— Υπάρχει αποδεκτό όριο αισθητικής επέμβασης στη φωτογραφία;. Ποιο είναι αυτό; Ποιος το ορίζει στα περιοδικά;
Εκδότες, δημοσιογράφοι και καλλιτεχνικοί διευθυντές περιοδικών αντιλαμβάνονται την ψηφιακή επέμβαση στην εικόνα κυρίως ως ένα αισθητικό θέμα χωρίς ηθικές παραμέτρους. Έτσι, οι χρωματικές παρεμβάσεις για βελτιώσεις στον τόνο του δέρματος ή στα κοντράστ της εικόνας, ακόμα και οι προσθαφαιρέσεις στοιχείων ή πληροφορίας σε μια φωτογραφία, θεωρούνται θεμιτά, πολύ συχνά και απαραίτητες επεμβάσεις σε ένα μέσο όπως τα περιοδικό μόδας, όπου το ζητούμενο υπήρξε πάντα η χίμαιρα της ομορφιάς. Το όριο στην επέμβαση τίθεται όχι τόσο από τους ηθικούς ενδοιασμούς των μετα-δημιουργών της εικόνας όσο από την ίδια την αλήθεια: αυτό που βλέπεις να προσεγγίζει την αλήθεια. Αν το design εργαλείο του photoshop μεταμορφώνει και παραμορφώνει, αντί να «χαϊδεύει» βελτιωτικά το εικονιζόμενο θέμα, που είναι ο εγγενής του ρόλος, τότε ο διευθυντής του περιοδικού, σε συνεργασία με τον creative director (σπανιότατα ο εκδότης), βάζει φρένο στον retoucher ή στον φωτογράφο. Η δημιουργία αυτού του ορίου δεν γίνεται αναίμακτα.
— Από τη δική σας εμπειρία, πόσο έλεγχο έχουν οι προσωπικότητες και τα μοντέλα πάνω στην τελική φωτογραφία που δημοσιεύεται;
Τα μοντέλα, από τον ρόλο τους ως intermediates, δεν ελέγχουν την προβαλλόμενη εικόνα τους. Με εγγυητή το πρακτορείο τους, παραδίδονται στο δημιουργικό vision του φωτογράφου και του στυλίστα και αναγκαστικά εμπιστεύονται τον περιοδικό τίτλο που θα φιλοξενήσει τα editorials. Αν το μοντέλο έχει εξελιχθεί σε brand βέβαια, ο μάνατζερ ή οι περί αυτόν ζητούν να δουν την επεξεργασμένη εικόνα πριν από τη δημοσίευση. Δεν αποκλείεται να συμμετάσχουν και στο team του photoshop ή να ζητήσουν να γίνει από δικό τους άνθρωπο. Στις προσωπικότητες, τώρα, η μεταχείριση ποικίλλει. Οι ηθοποιοί, ως πιο συμφιλιωμένοι με την έκθεση, συζητούν με τη δημιουργική ομάδα της φωτογράφισης τυχόν ανησυχίες, ενστάσεις και επιθυμίες τους, κι έχουν, λόγω εμπειρίας, την ικανότητα να φανταστούν από το μόνιτορ του φωτογράφου πώς θα φανούν στο χαρτί. Ό,τι ρετούς χρειάζεται συζητιέται επιτόπου και ο φωτογράφος το αναλαμβάνει ο ίδιος ή ενημερώνει σχετικά τον retoucher συνεργάτη του. Όταν πρόκειται για πρόσωπα κοινωνικού ενδιαφέροντος και κάθε τύπου επαγγελματίες συχνά προσυμφωνείται ότι ο φωτογραφιζόμενος θα έχει λόγο στην επεξεργασία του πορτρέτου του. Θυμάμαι διάφορες κυρίες να συνοδεύονται από εκδότες στο ατελιέ για να τσεκάρουν τι δουλειά είχε γίνει πάνω τους στο photoshop ή φωτογραφίες να κυκλοφορούν μέσω κινητών και να μας επιστρέφουν με σχόλια για την απόχρωση του κραγιόν ή τον τόνο του δέρματος... Συνέβαινε, επίσης, «σοβαρά» άτομα, που μας είχαν ζητήσει να μην τους πειράξουμε, να διαμαρτύρονται εκ των υστέρων ότι δεν τους «προσέξαμε» αρκετά, εννοώντας ακριβώς ότι δεν τονώσαμε την εικόνα τους, λειαίνοντας τα στοιχεία που δεν θέλει να δει κανείς τυπωμένα – μια κοιλίτσα, ένα πλαδαρό μπράτσο, ένα πεσμένο βλέφαρο. Στους celebrities, οι φωτογραφίες περνούσαν σχεδόν αναγκαστικά από τους publicists προς έγκριση. Καλώς ή κακώς, η συνθήκη τις δύο περασμένες δεκαετίες θεωρούσε το photoshop βασικό κανόνα στο παιχνίδι του imagery.
Στον αντίποδα του περιοδεύοντος τσίρκου των Καρντάσιαν υπάρχει πλέον μια Lena Dunham να εκφράζει την αιχμηρή, αφιλτράριστη αλήθεια. Από κει και πέρα, εξαρτάται από τον καθένα με τι θέλει να ταυτιστεί.
— Θεωρείς φυσιολογικό το κύμα διαμαρτυριών που προκύπτει όχι μόνο στα ελληνικά αλλά και στα ξένα έντυπα τον τελευταίο καιρό;
Ο Jean Baptiste Mondino, ο δημιουργός που πρώτος ταυτίστηκε με το έντονα παρεμβατικό photoshop σε personalities και μοντέλα, θύμιζε πριν από λίγα χρόνια, με αφορμή το τότε debate περί photoshop: «Οι φωτογραφίες του παλιού Χόλιγουντ; Φτιαγμένες! Το κλασικό πορτρέτο του Τσε Γκεβάρα; Φτιαγμένο! Όλες οι φωτογραφίες της Mέριλιν Moνρό από τον Ρίτσαρντ Άβεντον; Φτιαγμένες! Το ίδιο και όλες εκείνες οι εικόνες που δημιουργήθηκαν πριν από τη δημιουργία του σύγχρονου (ψηφιακού) προγράμματος. Τα πόδια μάκραιναν με ευρυγώνιο φακό, τα δέρματα μαλάκωναν με υπερβολικό λευκό φως (κάψιμο)». Το ρετούς δεν εξαντλείται στο πετσόκομμα κιλών και στο σβήσιμο των ρυτίδων. Είναι μια ντελικάτη τέχνη που απλώς στα χέρια κάποιων έχει κακοποιηθεί. Η όποια κριτική ας αφορά την κενότητα και την κακογουστιά των εντύπων και όχι το ίδιο το métier.
— Πόσο μας επηρεάζει η αλλοιωμένη εικόνα που εισπράττουμε μέσω των media;
Τα media παραμορφώνουν ή «φωτίζουν» διαφορετικά πολύ ουσιαστικότερα θέματα από την επιφανειακή εικόνα. Νομίζω ότι οι περισσότεροι έχουμε αναπτύξει μηχανισμούς που μας προστατεύουν από την ταύτιση με το ψέμα μιας εικόνας. Στον αντίποδα του περιοδεύοντος τσίρκου των Καρντάσιαν υπάρχει πλέον μια Lena Dunham να εκφράζει την αιχμηρή, αφιλτράριστη αλήθεια. Από κει και πέρα, εξαρτάται από τον καθένα με τι θέλει να ταυτιστεί.
— Kαι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, κάποια έντυπα φτιάχνουν Ageless Issues. Τελειώνει η εποχή της τελειότητας, υπάρχει κορεσμός στην αγορά της μόδας, άλλες ανάγκες; Τι προκαλεί αυτήν τη στροφή;
Στα περισσότερα από αυτά τα Ageless Issues το ζητούμενο των editors δεν είναι η τελειότητα, πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο, την αποδοχή της ομορφιάς σε κάθε ηλικία, από τα άγουρα σώματα κοριτσιών σαν την Κaia Gerber ως τις βαθιές ρυτίδες ζωής της Lauren Hutton. Σε έναν κόσμο που δεν είναι άψογος και ευοίωνος, η μόδα αγκαλιάζει το ugly chic, τσαλακώνει, αποδομεί, απορρίπτει τα φύλα και ψάχνει νέες ιστορίες. Ποιος μιλάει ακόμα για photoshop, απορώ!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO