Τον Φεβρουάριο του 2016 ο Ντόναλντ Τραμπ είχε μόλις κερδίσει το χρίσμα για την υποψηφιότητα της αμερικανικής προεδρίας, η Χίλαρι Κλίντον δεχόταν επιθέσεις για τοποθετήσεις με κάπως ρατσιστική χροιά που είχε κάνει πριν από δεκαετίες και ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ αναζητούσε έναν υπάλληλο που έσβηνε το σύνθημα «Black Lives Matter» και το αντικαθιστούσε με το «All Lives Matter» στον (πραγματικό) «τοίχο έκφρασης» στα γραφεία της εταιρείας.
Σε ένα εσωτερικό memo προς τους υπαλλήλους της εταιρείας εξηγούσε ότι η διαγραφή της διαφορετικής άποψης δεν είναι αποδεκτή και τους ενημέρωνε ότι το θέμα ερευνάται.
Ο Benjamin Fearnow, εργαζόμενος στο τμήμα των Trending Topics και απόφοιτος της σχολής δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Columbia, θεώρησε το memo αυτό άξιο αναφοράς και το έστειλε στον φίλο του και δημοσιογράφο του Gizmodo, ενός site με νέα από τον κόσμο των ψηφιακών μέσων και της τεχνολογίας, Michael Nuñez. Εκείνος το δημοσίευσε.
Η επόμενη πληροφορία που του έδωσε ο Fearnow αφορούσε την εσωτερική δημοσκόπηση υπαλλήλων του Facebook για τη δημοφιλέστερη ερώτηση που ήθελαν να θέσουν στον ιδρυτή του Facebook, η οποία ήταν: «Ποια η ευθύνη του Facebook προκειμένου να βοηθήσει να αποφευχθεί η εκλογή του Τραμπ το 2017;».
Όταν δημοσιεύτηκε και αυτή η είδηση, ο Fearnow μαζί με έναν ακόμα συνεργάτη στην ομάδα των Trending Topics απολύθηκαν.
Αυτή η ακαριαία αντίδραση της εταιρείας έκανε τον Nuñez να αναζητά περισσότερες πληροφορίες για την εργασία του τμήματος των Trending Topics, έρευνα που οδήγησε στη δημοσίευση ενός άρθρου με τίτλο: «Τέως υπάλληλοι του Facebook: Υπονομεύαμε τακτικά τις συντηρητικές ειδήσεις».
Η επικεφαλίδα λειτούργησε ως χιονοστιβάδα και σηματοδότησε την αρχή δύο ταραχωδών ετών για τον κολοσσό των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Μετά την εκλογή του Τραμπ ο Ζούκερμπεργκ αρχικά αρνήθηκε να δεχθεί πως το Facebook έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ενίσχυση του Προέδρου λέγοντας πως «η ιδέα ότι τα fake news στο Facebook –τα οποία μάλιστα αποτελούν πολύ μικρό κομμάτι του περιεχομένου του– επηρέασαν τις εκλογές με οποιονδήποτε τρόπο είναι, νομίζω, μια τελείως τρελή ιδέα».
Το περιοδικό Wired αφιέρωσε ένα εκτενές άρθρο στο θέμα αυτό και μίλησε με 51 τέως και νυν υπαλλήλους του Facebook που όλοι αφηγήθηκαν –με εξαιρετικές επιφυλάξεις στις συνεντεύξεις τους, πολλές από τις οποίες ήταν ανώνυμες– την ίδια ιστορία.
Μίλησαν για μια μεγάλη εταιρεία και τον επικεφαλής της που έχασε κάθε ρανίδα τεχνολογικής αισιοδοξίας όταν αντιλήφθηκε τους άπειρους τρόπους που η πλατφόρμα που δημιούργησε μπορεί να χρησιμοποιηθεί αρνητικά, για κάποιες προεδρικές εκλογές που σόκαραν τον πυρήνα του Facebook καθώς είχαν ως συνέπεια να βρεθεί η εταιρεία σε καθεστώς πολιορκίας.
Μίλησαν επίσης για μια σειρά εξωτερικών επιθέσεων και απειλών, για αμυντικούς εσωτερικούς μηχανισμούς και λάθη που καθυστέρησαν πολύ την αποδοχή από μέρους της εταιρείας ότι οι πολιτικές της έχουν τεράστιες επιπτώσεις στο παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι και στο μυαλό των χρηστών της.
Το επιχειρηματικό ένστικτο του Μαρκ Ζούκερμπεργκ ως τότε είχε υπάρξει σχεδόν αλάθητο. Σε κάθε σταυροδρόμι που βρέθηκε το Facebook, ο ιδρυτής του, με τη βοήθεια κάποιων έμπιστων συμβούλων, έπαιρνε τη σωστή κατεύθυνση σχεδόν εκμηδενίζοντας την ισχύ των αντιπάλων της πλατφόρμας.
Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν το πώς κατόρθωσε με έξυπνους χειρισμούς να αποσπάσει τα ηνία στην κούρσα της ανάρτησης και διαμοιρασμού των ειδήσεων από το Twitter, το οποίο το 2012 υπερείχε του Facebook στο κομμάτι αυτό.
Όμως, όπως λένε και οι υπερήρωες, η μεγάλη δύναμη επισείει και μεγάλη ευθύνη, και μάλλον οι υπεύθυνοι της εταιρείας δεν είχαν αναλογιστεί τι ακριβώς σήμαινε το να είσαι η κυρίαρχη δύναμη στη βιομηχανία αναπαραγωγής ειδήσεων.
Τα στελέχη του Facebook ασχολούνταν με την ποιότητα και την ακρίβεια του περιεχομένου, ενώ είχαν οριστεί κανόνες ώστε να εξαλειφθεί το πορνογραφικό περιεχόμενο, να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας κ.λπ.
Όμως δεν αφιέρωσαν εξίσου μεγάλο κομμάτι των προσπαθειών τους στα καίρια ζητήματα της δημοσιογραφίας όπως τι είναι δίκαιο, τι αποτελεί γεγονός και πώς σηματοδοτείται η διαφορά μεταξύ των ειδήσεων, της ανάλυσης, της άποψης και της σάτιρας.
Το λάθος του Facebook ήταν πως θεωρούσε ότι αυτά τα διλήμματα δεν το αφορούν καθώς είναι μια τεχνολογική εταιρεία που απλά δημιούργησε «μια πλατφόρμα για όλες τις απόψεις».
Πέρα από το ρομαντικό (;) κομμάτι αυτού του αυτοπροσδιορισμού κρύβεται όμως ο νόμος των ΗΠΑ που προστατεύει τους παρόχους και τους μεσολαβητές για τον διαμοιρασμό ειδήσεων από τυχόν ευθύνη για το περιεχόμενο που αναρτούν οι χρήστες τους.
Αν λοιπόν το Facebook ξεκινούσε είτε να δημιουργεί ή να επιμελείται το περιεχόμενο που αναρτάται στην πλατφόρμα του, θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνο για τα δισεκατομμύρια αναρτήσεις που δημοσιεύονται καθημερινά στον ιστοχώρο του.
Η μεροληψία λοιπόν που αναφερόταν στο άρθρο του Gizmodo έθεσε σε κίνηση τους μηχανισμούς ελέγχου της αμερικανικής κυβέρνησης, εφόσον οι ρεπουμπλικάνοι είχαν πλέον στα χέρια τους αποχρώσες ενδείξεις ότι το Facebook προσπαθούσε ενεργά και συνειδητά να επηρεάσει το αποτέλεσμα των επερχόμενων προεδρικών εκλογών.
Ο John Thune είναι ο ρεπουμπλικανός γερουσιαστής και προεδρεύων της Επιτροπής Εμπορίου της Γερουσίας που επιβλέπει την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου, μια υπηρεσίας που ερευνούσε το Facebook, ο οποίος απαίτησε άμεσα απαντήσεις σχετικά με τους ισχυρισμούς περί μεροληψίας.
Έπειτα από συσκέψεις και συναντήσεις με τους συνεργάτες του Thune, ευρισκόμενο σε καθεστώς συναγερμού, το Facebook απάντησε με μια 12σέλιδη επιστολή που ανέφερε ότι έπειτα από έλεγχο που διενέργησε κατέληξε στο συμπέρασμα πως το άρθρο του Gizmodo ήταν βασικά αναληθές.
Ως ένδειξη μεταμέλειας ο ιδρυτής του Facebook αποφάσισε μόλις μια εβδομάδα αργότερα να καλέσει 17 σημαίνοντες ρεπουμπλικάνους και φίλια πρόσωπα της συντηρητικής παράταξης από τα μέσα ενημέρωσης στις εγκαταστάσεις της εταιρείας στο Menlo Park, ωστόσο η επίσκεψη είχε σχεδιαστεί προκειμένου να λειτουργήσει ως σύγχρονος Δούρειος Ίππος.
Σύμφωνα με υπάλληλο που είχε αναλάβει τον σχεδιασμό της, ο σκοπός του Facebook ήταν να καλέσει εκπροσώπους της συντηρητικής πτέρυγας που απηχούν διαφορετικές απόψεις και τοποθετήσεις ώστε να τσακωθούν μεταξύ τους.
Επίσης μέρος του σχεδίου ήταν όλοι αυτοί να βαρεθούν μέχρι θανάτου από τις τεχνικές παρουσιάσεις του Ζούκερμπεργκ και της Σάντμπεργκ.
Πράγματι όλα πήγαν κατ' ευχήν: οι καλεσμένοι διαφώνησαν σχετικά με το αν θα έπρεπε να επιβληθεί υποχρέωση ποσόστωσης στην πρόσληψη υπαλλήλων με συντηρητικές απόψεις, βαρέθηκαν απίστευτα τις παρουσιάσεις των αλγορίθμων και βασικά εκείνο που τους ενδιέφερε όλους πιο πολύ ήταν πως να αυξήσουν τους followers στις προσωπικές τους σελίδες.
Ένας από τους καλεσμένους, μετά την επίσκεψη, έγραψε ένα άρθρο όπου αναπαρήγαγε τη δέσμευση του Ζούκερμπεργκ ότι το Facebook θα αποτελεί πάντα μια ανοιχτή πλατφόρμα, ενώ η εταιρεία αποφάσισε να ερευνήσει περισσότερο κατά πόσον το χρονολόγιο θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να λαμβάνει υπόψιν τα σαφώς περίπλοκα ζητήματα που υφίστανται.
Εξέτασαν το αν ο αλγόριθμος ευνοεί αναρτήσεις που θυμώνουν τους χρήστες, ή αν μεροληπτεί υπέρ της προβολής απλοϊκών και ψευδών ιδεών έναντι των πιο πολύπλοκων και αληθινών αναλύσεων.
Χωρίς να διαθέτει τις απαντήσεις γι΄αυτά τα ερωτήματα, τον Ιούνιο το Facebook ανακοίνωσε μια πρώτη, σαφώς μετριοπαθή αλλαγή: ο αλγόριθμος θα τροποποιούνταν προκειμένου οι χρήστες του να βλέπουν κυρίως αναρτήσεις των φίλων και συγγενών τους.
Η αλλαγή αυτή όμως δυσαρέστησε σφόδρα τους μεγιστάνες των Μέσων και σύντομα ο Ρούπερτ Μέρντοχ σε μια κατ' ιδίαν συνάντηση εξήγησε στον Ζούκερμπεργκ πως οι συχνές ριζικές αλλαγές στον βασικό αλγόριθμο και το γεγονός πως μαζί με την Google έχουν πάρει σχεδόν το σύνολο της πίτας της ψηφιακής διαφήμισης, λειτουργούν συνδυαστικά απειλώντας τη σοβαρή δημοσιογραφία, καταλήγοντας στην όχι και τόσο κεκαλυμμένη απειλή ότι αν δεν αρχίσει να λαμβάνει υπόψιν τους εταίρους του στα ΜΜΕ θα τους βρει απέναντι του.
Μάλιστα του υπενθύμισε πως τα στελέχη των δημοσιογραφικών οργανισμών δυσκόλεψαν τα πράγματα στην Ευρώπη για την Google κι ότι θα μπορούσε κάτι παρόμοιο να συμβεί και στο Facebook στις ΗΠΑ.
Έχοντας γευθεί και στο παρελθόν την εκδίκηση του Μέρντοχ, ο Ζούκερμπεργκ δήλωσε στους συνεργάτες του πως το Facebook εξακολουθεί να μην είναι ειδησεογραφικός οργανισμός και οφείλει να βρει τρόπο ώστε τα ΜΜΕ να έχουν αυξημένα έσοδα από την πλατφόρμα του.
Η νέα σημασία που απέδιδε το Facebook στη δημοσιογραφία όμως δεν μεταφράστηκε άμεσα σε αποτελέσματα, ενώ ταυτόχρονα οι δημοσιογράφοι που απασχολούσε το τμήμα των Trending Topics απολύθηκαν και τα καθήκοντα τους ανέλαβε μια ομάδα μηχανικών Η/Υ.
Εντός ολίγου στις ειδήσεις του Facebook άρχισαν να κυριαρχούν άρθρα γεμάτα ψεύδη που μάλλον κατατάσσονταν στην μυθοπλασία και στο Breitbart παρά στις σοβαρές ειδήσεις. Όμως, επειδή η γούνα του Μαρκ είχε ήδη καεί και δεν ήθελε να κατηγορηθεί ξανά ότι προσπαθεί να καταπνίξει την ατζέντα των ρεπουμπλικάνων, δεν παρενέβη κανείς.
Η ομάδα του Τραμπ βρήκε τότε το ιδανικό όχημα για να διεξαγάγει την πιο αποτελεσματική επιχείρηση άμεσου πολιτικού μάρκετινγκ στην ιστορία.
Η ομάδα του δεν διέθετε τα λαμπρά μυαλά της εκστρατείας της Χίλαρι, ωστόσο μέσα στο καλοκαίρι του 2016 η καμπάνια του κέρδισε ένα τεράστιο προβάδισμα στα social media. Τροφοδοτώντας τα προσωπικά στοιχεία των εγγεγραμμένων υποστηρικτών του στο εργαλείο διαφημιστικής που ταυτοποιεί το «παρεμφερές κοινό» της πλατφόρμας, στόχευσε χρήστες του Facebook που είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά με τους δηλωμένους υποστηρικτές τους, τους εγγεγραμμένους ρεπουμπλικάνους ή απλά όσους είχαν αγοράσει το κόκκινο καπέλο MAGA ώστε να τους διοχετεύει ειδήσεις δομημένες για να τους ωθήσει να εμπλακούν.
Η στόχευση αυτή απέδωσε και τα likes, shares και σχόλια και στη συνέχεια προσέλκυσε όχι μόνο ψηφοφόρους αλλά και χρηματοδότες.
Ταυτόχρονα όμως οι εμπρηστικές αναρτήσεις της ομάδας του έθρεψαν και στρατιές απατεωνίσκων των ΜΜΕ που άρχισαν να αναρτούν σωρηδόν εμφανώς ψευδείς ειδήσεις που γίνονταν άμεσα viral.
Στο τέλος της προεκλογικής εκστρατείας τα άρθρα σχετικά με εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας εμφάνιζαν μεγαλύτερη διάδραση μεταξύ των χρηστών της πλατφόρμας απ' ό,τι οι πραγματικές ειδήσεις.
Μετά την εκλογή του Τραμπ ο Ζούκερμπεργκ αρχικά αρνήθηκε να δεχθεί πως το Facebook έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ενίσχυση του Προέδρου λέγοντας πως «η ιδέα ότι τα fake news στο Facebook –τα οποία μάλιστα αποτελούν πολύ μικρό κομμάτι του περιεχομένου του– επηρέασαν τις εκλογές με οποιονδήποτε τρόπο είναι, νομίζω, μια τελείως τρελή ιδέα» και βάσισε την τοποθέτηση του στα σχετικά δεδομένα που είχε συλλέξει και επεξεργαστεί η ομάδα των αναλυτών του.
Ωστόσο, ακόμα και οι συνεργάτες του θεωρούσαν πια πως εθελοτυφλεί σχετικά με την ισχύ του μέσου και τον πίεζαν να πάρει αποφάσεις.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον Δεκέμβριο 2017 να ανακοινωθεί πως το Facebook θα αρχίσει να ελέγχει τις ειδήσεις που αναφέρονται ως ψευδείς και ως κίνηση εντυπωσιασμού προσέλαβε την δημοσιογράφο του CNN, Campbell Brown, χωρίς όμως η εταιρεία να αναγνωρίσει στην πραγματικότητα τα λάθη της.
Αυτό οδήγησε τον Roger McNamee, έναν από τους πρώτους επενδυτές της πλατφόρμας και τέως μέντορα του Ζούκερμπεργκ να συνασπιστεί με τον Tristan Harris, τέως υπεύθυνο δεοντολογίας στον σχεδιασμό της Google που επίσης επέκρινε τους τεχνολογικούς κολοσσούς σχετικά με τις τεχνικές που χρησιμοποιούν για να προκαλέσουν στους χρήστες εξάρτηση για τις υπηρεσίες τους.
Σύντομα οι ομιλίες τους για το πώς το Facebook δηλητηριάζει τη δημοκρατία βρήκαν ευήκοα ώτα στα ΜΜΕ και το Κογκρέσο, που ήδη ερευνούσε το θέμα.
Τον Φεβρουάριο του 2017, σε μια προσπάθεια να αντιστρέψει το κλίμα ο Ζούκερμπεργκ έγραψε και μοιράστηκε με τους εργαζόμενους στο Facebook ένα μανιφέστο που έδινε την εντύπωση ότι κατανοούσε τις βαθιά πολιτικές ευθύνες της εταιρείας.
Παράλληλα ξεκίνησε μια περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθώντας να έρθει σε επαφή με τα λαϊκά στρώματα (γεγονός που πυροδότησε τις εικασίες ότι προαλείφεται για υποψήφιος Πρόεδρος) αγνοώντας όμως πως το πρόβλημα των fake news στο Facebook δεν τροφοδοτήθηκε κυρίως από τις συντηρητικές δυνάμεις της χώρας που πόνταραν στο ευκολόπιστο κομμάτι του πληθυσμού, αλλά επρόκειτο για συντονισμένη επιχείρηση επιρροής ξένης δύναμης: της Ρωσίας.
Παρότι ήδη στις αρχές της προεκλογικής περιόδου οι εργαζόμενοι στο Facebook είχαν παρατηρήσει ότι Ρώσοι χάκερ έκαναν επιθέσεις σε λογαριασμούς και έκλεβαν αρχεία τα οποία στην συνέχεια αναρτούσαν μέσω ψεύτικων προφίλ ώστε να συζητηθούν, ήταν μόλις την άνοιξη του 2017 όταν η ομάδα ασφαλείας άρχισε να συντάσσει μια έκθεση σχετικά με το πώς ρωσικές και άλλες αλλοδαπές υπηρεσίες πληροφοριών είχαν χρησιμοποιήσει την πλατφόρμα για ίδιους σκοπούς.
Η λεπτομερής και συγκεκριμένη ανάλυση όμως περικόπηκε από τα μέλη της ομάδας πολιτικών και επικοινωνίας του Facebook και πηγές λένε πως η εταιρεία δεν ήθελε να εμπλακεί στους πολιτικούς κλυδωνισμούς που γίνονταν αισθητοί την περίοδο εκείνη στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.
Στις 27 Απριλίου 2017, όταν η Γερουσία ανακοίνωσε πως καλούσε τον διευθυντή του FBI James Comey να καταθέσει σχετικά με την έρευνα για την εμπλοκή της Ρωσίας, δημοσιεύθηκε και η έκθεση του Facebook που προσέφερε μια προσεκτική αναλυτική εξήγηση τού πώς μια ξένη εχθρική δύναμη μπορεί να χρησιμοποιήσει το Facebook για να χειραγωγήσει τους πολίτες, αλλά δεν έδινε συγκεκριμένα παραδείγματα και δεν υπήρχε καμία άμεση αναφορά της Ρωσίας.
Έναν μήνα αργότερα, ένα άρθρο στους Times αποκάλυπτε πως Ρώσοι πράκτορες είχαν αγοράσει διαφημίσεις στο Facebook στοχεύοντας στην διασπορά προπαγάνδας μεταξύ των Αμερικανών ψηφοφόρων.
Τότε η ομάδα ασφαλείας του Facebook αναζήτησε τις διαφημίσεις που είχαν αγοραστεί με νόμισμα το ρούβλι και από browsers με επιλεγμένη γλώσσα τη ρωσική, για να καταλήξει σε μία ρωσική ομάδα ονόματι Internet Research Agency, που είχε δημιουργηθεί για να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη για πολιτικά θέματα στην Αμερική.
Ανακαλύπτοντας τον ρωσικό δάκτυλο, το Facebook έζησε ακόμα μία κρίση ταυτότητας και πανικού: πόσα να αποκαλύψει και σε ποιους σχετικά με την έκταση της επιχείρησης παραπληροφόρησης.
Αναλογιζόμενο τα ζητήματα ιδιωτικότητας των χρηστών και τις νομικές ευθύνες της εταιρείας, οι υπεύθυνοί της κατέληξαν σε μία λακωνική ανακοίνωση που σαφώς μείωνε τα μεγέθη: ότι οι Ρώσοι είχαν πληρώσει στο Facebook 100.000 δολάρια για περίπου 3.000 διαφημίσεις που στόχευαν να επηρεάσουν τις εκλογές του 2016.
Εκείνο που δεν ανέφεραν όμως ήταν πως 500 αναρτήσεις προερχόμενες μόνο από έξι λογαριασμούς που «πάγωσε» το Facebook είχαν διαμοιραστεί πάνω από 340 εκατομμύρια φορές.
Οι καταστάσεις σε πολιτικό επίπεδο εξελίχθηκαν ραγδαία και τον Νοέμβριο κλήθηκαν να κατεθέσουν οι γενικοί σύμβουλοι των Facebook, Twitter και Google στην ακροαματική διαδικασία των Επιτροπών Πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας σχετικά με τη χρήση των social media από τη Ρωσία, αναφορικά με τις αμερικανικές εκλογές.
Ο γενικός σύμβουλος του Facebook ρωτήθηκε αν η εταιρεία διέθετε πολιτική που να απαγορεύει σε ξένες κυβερνήσεις να εφαρμόσουν εκστρατείες χειραγώγησης της κοινής γνώμης μέσω της πλατφόρμας και αν θεωρούσαν υποχρέωσή τους να ενημερώσουν προσωπικά όλους τους χρήστες που εξαπατήθηκαν από τις εν λόγω διαφημίσεις.
Η απάντηση και στις δύο ερωτήσεις ήταν αρνητική και προκάλεσε την καίρια παρέμβαση της γερουσιαστού Dianne Feinstein: «Δημιουργήσατε αυτές τις πλατφόρμες και κάποιοι τις καταχρώνται, οφείλετε να κάνετε κάτι γι' αυτό. Αλλιώς θα κάνουμε κάτι εμείς».
Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα πολλά τέως στελέχη του Facebook άρχισαν να επικρίνουν δημοσίως την εταιρεία με αποκορύφωμα τις δηλώσεις του πρώτου προέδρου του Facebook Sean Parker που αναφορικά με την επιθετική προώθηση του Facebook είπε πως το μετανιώνει: «Δεν ξέρω αν πραγματικά αντιλαμβανόμουν τις συνέπειές του. Ένας θεός ξέρει τι κάνει στα μυαλά των παιδιών μας».
Ως απάντηση, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ απευθυνόμενος στους εργαζόμενους και τους μετόχους αναφέρθηκε στην ενόχλησή του που οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν τα εργαλεία που ανέπτυξε η ομάδα του για να σπείρουν τη διχόνοια και να υπονομεύσουν τις αμερικανικές αξίες και ανακοίνωσε πως η εταιρεία στο εξής θα επενδύσει σημαντικά στην ασφάλεια κάτι που θα έχει αντίκτυπο στα κέρδη της.
«Θέλω να καταστήσω σαφές πως έχουμε ως προτεραιότητα το να προστατεύσουμε την κοινότητα, παρά να μεγιστοποιήσουμε τα κέρδη μας».
Όμως οι επιπτώσεις της κυριαρχίας της πλατφόρμας του εκτείνονται πολύ πέρα των συνόρων των ΗΠΑ. Οι δραματικές εξελίξεις σε όλο τον κόσμο έφεραν στο προσκήνιο τη συνεισφορά του Facebook στην διασπορά φονικής προπαγάνδας κατά των Ροχίνγκια στην Μιανμάρ και στην προβολή της κτηνώδους βίας που ασκεί ο Πρόεδρος των Φιλιππίνων Ροντρίγκο Ντουτέρτε.
Τον Δεκέμβριο, ο τέως αντιπρόεδρος για την αύξηση των χρηστών και στενός συνεργάτης του Ζούκερμπεργκ, Chamath Palihapitiya, σε μια ομιλία του ανέφερε πως οι πλατφόρμες των social media όπως το Facebook είχαν «δημιουργήσει εργαλεία που διαρρηγνύουν τον κοινωνικό ιστό» και ότι νιώθει «ασύλληπτες ενοχές», πριν καταλήξει ότι προσπαθεί να χρησιμοποιεί το Facebook όσο το δυνατόν λιγότερο ενώ δεν επιτρέπει στα παιδιά του καθόλου να έχουν πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Με την έλευση του 2018, πιστός στις ανακοινώσεις των αποφάσεων του Νέου Έτους, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ δήλωσε πως τη χρονιά αυτή θα αλλάξουν πολλά στην ιεράρχηση του περιεχομένου που θα βλέπουν οι χρήστες στο χρονολόγιό τους. Ο αλγόριθμος του θα επαναρυθμιστεί ώστε να ευνοεί τις «ουσιαστικές διαδράσεις».
Στόχος είναι να μειώσει τις αναρτήσεις των επιχειρήσεων, των διασημοτήτων και των εκδοτικών οργανισμών και να θέτει σε προτεραιότητα το περιεχόμενο που μοιράζονται οι φίλοι και τα μέλη της οικογένειας μας.
Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως θα εξοβελίσει το ειδησεογραφικό περιεχόμενο αλλά θα προωθεί συγκεκριμένα μέσα των οποίων το περιεχόμενο εκτιμάται ως «αξιόπιστο, ειδησεογραφικό και τοπικό», περνώντας από το κυνήγι των ψευδών ειδήσεων στην προώθηση του καλού περιεχομένου.
Μάλιστα ο Ζούκερμπεργκ άφησε να εννοηθεί, και όσοι γνωρίζουν το επιβεβαίωσαν, πως τέτοιου είδους αλλαγές θα ανακοινώνονται καθ' όλη την διάρκεια του έτους καθώς φαίνεται πως ο ισχυρός άνδρας τον ψηφιακών μέσων επηρεάστηκε πραγματικά από το βάρος της ευθύνης που παραδόξως μόλις πρόσφατα συνειδητοποίησε πως φέρει στους ώμους του.
Στοιχεία από το Wired