Η τέχνη του θεάτρου δεν συμβαίνει κατά μόνας, είναι μια τέχνη που γίνεται συλλογικά, με ανθρώπους πάνω και κάτω από τη σκηνή, αυτή είναι η ιδιαιτερότητα και η ομορφιά της. Όταν κάνουμε θέατρο, δεν έχουμε μπροστά μας μια λευκή σελίδα, έναν καμβά και χρώματα, ένα πεντάγραμμο, ένα κοντραμπάσο, μάρμαρο, μπρούντζο ή πηλό. Η διαδικασία και οι δυναμικές αυτής της συλλογικής, διαπροσωπικής δημιουργίας είναι ρευστές στη βάση τους και στην καθημερινή καλλιτεχνική πρακτική.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι ηθοποιοί παίζουν με το σώμα τους, τη φωνή τους, το δικό τους νευρικό σύστημα, τη φαντασία τους, τις σκέψεις τους. Αυτό κάνει την εκμάθηση και εξάσκηση αυτής της τέχνης μια εξ ορισμού επίπονη διαδικασία, που ξεκινάει από τη στιγμή που κάποιος/-α θα δώσει εξετάσεις σε μια δραματική σχολή και δεν τελειώνει ποτέ.
Ωστόσο, υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο εξ ορισμού επίπονο και στο συχνά βίαιο της διαδικασίας αυτής. Στο φως των πρόσφατων καταγγελιών που ευτυχώς έγιναν και εν όψει αυτών που θα γίνουν ή, δυστυχώς, δεν θα γίνουν ποτέ, οφείλουμε να διαπραγματευτούμε το ζήτημα της βίας που ασκείται μέσα στη σχολή, στην ακρόαση, στην πρόβα και στην παράσταση ή στο γύρισμα.
Δεν υπάρχει ηθοποιός που να μην έχει ακούσει τη φράση «χρειάζεται γερό στομάχι για να κάνεις αυτήν τη δουλειά». Και είναι μια φράση που ευσταθεί στην ολότητά της, ωστόσο πρέπει να αναρωτηθούμε τι σημαίνει στην πράξη.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που καθιστούν το τοπίο του θεάτρου και του σινεμά ένα τοπίο στο οποίο ευδοκιμεί η βία. Καταρχάς, κυρίως στις περιπτώσεις που αναγνωρίζεται η παντοδυναμία του δασκάλου/σκηνοθέτη και η σχέση με τον φοιτητή/ηθοποιό διαμορφώνεται ως σχέση εξουσίας και όχι καλώς εννοούμενης μαθητείας και συνεργασίας, το αποτέλεσμα της εργασίας του/της ηθοποιού κρίνεται αποκλειστικά από το αδιαμφισβήτητο τρίτο μάτι που βρίσκεται κάτω από τη σκηνή ή στο μόνιτορ. Εκεί διανοίγεται ένα επικίνδυνο περιθώριο, το οποίο εκμεταλλεύονται εκείνοι που τρέφουν μια αδυναμία στην εξουσία, στον αυταρχισμό, στον σεξισμό και στη βία, που ουδεμία σχέση έχει με το αντικείμενο της δουλειάς καθαυτό.
Η βία αυτή μπορεί να προσλάβει διαστάσεις εγκλήματος με την αυστηρή έννοια του ποινικού κώδικα, στις περιπτώσεις σεξουαλικής ή σωματικής βίας, αλλά μπορεί και να συγκαλύπτεται, λιγότερο ή περισσότερο, σε μια γκρίζα περιοχή που για κάποιους, σκηνοθέτες ή ηθοποιούς αποτελεί ένα κανονικοποιημένο modus operandi «για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα για τη σκηνή/παράσταση/ταινία». Ο κύκλος αυτής της ψυχολογικής βίας ακολουθεί, μάλιστα, τις φάσεις του κύκλου της βίας που παρατηρούνται σε κάθε κακοποιητική σχέση.
Ας πάρουμε εδώ ως υπόθεση εργασίας μια κακοποιητική σχέση σκηνοθέτη-ηθοποιού κατά τη διάρκεια των προβών για μια παράσταση: προηγείται η φάση του «μέλιτος», όπου όλα πάνε καλά, ο ηθοποιός προτείνει και δοκιμάζει πολύ «εύστοχα», ο σκηνοθέτης είναι πολύ «τυχερός» που έχει στη διάθεσή του ένα «τέτοιο εργαλείο». Έπεται η φάση της ανάπτυξης εντάσεων στη σχέση, ο σκηνοθέτης αρχίζει να έχει αμφιβολίες για την αξία του ηθοποιού, τις οποίες φυσικά φροντίζει να κοινοποιεί στον ηθοποιό, ο οποίος, κατά την άποψή του, δοκιμάζει πλέον κατευθύνσεις που αντιβαίνουν στον «κώδικα» της παράστασης έως και καταστρέφουν ό,τι ο σκηνοθέτης «έχει χτίσει με τόσο κόπο».
Ο ηθοποιός, από την πλευρά του, αισθάνεται ενοχές και προσπαθεί να κάνει ό,τι μπορεί για να ικανοποιήσει τον σκηνοθέτη και να αποκατασταθεί η ευνοϊκή ισορροπία. Φυσικά εις μάτην, οπότε και οδηγούμαστε στην τρίτη φάση, στην εκδήλωση της βίας: μειωτικά, προσβλητικά σχόλια που περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, πέρα από την απόδοση του ηθοποιού, για παράδειγμα το βάρος του, την κατατομή του προσώπου του, το ότι το χρώμα του κοστουμιού δεν θα «του πάει με τίποτα», ατελείωτα βρισίδια, σεξουαλικά υπονοούμενα, στοχευμένες απειλές, εκφοβιστικές, εξευτελιστικές και τιμωρητικές τακτικές, προκειμένου ο ηθοποιός να «πάρει το μάθημά του».
(Το ότι χρησιμοποιείται εδώ το παράδειγμα μιας κακοποιητικής σχέσης μεταξύ δασκάλου/σκηνοθέτη και ηθοποιού δεν σημαίνει, φυσικά, ότι ο κύκλος της βίας βρίσκει εφαρμογή μόνο με αυτήν τη φορά. Μπορεί να συμβεί και αντίστροφα, όπως και μεταξύ συμφοιτητών και συναδέλφων ηθοποιών, με το φύλο να παίζει κυρίαρχο ρόλο, αλλά όχι πάντα αποκλειστικό.)
Αυτή η πρακτική αφήνει ισχυρό αποτύπωμα όχι μόνο στο θύμα της κακοποιητικής συμπεριφοράς αλλά και σε όσους γίνονται αυτόπτες μάρτυρες, ηθοποιούς και συντελεστές της παράστασης. Η αντίδραση από το θύμα, συνήθως η αποχώρηση από τη συγκεκριμένη δουλειά με προσωπικό και επαγγελματικό κόστος, αλλά ψυχικό όφελος, δεν είναι δεδομένη. Κι αυτό, γιατί το να σπάσεις τον κύκλο της βίας δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση, όσο κι αν οι «γιατί-δεν-μίλησες-τότε» θέλουν υποκριτικά να προσάπτουν στο θύμα την αδυναμία του να αντιδράσει τη συγκεκριμένη στιγμή.
Την ίδια αδυναμία μπορεί να επιδείξουν και οι υπόλοιποι, οι οποίοι, επειδή δεν θέλουν ή δεν μπορούν να εμπλακούν και οι ίδιοι, καταδικάζονται να παρατηρούν τη βία, όπως οι χωρικοί και οι ναύτες βλέπουν τον πνιγμό του Ικάρου στον πίνακα του Μπρίγκελ. Παραστάσεις ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, αφήνοντας καλές, κακές ή μέτριες εντυπώσεις σε θεατές και κριτικούς, αλλά και ένα βαθύ ή ελαφρύ πλήγμα στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα όλων όσοι έζησαν εκ των έσω την κακοποίηση.
Εδώ και χρόνια συμβαίνουν αυτά και χειρότερα, και τις τελευταίες μέρες κάποια από τα θύματα μιλούν και, επιτέλους, σε κάποιον βαθμό εισακούονται. Το αν η περίοδος αποκαλύψεων θα οδηγήσει σε δομικές αλλαγές σε επίπεδο θεσμών ή καθημερινής διεκδίκησης μένει να αποδειχτεί. Κάποιοι από τους θύτες δεν θα θυμούνται, κάποιοι θα αρνούνται πεισματικά και κάποιοι θα ζητήσουν καθυστερημένα συγγνώμη. Η εκ των υστέρων αποτίμηση έχει κάποια σημασία, αλλά μεγαλύτερη έχει η διαμόρφωση και προάσπιση της σχέσης των εμπλεκόμενων στη θεατρική και κινηματογραφική πρακτική ως σχέσης συνεργασίας, αλληλεγγύης και συντροφικότητας.
Η πίεση εν όψει της πρεμιέρας για την παραγωγή ενός αποτελέσματος που θα είναι αντάξιο των προσδοκιών μας είναι δεδομένη και ευπρόσδεκτη, όταν λειτουργεί με τρόπο παρακινητικό και ενωτικό. Όταν όμως δίνει την αφορμή για μετακύλιση της ευθύνης, βία, ανταγωνισμό και κακοποίηση, η παράσταση που θα ανέβει δεν θα είναι παράσταση, θα είναι προϊόν εγκλήματος.
Δεν υπάρχει ηθοποιός που να μην έχει ακούσει τη φράση «χρειάζεται γερό στομάχι για να κάνεις αυτήν τη δουλειά». Και είναι μια φράση που ευσταθεί στην ολότητά της, ωστόσο πρέπει να αναρωτηθούμε τι σημαίνει στην πράξη. Ας μη χρειάζεται γερό στομάχι για την αντοχή στη βία, ας χρειάζεται πλέον για να χαράζεται το όριο απέναντί της.
σχόλια