελευταία χρόνια είναι ως επί το πλείστων πολύ περιορισμένα, δίχως να δίνουν μια πραγματική ευκαιρία στην ταινία να βρει το κοινό της. Πολλές φορές δεν φτάνουν εκτός Αθήνας/Θεσσαλονίκης και τους δίνεται μια εβδομάδα ή δύο, δίχως ευκαιρία για το word of mouth να λειτουργήσει. Αυτό επιβεβαιώνεται ως ένα βαθμό από πολλές ταινίες που στο Cinobo βρέθηκαν στις πιο αγαπημένες επιλογές, ενώ, όταν κυκλοφόρησαν στα σινεμά, εισπρακτικά το κοινό δεν «έδειξε ενδιαφέρον».
Το εγχείρημα, παρ' όλα αυτά, σίγουρα ήταν και παραμένει ρίσκο. «Τι πας να κάνεις;», «Εσύ και οι φίλοι σου θα τα βλέπετε», «Είναι μια μικρή αυτοκτονία», όλα τα άκουσα! Είμαι όμως αρκετά πεισματάρα, και ο πατέρας μου, που υπήρξε σύμβουλός μου στην πορεία του πρότζεκτ, εξίσου! Όταν βρήκα και το team που μοιράζεται το ίδιο όραμα με εμένα, ήξερα ότι δεν θα το βάλω κάτω. Αφού έλειπε από εμάς κάτι τέτοιο, θα έλειπε και από τη ζωή άλλων Ελλήνων κινηματογραφόφιλων! Εμπιστεύτηκα λοιπόν το ένστικτό μου, σχεδιάσαμε τα πάντα όσο πιο προσεκτικά και όσο πιο αγαπησιάρικα, και ελπίζω το ένστικτό μου να μη με διαψεύσει.
— Είστε ικανοποιημένοι από την ανταπόκριση του κοινού ως τώρα; Μπορεί να είναι βιώσιμη η δημιουργία μιας άτυπης «ελληνικής Criterion» ή, καλύτερα, ενός «ελληνικού Mubi», σε σχέση με τα έξοδα για τα δικαιώματα;
Από την πρώτη στιγμή τα μηνύματα και η ανταπόκριση του κόσμου υπήρξαν ενθαρρυντικά έως και συγκινητικά, θα έλεγα! Η συγκυρία του κορωνοϊού βοήθησε στη γρήγορη διάχυση της είδησης της νέας streaming πλατφόρμας και χαιρόμαστε πολύ που υπάρχει ένα κοινό που ήδη αγάπησε το Cinobo όσο εμείς και η ταινιοθήκη μας ήταν εκεί να του κρατάει συντροφιά τις ημέρες εκείνες. Είναι νωρίς για συμπεράσματα, όμως, και σίγουρα θα χρειαστεί αρκετός καιρός ακόμα πριν μιλήσουμε για επιτυχία και βιωσιμότητα.
Τώρα, όσον αφορά το κόστος των δικαιωμάτων, είναι και παραμένει η σημαντικότερη επένδυση στο επιχειρηματικό πλάνο μας, αλλά εξίσου μεγάλο βάρος είναι η υποστήριξη, τα τεχνολογικά και streaming κόστη. Πέρα από μεγάλα λόγια, αυτός είναι ο βασικός στόχος μας, η ανάπτυξη ενός βιώσιμου πρότζεκτ που θα μπορεί να καμαρώνει για το περιεχόμενο που προσφέρει στο ελληνικό κοινό και θα λειτουργεί ως πυλώνας υποστήριξης του ανεξάρτητου κινηματογράφου στην Ελλάδα.
— Πώς επιλέγετε τις ταινίες που προβάλλετε; Αφού μιλάμε για ανεξάρτητο κινηματογράφο, αλλά και για ταινίες από το παρελθόν, και δεν υπάρχουν από πίσω τα μεγάλα στούντιο, πώς γίνεται η επικοινωνία για την απόκτηση των δικαιωμάτων; Μελλοντικά, όταν θα ξεκινήσουν ξανά τα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, σκοπεύετε να έχετε παρουσία;
Δεν υπάρχει κάποιο πρωτόκολλο που τηρούμε για την επιλογή. Βρισκόμαστε διαρκώς σε αναζήτηση περιεχομένου, μοιραζόμαστε ιδέες και προτάσεις και αποφασίζουμε ποιες ταινίες αξίζει να διεκδικήσουν χώρο στο Cinobo και χρόνο από τους συνδρομητές μας.
Υποστηρικτικά για την απόκτηση δικαιωμάτων υπήρξαν τα ελληνικά γραφεία διανομής που συνεργάστηκαν μαζί μας, οι Έλληνες παραγωγοί και δημιουργοί που μας εμπιστεύτηκαν τα έργα τους, καθώς και η συνεργασία με την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου που μας στήριξε στο κομμάτι του σύγχρονου ελληνικού σινεμά. Εδραιώσαμε επίσης απευθείας συνεργασίες με γραφεία εξωτερικού, που χάρη στις πολύτιμες συμβουλές και στην πολυετή εμπειρία της ομάδας, ξέραμε πώς να προσεγγίσουμε.
Όσο για τα φεστιβάλ, ναι, θα είμαστε εκεί και ανυπομονούμε! Είναι ο φυσικός μας χώρος. Το Cinobo άλλωστε είναι μια μεγάλη συλλογή επιλεγμένων ταινιών από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου και φυσικά θα συνεχίσουμε να αναζητούμε αυτό το περιεχόμενο εκεί.
— Μέχρι τώρα παρατηρούμε μια ισορροπία ανάμεσα στις πρεμιέρες, τα αφιερώματα, τις παλιές ταινίες και τις νέες, ανεξάρτητες, ως επί το πλείστον επιλογές. Θα διατηρηθεί αυτή η ισορροπία; Θα δοθεί μεγαλύτερη βάση στα ονόματα, στις εθνικές κινηματογραφίες, στο ελληνικό σινεμά, στα φεστιβάλ, πού;
Δεν βλέπουμε προς το παρόν λόγο να αλλάξουμε το «product mix» μας, μια και φαίνεται οι συνδρομητές μας να το απολαμβάνουν. Έχουμε σκοπό να αναπτύξουμε παράλληλα τις διάφορες «ενότητες» με στόχο πάντα την ποικιλία, αλλά κυρίως την ποιότητα. Νέες ακυκλοφόρητες ταινίες απευθείας από φεστιβάλ, ταινίες που παίχτηκαν στην Ελλάδα και αξίζουν να μην ξεχαστούν, αφιερώματα σε σημαντικούς ξένους σκηνοθέτες. Σίγουρα θα θέλαμε να φιλοξενούμε όλο και περισσότερο νέες ελληνικές παραγωγές.
— Τι δείχνουν οι τάσεις στα πιο δημοφιλή της κάθε εβδομάδας; Τι θέλει το κοινό; Θα το λάβετε υπόψη;
Θα έλεγα ότι το «box office» μας συνεχώς μεταβάλλεται, που σημαίνει πως οι συνδρομητές μας έχουν διάθεση για εξερεύνηση και εμπιστεύονται τις προτάσεις μας. Καθώς είμαστε on air μόλις δύο μήνες και ο κατάλογός μας συμπεριλαμβάνει ταινίες διαφόρων υφών, ειδών και διαθέσεων, είναι ακόμα νωρίς για να εντοπίσουμε patterns στις προτιμήσεις του κοινού. Αξιοποιούμε σιγά σιγά τα δεδομένα και φυσικά τα λαμβάνουμε υπόψη. Χαιρόμαστε που βλέπουμε αφιερώματα σε παλιότερες ταινίες γνωστών σκηνοθετών να πηγαίνουν πολύ καλά και αξιοσημείωτη επιτυχία, ακόμα και για εμάς που το πιστεύαμε, αποτελεί η εντυπωσιακή υποδοχή του ελληνικού σινεμά.
— Θα έχουν ημερομηνία λήξης οι ταινίες που διατίθενται στο Cinobo, όπως γίνεται σε κάποιες περιπτώσεις στο Netflix; Τι προβλέπεται γι' αυτό;
Ναι, τα δικαιώματα των ταινιών έχουν ημερομηνία λήξης, δυστυχώς! Φροντίσαμε όμως να διασφαλίσουμε αρκετό χρόνο παραμονής, ώστε να μη χρειάζεται ο συνδρομητής του Cinobo να προσθέσει άγχος στην καθημερινότητα και να του δίνεται χρόνος και χώρος για εξερεύνηση. Κάποιες θα ανανεώνονται και όταν έρθει η ώρα θα δημιουργηθεί και κατηγορία «Leaving Soon».
— Σκοπεύετε να συνεχίσετε αυστηρά με ταινίες ή σκέφτεστε να επεκταθείτε και σε σειρές;
Οι ταινίες και οι σειρές έχουν φτάσει πλέον τόσο κοντά που είναι αδύνατο για μια πλατφόρμα να παραμείνει αυστηρά στη μία από τις δύο φόρμες. Το άνοιγμα σε σειρές είναι κάτι που επεξεργαζόμαστε για το μέλλον, σε ένα πλαίσιο όμως που δεν θα αλλάξει τη μορφή και τη φιλοσοφία της πλατφόρμας – ας πούμε ότι θα είναι πιο «συγγενικές» με τον κινηματογράφο λόγω των δημιουργών τους.
— Ποιοι άνθρωποι ανήκουν στον βασικό πυρήνα σχηματισμού του Cinobo;
Θα ξεκινήσω με τον Αλέξη Βούκαλη που ήταν και παραμένει στενός μου συνεργάτης από το στάδιο του business planning κιόλας. Καθ' όλη τη διάρκεια του λανσαρίσματος ήταν στο πλάι μου δυναμικά η αγαπητή Λίλυ Παπαγιάννη. Στην καρδιά του σχηματισμού υπήρξαν και τα λεγόμενα «παιδιά», μια ομάδα εκλεκτών επαγγελματιών στη δημοσιογραφία που είναι οι μάγοι του προγραμματισμού και του curation του Cinobo έως και σήμερα: Τάσος Μελεμενίδης, Θοδωρής Δημητρόπουλος, Τάσος Χατζηευφραιμίδης καθώς και ο Γιάννης Δαββέτας που συμμετείχε με ιδέες και κείμενα κατά το λανσάρισμα. Η Σοφία Μπεχτσή, o Κωνσταντίνος Τσίγκος και η Στέλλα Καραγιαννάκη ευθύνονται για το γεγονός ότι η πλατφόρμα κατάφερε να βγει στον αέρα και να είναι γεμάτη ταινίες. Δίχως αυτούς δεν θα υπήρχε πλατφόρμα! Στην πορεία εντάχθηκε και δυνάμωσε τρομερά το team η Μαρίτα Παντέρη. Τέλος, είμαι ευγνώμων για τη βοήθεια και τις συμβουλές του Γιάννη Δρέπα και της Στέλλας Κεχαγιά που στα στάδια του σχηματισμού με βοήθησαν και μου έλυσαν αμέτρητες απορίες, καθώς επίσης και για την ύπαρξη του πατέρα μου, που πάντα υπήρξε ο καλύτερος σύμβουλος και εμπνευστής.
— Αυτήν τη στιγμή το Cinobo δεν υπάρχει ως app για όλους τους τύπους των τηλεοράσεων, με αποτέλεσμα, σε κάποια μοντέλα να χρειάζεται να γίνει cast από smartphone ή υπολογιστή. Θα διορθωθεί; Γενικά υπάρχουν τεχνικές βελτιώσεις στις οποίες σκοπεύετε να προχωρήσετε;
Οι κατασκευαστές smart τηλεοράσεων είναι πολλοί και τα λειτουργικά τους, που διαφοροποιούνται ανά κατασκευαστή και χρονολογία, ακόμα περισσότερα. Η δημιουργία και διατήρηση της εφαρμογής για κάθε υποκατηγορία λειτουργικού, κάθε κατασκευαστή, είναι και παραμένει πρόκληση για μια start up του δικού μας βεληνεκούς.
Εξαρχής δώσαμε ιδιαίτερη βαρύτητα στο Chromecast, γιατί απευθύνεται σε όλους και αναιρεί την ανάγκη για SmartTV και εξάρτηση από συγκεκριμένο κατασκευαστή, και στην Android εφαρμογή που χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο από διάφορους κατασκευαστές. Φυσικά δουλεύουμε συνεχώς στη βελτιστοποίηση των ήδη υπαρχόντων εφαρμογών, αλλά και την ανάπτυξη νέων για μεγάλους κατασκευαστές. Η τεχνολογία και το περιεχόμενο είναι τα κομμάτια του πρότζεκτ που θα βρίσκονται πάντα full speed σε εξέλιξη.
— Θα μας κάνετε κάποια spoilers από τον προγραμματισμό σας για το καλοκαίρι;
Το spoiler είναι ότι το καλοκαίρι δεν έχουμε σκοπό να κρατήσουμε τους συνδρομητές μας στο σπίτι. Οργανώνουμε με πολύ ενθουσιασμό και ανυπομονησία ένα νέο φρέσκο κόνσεπτ σε συνεργασία με ορισμένα θερινά σινεμά, τα λεγόμενα Cinobo Nights. Κάθε Δευτέρα το Cinobo θα διοργανώνει limited προβολές σε κινηματογράφους, με προσεκτικά επιλεγμένες ταινίες νέας κυκλοφορίας ή και πρώτης πανελλαδικής προβολής.
Καλούμε λοιπόν το κινηματογραφόφιλο κοινό της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης για αρχή (και ελπίζουμε να βρούμε συνεργασίες και σε άλλα μέρη της Ελλάδας), να δούμε παρέα ταινίες μυθοπλασίας, φανταστικά ντοκιμαντέρ και animation. Οι συνδρομητές μας θα έχουν ένα εισιτήριο δώρο κάθε μήνα για όποια Cinobo Night προβολή επιλέξουν. Στα Cinobo Nights θα δούμε το «Babyteeth», το «Port Authority», το «Kingmaker» και πολλά άλλα.
Επίσης εγκαινιάζουμε την καλοκαιρινή σεζόν με την εβδομάδα Μπονγκ Τζουν Χο στα θερινά, με 3 ταινίες του μεγάλου σκηνοθέτη που θα παιχτούν για πρώτη φορά στους κινηματογράφους. Το πρόγραμμα θα συνεχίσει δυναμικά και στην πλατφόρμα, όπως κάθε μήνα, με αφιέρωμα στον Αμπάς Κιαροστάμι και spotlight στον Χιροκάζου Κορεέντα.
— Κάντε μας ένα σχόλιο για το μέλλον του σινεμά, δεδομένων των συνθηκών που ζούμε αυτήν τη στιγμή.
H περίοδος αυτή έχει ήδη αποτελέσει τεράστιο πλήγμα για την κινηματογραφία στην Ελλάδα και διεθνώς. Παραγωγές έχουν αναβληθεί, αίθουσες έχουν κλείσει, η κινηματογραφική διανομή έχει παγώσει, φεστιβάλ έχουν ακυρωθεί, δημιουργοί και συντελεστές έχουν βρεθεί δίχως στήριξη.
Το χειρότερο θεωρώ ότι είναι η αβεβαιότητα που ακολουθεί, που πιστεύω θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις στους επιμέρους κλάδους. Θα υπάρξει ξανά έξαρση; Θα επιστρέψει ο κόσμος στις παλιές του συνήθειες; Αξίζει να ανοίξουν αίθουσες, εάν με τα εκάστοτε μέτρα καθίσταται αδύνατη η οικονομική βιωσιμότητά τους;
Θα παρατηρηθούν καταλυτικές αλλαγές για την κινηματογραφική αγορά καθώς η δομή της, οι ρόλοι, οι δυναμικές έχουν ήδη καταρρεύσει και οι ανάγκες του κοινού με την έξοδο από την πανδημία είναι αχαρτογράφητες. Ας ελπίζουμε ότι οι συνέπειες δεν θα είναι καταστροφικές. Εάν προκύψουν κάποιες ευκαιρίες μέσα από αυτά και εάν μπορεί να προκύψει μια ευρύτερη ανασυγκρότηση της αγοράς για ένα καλύτερο αύριο σχετικά για τις τέχνες στην Ελλάδα είναι νωρίς για να το κρίνουμε, αλλά όχι αργά για να αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε.
Πιστεύω όμως πως το σινεμά θα αντέξει στην κρίση. Είναι μια εμπειρία μοναδική και αναντικατάστατη. Πρέπει, παρ' όλα αυτά, να υποστηριχθεί γενναία απ' την πολιτεία, όπως άλλωστε και όλος ο πολιτισμός και τα επαγγέλματα του χώρου.
Μπορείτε να γίνετε συνδρομητές στο Cinobo με 7,99 € τον μήνα. Οι πρώτες 14 μέρες της δοκιμής είναι δωρεάν.