Επί σειρά ετών, κάθε φορά που άκουγα το όνομα της Πηνελόπης Τσιλίκα, μου ερχόταν στο μυαλό εκείνη η συγκλονιστική σκηνή από τη «Μικρά Αγγλία», που η Όρσα μαθαίνει για τον χαμό του αγαπημένου της Σπύρου (Ανδρέας Κωνσταντίνου). Ο σπαραγμός που φάνηκε να βγαίνει από τα κατάβαθα της ψυχής της πρωτοεμφανιζόμενης τότε ηθοποιού μού είχε μείνει χαραγμένος στη μνήμη, ίσως ως η πιο χαρακτηριστική σκηνή από τη μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία του Παντελή Βούλγαρη.
Έκτοτε βέβαια έχουν περάσει 8 χρόνια. Λίγο πριν από το μεγάλο φινάλε του 13ου επεισοδίου κι ενώ έχει προηγηθεί ένα τρομερό plot twist, της λέω πως θεωρώ ότι η Θάλεια του «Σιωπηλού Δρόμου», της εξαιρετικής αστυνομικής μίνι σειράς στην οποία πρωταγωνίστησε φέτος, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες ερμηνείες της μέχρι τώρα πορείας της.
Η κατεστραμμένη ηρωίδα που έπλασαν μαεστρικά οι σεναριογράφοι των «Άγριων Μελισσών» Μελίνα Τσαμπάνη και Πέτρος Καλκόβαλης, στα πρώτα επεισόδια φαινόταν πως, με κάποιο τρόπο, κινεί τα νήματα μιας υπόθεσης απαγωγής παιδιών από ένα σχολικό λεωφορείο, είχε αξιοσημείωτες και εντελώς ανθρώπινες διαβαθμίσεις, που αποδόθηκαν μοναδικά μέσα από έξοχες σιωπές, δολοφονικά βλέμματα (σήμα-κατατεθέν της και τα δύο εκφραστικά μέσα) και μελετημένες εκρήξεις.
— Με τον Βαρδή Μαρινάκη γνωριζόσουν από το «Ζίζοτεκ», αλλά εδώ μιλάμε για κάτι εντελώς διαφορετικό και για τους δυο σας. Όταν σου ήρθε αυτή η πρόταση, πώς την αντιμετώπισες;
Είναι ωραίο αυτό που λες, γιατί νομίζω ότι και ο Βαρδής ήθελε να κάνει κάτι που να έχει μεγαλύτερη διάρκεια, δηλαδή να μην είναι μια μεγάλου μήκους, αλλά και να ασχοληθεί με ένα σενάριο που δεν το έχει γράψει ο ίδιος. Το έλεγε από καιρό. Είχαμε μιλήσει και εμένα με ενδιέφερε επειδή δεν θεωρώ ότι η τηλεόραση είναι από μόνη της ένα μέσο στο οποίο δεν πρέπει να συμμετέχουμε, αν θέλουμε να «διατηρήσουμε ένα επίπεδο». Είναι μεγάλο προνόμιο το να μπαίνεις στα σπίτια των ανθρώπων. Είχα τρομερή εμπιστοσύνη και στον Βαρδή και σε όλους όσους συγκέντρωσε κοντά του και το σενάριο ήταν πολύ καλογραμμένο, οπότε δεν υπήρχε λόγος να μην το κάνω. Και θέατρο να έκανα, νομίζω ότι θα συμμετείχα.
Την αγαπώ πολύ τη σιωπή. Εκεί μπορούν να φανερωθούν πολλά για τον χαρακτήρα, τον τρόπο που παρατηρεί τα πράγματα, γιατί επιλέγει να μην μιλήσει αμέσως, πώς επεξεργάζεται την πληροφορία. Αυτό συμβαίνει και στη ζωή μας. Δεν πιστεύω ότι κάποιος ακούει κάτι και αμέσως απαντάει. Δεν γίνεται ποτέ και με ενδιαφέρει στη δική μου δουλειά να υπάρχει ο χρόνος της επεξεργασίας του ερεθίσματος. Εκεί φανερώνεται πραγματικά ποιος είσαι.
— Η εμπειρία σου από την προηγούμενη σειρά στην οποία είχες παίξει, το «Η λέξη που δεν λες», τι σου έχει αφήσει;
Τα καλύτερα. Ήταν ωραία για πολλούς λόγους. Ο Θοδωρής (σ.σ. Παπαδουλάκης) είναι τρομερά ταλαντούχος, αυτό που ήθελε να κάνει ήταν πολύ ενδιαφέρον και χαμηλού προφίλ, και επίσης ζήσαμε όλοι οι συνεργάτες για μισό χρόνο στα Χανιά, που ήταν μια αλλαγή στον τρόπο ζωής μου, στον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, γι’ αυτό και το κρατάω.
— Το έχεις ξανακάνει και στην Άνδρο, βέβαια, για τα γυρίσματα της Μικράς Αγγλίας.
Ναι, αλλά ήταν για δύο μήνες. Στα Χανιά ήταν έξι, στη διάρκεια είναι η διαφορά.
— Επιστρέφοντας στον «Σιωπηλό Δρόμο», μιλάμε για ένα φορμά μίνι σειράς, 13 επεισοδίων. Γνώριζες εξαρχής την κατάληξη της ιστορίας; Είχατε διαβάσει όλο το σενάριο;
Ναι, γνωρίζαμε την κατάληξη αυτής της ιστορίας από την αρχή.
— Την έχεις αγαπήσει τη Θάλεια Καρούζου;
Πολύ! Όσους ρόλους παίζω τους αγαπάω και περνάω χρόνο μαζί τους. Όταν τελειώνει κάτι, αισθάνομαι ότι αφήνω και αποχαιρετώ μια φίλη μου. Είναι αδερφές μου αυτές οι κοπέλες. Αυτό που μου άρεσε στον τρόπο που γράφτηκε ο χαρακτήρας της Θάλειας είναι ότι, ενώ υπήρχε ένα σκοτεινό background, τη συναντήσαμε αφού είχε κάνει βήματα μακριά από αυτό. Ήταν σε μια πιο φωτεινή περίοδο όταν της συνέβη να βρεθεί, χωρίς να ξέρει γιατί, στο επίκεντρο της επικοινωνίας με τους απαγωγείς. Και σε αυτήν την αντίξοη συνθήκη, έπρεπε να υπερασπιστεί μέχρι τέλους αυτήν τη διαδρομή της προς μία ωρίμανση.
— Από το σκοτάδι της είχαμε δει μόνο ένα φλασμπάκ στη σκηνή με την πισίνα, που ήταν άλλος άνθρωπος, ενώ βρισκόταν υπό την επήρεια. Θεωρώ επίσης ότι είσαι μία ηθοποιός που, ανάμεσα στα εκφραστικά σου όπλα, ανήκουν το βλέμμα και η σιωπή. Τα μεταχειρίζεσαι με έναν πολύ δικό σου τρόπο και νομίζω ότι οι σκηνοθέτες το αντιλαμβάνονται και τα χρησιμοποιούν πολύ.
Την αγαπώ πολύ τη σιωπή. Εκεί μπορούν να φανερωθούν πολλά για τον χαρακτήρα, τον τρόπο που παρατηρεί τα πράγματα, γιατί επιλέγει να μην μιλήσει αμέσως, πώς επεξεργάζεται την πληροφορία. Αυτό συμβαίνει και στη ζωή μας. Δεν πιστεύω ότι κάποιος ακούει κάτι και αμέσως απαντάει. Δεν γίνεται ποτέ και με ενδιαφέρει στη δική μου δουλειά να υπάρχει ο χρόνος της επεξεργασίας του ερεθίσματος. Εκεί φανερώνεται πραγματικά ποιος είσαι.
Τα λόγια είναι γραμμένα. Το ποιος είσαι έχει να κάνει με το πώς ακούς και το πώς φτάνεις στο να πεις αυτά τα λόγια, και τι κρύβεται μέσα στις γραμμές. Έχει μεγάλη αξία όχι μόνο στο σινεμά και στην κάμερα, αλλά και στο θέατρο. Όταν παίρνουμε ένα σενάριο και γυρίζουμε κάτι ή όταν συνθέτουμε μια παράσταση, είναι σαν να γράφουμε ένα καινούργιο λογοτεχνικό βιβλίο. Δεν είναι μόνο αυτά που λέγονται, αλλά και όλος ο κόσμος που φέρεις, τι συμβαίνει ανάμεσα στα γεγονότα και στα λόγια.
— Η κλισέ ερώτηση που προκύπτει εδώ είναι αν αναζήτησες και αν βρήκες κοινά στοιχεία ανάμεσα στη Θάλεια και στον δικό σου χαρακτήρα – ή αν είναι κάτι που δεν το κάνεις γενικότερα.
Δεν το πολυκάνω. Στην πορεία κάπως συναντιέσαι με αυτά τα πράγματα. Ποτέ δεν ξεκινάω από δικά μου στοιχεία, όπου μπορώ, με την πρώτη ανάγνωση, να καταλάβω ότι υπάρχουν κοινές περιοχές. Βλέπεις και συνθέτεις αυτό που πρώτα σου δίνεται. Σιγά-σιγά αυτό εμπλουτίζεται με στοιχεία φαντασιακά και ο ρόλος, αφού τον παίζεις εσύ, ούτως ή άλλως έχει κάτι από σένα.
— Η παραγωγή έγινε τον χειμώνα, σε πολύ αντίξοες συνθήκες, μέσα στην καραντίνα, με αρκετές μέρες γυρίσματος για το κάθε επεισόδιο.
Η μεγάλη διάρκεια των γυρισμάτων είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο. Θέλει μεγάλη προεργασία από τη δική μας μεριά και μεγάλη συνεννόηση με τους υπόλοιπους ηθοποιούς και με τον Βαρδή και με τους σεναριογράφους. Γινόταν δουλειά διαρκείας. Κάθε μέρα γυρίσματος ήταν ένας αγώνας όπου έπρεπε να είμαστε όλοι συντονισμένοι.
— Είχατε ένα all-star cast, με ωραία διανομή μοιρασμένη και σε ανθρώπους του θεάτρου. Εσύ, πάντως, είσαι από τους τυχερούς που έχουν κάνει τηλεόραση, θέατρο και κινηματογράφο. Πόσο διαφορετική είναι η προσέγγισή σου ανάλογα με το μέσο;
Αυτό που δεν αλλάζει, κατά την άποψή μου, είναι η ουσία, δηλαδή η διαπραγμάτευση με κάποια θέματα ζωής που μας αφορούν όλους. Με κάθε ιστορία και με κάθε ρόλο που υποδύεσαι, θέτεις κάποια ερωτήματα, έχεις κάποιες αμφιβολίες, διαπραγματεύεσαι κάποια ζητήματα σε διάλογο με τους θεατές. Είναι πολύ διαφορετική η λειτουργία της υποκριτικής στο θέατρο απ’ ό,τι μπροστά στην κάμερα. Τα αγαπώ και τα δύο πάρα πολύ.
Το μεγάλο ατού του θεάτρου είναι η συλλογιστική μέσα από τον λόγο. Συναντιόμαστε όλοι μαζί στις 9 η ώρα, σε ένα μέρος που έχουμε συμφωνήσει, και οι θεατές έχουν την ευκαιρία να δουν κάποιον να εκφράζει δυνατά κάποιες σκέψεις. Αυτό για μένα είναι υπέροχο, και στο σινεμά και στην τηλεόραση κρύβεται τελείως. Εκεί, το τι σκέφτεσαι πρέπει να είναι δικό σου θέμα και ο θεατής πρέπει να αναρωτιέται ή να αφουγκράζεται ότι εδώ υπάρχει κάτι.
— Είναι πολύ ωραία η εξέλιξη και η δική σου και της Σοφίας (σ.σ. Κόκκαλη). Είχε φανεί από τότε ότι θα μας απασχολούσατε και οι δύο στο μέλλον. Τι έχεις κρατήσει από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, από εκείνο το δίμηνο στην Άνδρο, λίγο πριν σε γνωρίσει το ευρύ κοινό με τη «Μικρά Αγγλία»;
Ο Παντελής το κατάλαβε αυτό. Εγώ δεν είχα ιδέα. Όταν κάναμε αυτή την ταινία είχα καταλάβει πως ανάλογα με το πώς θα πάει ή δεν θα ξαναδούλευα ποτέ ή θα γινόταν κάτι όντως όμορφο και θα ήταν ένα ξεκίνημα και όχι ένα τέλος.
— Ναι, γιατί μιλάμε για μία ταινία του Βούλγαρη, μία ταινία καλή και μία ταινία που είχε εμπορική επιτυχία. Τρία στα τρία.
Ήμασταν πολύ τυχερές. Εμένα ήταν η πρώτη μου δουλειά. Καταλάβαινα αυτό που είχα μπροστά μου, αλλά δεν ήμουν ακριβώς βέβαιη ότι μπορώ να το κάνω.
— Τι έχεις κρατήσει από τον Παντελή Βούλγαρη;
Τώρα από πού να αρχίσω;
— Από τα πρώτα πράγματα που σου έρχονται στο μυαλό.
Πρώτα την εμπιστοσύνη που μας έδειξε, το τεράστιο ρίσκο που πήρε, την τρομερή τρυφερότητα που έχει αυτός ο άνθρωπος όχι μόνο απέναντι στους ηθοποιούς του αλλά και απέναντι στους ρόλους της κάθε ιστορίας του και απέναντι στην ίδια την ιστορία. Είναι μοναδικός ο τρόπος που παρακολουθεί την ιστορία στο μόνιτορ ο Παντελής. Έβλεπε τη σκηνή που γυριζόταν και η αναπνοή του είναι συντονισμένη με την αναπνοή του ηθοποιού.
Αυτά είναι σπάνια πράγματα και αισθάνομαι πολύ τυχερή που η πρώτη μου επαφή με το σινεμά ήταν αυτή – και γενικά με τον χώρο. Με σύστησε ο Παντελής σε αυτή τη δουλειά και σε έναν τρόπο να γίνονται τα πράγματα με τρυφερότητα.
— Αυτό τον τρόπο τον αναζητάς;
Ε, βέβαια, και είναι όμορφο που είδα ότι μπορεί να γίνει, και μάλιστα από έναν άνθρωπο με τόσο μακρά πορεία.
— Πες μου δυο λόγια για το «Kala azar», τη μεγάλου μήκους ταινία για την οποία ήσουν υποψήφια στα φετινά βραβεία Ίρις.
Είναι η πρώτη μεγάλου μήκους της Τζάνις Ραφαηλίδου, μιας εικαστικής καλλιτέχνιδος, που έγραψε ένα σενάριο στο οποίο διατηρεί την εικαστικότητά της, αλλά και μια σύνθετη παρατήρηση στον κόσμο. Παρακολουθεί ένα ζευγάρι που ζουν στον αυτοκίνητό τους, βρίσκονται διαρκώς σε κίνηση και ως δουλειά έχουν το να πηγαίνουν σε σπίτια στα οποία έχει πεθάνει ένα κατοικίδιο ζώο, να το παραλαμβάνουν, να το αποτεφρώνουν και να επιστρέφουν στις ιδιοκτήτες την τέφρα του. Στις διαδρομές τους συναντούν και κάποια αδέσποτα ζώα τα οποία μπορεί να έχουν σκοτωθεί από κάποιο αμάξι ή από άλλο λόγο. Τα ζώα αυτά τα βάζουν λαθραία στο αποτεφρωτήριο μαζί με τα κατοικίδια που αποτεφρώνουν, οπότε η τέφρα που επιστρέφουν στους ιδιοκτήτες δεν είναι μόνο των δικών τους ζώων.
Kala azar - trailer
— Ακούγεται αρκετά weird.
Με έναν τρόπο παρατήρησης είναι. Με κάποια ευαισθησία καταλαβαίνεις ότι η Τζάνις εγείρει πολλά ζητήματα, ζητήματα σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο, με τα υπόλοιπα πλάσματά του, δίνει τον χώρο για να παρατηρήσουμε ένα «περιθώριο» και στα τραύματα που φέρει, με τρόπο τρυφερό και σκληρό, χωρίς να είναι στοχευμένα πολιτική αυτή η διαπραγμάτευση. Την Τζάνις την αγαπώ, πλέον τη θεωρώ φίλη μου, και πιστεύω πολύ στη δυναμική της.
— Σου είχα προτείνει να μιλήσουμε για την ταινία της ζωής σου, στη σειρά podcasts που παρουσιάζω, αλλά η επιλογή σου είναι το «Παρίσι, Τέξας», για το οποίο είχαμε μιλήσει ήδη με τον Βασίλη Κεκάτο. Με τι ταινίες μεγάλωσες, ποιες ήταν οι καλλιτεχνικές σου προσλαμβάνουσες;
Οι γονείς μου με πήγαιναν και σινεμά και θέατρο. Ήταν κάτι που με συγκινούσε πολύ, αλλά ποτέ δεν είχα την αίσθηση ότι μπορώ να το κάνω, ότι μπορώ να μην ανήκω μόνο στους θεατές, αλλά και σε εκείνους που είναι «μέσα» σε αυτό.
Το έχω δει αρκετές φορές το «Παρίσι, Τέξας», είναι από τις ταινίες που υπάρχουν πάντα εκεί. Νούμερο ένα: ο Χάρι Ντιν Στάντον είναι από τους αγαπημένους μου ηθοποιούς. Σπάνια περίπτωση, δεν υπήρχε άλλος σαν αυτόν. Μοναδική τρυφερότητα, εσωτερικότητα και αυτή η αίσθηση ότι δεν είμαι σημαντικός, ότι ο χαρακτήρας που παίζω δεν είναι σημαντικός, και μια ιδιωτικότητα που στηριζόταν ακριβώς σε αυτό, ότι δεν χρειάζεται όλοι να ξέρουν το καθετί για μένα, επειδή δεν είμαι τόσο σημαντικός ώστε να χρειάζεται να εκθέσω σε σένα, θεατή, τα πάντα. Ενώ, ας πούμε, στην Ιζαμπέλ Ιπέρ, που επίσης το έχει αυτό, πηγάζει από το «δεν είναι δουλειά σου, θεατή, να ξέρεις το καθετί».
Από κει και πέρα, είναι αυτό το σενάριο, αυτή η ιστορία, της φυγής, της επιστροφής, της αναζήτησης της οικογένειας, που με έναν παράδοξο τρόπο δεν ευοδώνεται ακριβώς, αλλά παρόλ’ αυτά παραμένει μια ιστορία ένωσης. Έχει και τρομερές σκηνές ανθολογίας, τον καλύτερα γυρισμένο μονόλογο, τρελαίνομαι με το «I knew these people, these two people», τον βάζω συχνά στο soundtrack του Κούντερ και απλώς τον ακούω.
— Πριν από μερικούς μήνες ένιωσες την ανάγκη να γράψεις ένα κείμενο με αφορμή τις αποκαλύψεις γύρω από το ελληνικό #metoo. Θυμάμαι να θέτεις τον διαχωρισμό ανάμεσα στο «επίπονο» και το «βίαιο» σε αυτό που αντιμετωπίζει ένας ηθοποιός όταν κάνει θέατρο, σε σχέση με τη σκηνοθετική καθοδήγηση.
Δεν είναι μόνο η σκηνοθετική καθοδήγηση, είναι εξορισμού μια επίπονη διαδικασία το να κάνεις θέατρο, να δημιουργήσεις κάτι πιο βαθύ, για όλους τους συντελεστές.
— Η οποία όμως δεν πρέπει να γίνεται βίαια.
Εμείς οι ηθοποιοί παίζουμε με το σώμα μας, το νευρικό μας σύστημα, τη φαντασία μας, τη σκέψη μας. Αυτό δεν είναι απλό πράγμα. Δεν έχεις μπροστά σου ένα όργανο για να παίξεις μουσική. Είσαι εσύ ο ίδιος το όργανό σου. Για να μπορέσει να γίνει αυτό, πρέπει να υπάρξει μια μάχη ανάμεσα σε σένα, ως καλλιτέχνη, και στην τάση που έχουμε όλοι για συντήρηση δυνάμεων, για να μπορέσεις να υπερβείς αυτό μέσα σου που σου λέει «μείνε στα ρηχά, πλατσούρισε, καλά είναι κι εδώ». Είναι επίπονο το να λες «τώρα θα βουτήξω στα βαθιά και δεν ξέρω τι θα γίνει, μπορεί και να αποτύχω». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θεωρώ ότι χρειάζονται σύντροφοι σε αυτήν τη μάχη, και όχι δυνάστες.
— Καταρρίπτεις στην ουσία τον μύθο που συντηρείται για πολλά χρόνια ως προς την κακοποιητική προσέγγιση, μέσω περιπτώσεων όπως, π.χ., ο Τρίερ, ότι όσο περισσότερο σπρώχνεις τον ηθοποιό στα άκρα, το αποτέλεσμα θα είναι αρτιότερο.
Μα, φυσικά και θα τον πουσάρεις στα άκρα, γι’ αυτό είσαι εκεί. Το ζήτημα είναι να γίνεται με έναν συντροφικό τρόπο, ώστε να υπάρχει συνεννόηση, εμπιστοσύνη του ενός προς τον άλλο. Όταν διαρρηγνύεται ο δεσμός εμπιστοσύνης δεν πρόκειται να κερδίσει κανείς, κατά τη γνώμη μου ούτε ο θεατής. Ο σκηνοθέτης είναι εκεί για να πουσάρει τον ηθοποιό. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να σταθούν ως πρόταγμα πρακτικές όπου ο ένας «χαϊδεύει» τα αυτιά του άλλου. Ο τρόπος που συμβαίνει αυτή η ώθηση, όμως, θα κρίνει τελικά το αποτέλεσμα.
— Θεωρείς ότι έχει ξεφουσκώσει το #metoo; Ότι έχει πάρει κατευθύνσεις που ενδεχομένως του αφαίρεσαν πόντους από την ουσία του;
Κατ’ αρχάς θεωρώ ότι δεν είναι ένα μόνο ζήτημα. Όσα ακούσαμε, κάποια από τα οποία έχουν πάρει τον δρόμο της δικαιοσύνης, δεν έχουν να κάνουν με τον ίδιο τον θεατρικό χώρο. Μιλάμε για ποινικά αδικήματα που συμβαίνουν σε όλους τους χώρους. Στο θέατρο αποδείχθηκε ότι συνέβαιναν εδώ και πολλά χρόνια.
Το άλλο ζήτημα έχει να κάνει με το πώς διδασκόμαστε την υποκριτική, με τον τρόπο που γίνονται οι παραστάσεις, οι ταινίες, έχει να κάνει με την πρακτική της δουλειάς και της τέχνης αυτής. Δεν είναι τυχαίο που αυτό συνέβη εν μέσω της πανδημίας, σε μια παύση εργασιών. Βγήκε κόσμος, μίλησε, ξεκίνησε μια συζήτηση ευρεία που έχει να κάνει με αδικήματα, αλλά και με τον τρόπο που κάνουμε αυτήν τη δουλειά.
Θεωρώ ότι θα αποδειχθεί αν πραγματικά έχουμε προχωρήσει. Εγώ θέλω να είμαι αισιόδοξη, γιατί πραγματικά είδα να ξεκινά μια συζήτηση στην οποία λίγο-πολύ όλοι ήθελαν να μπουν. Υπάρχει διάθεση να είμαστε πιο αλληλέγγυοι και αυτό εμένα μου δίνει ελπίδα.
— Πού θα σε δούμε με τη νέα σεζόν;
Θα συμμετέχω στην επόμενη παράσταση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, που αποτελεί μεταφορά του βιβλίου «Τσερνόμπιλ» της νομπελίστριας Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Θα παίξω και σε μια νέα μεγάλου μήκους.
Το τελευταίο επεισόδιο της σειράς του MEGA «Σιωπηλός Δρόμος» θα προβληθεί την Κυριακή 4/7 στις 21:00.
Τα προηγούμενα επεισόδια είναι διαθέσιμα εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.