Το πρώτο, τραυματικό βήμα προς την ενηλικίωση έρχεται τη στιγμή που ως παιδιά συνειδητοποιούμε τον θάνατο. Ναι, η ιδέα της απώλειας και του τέλους έχει ήδη εισαχθεί στον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου μας με κάποιον τρόπο, από ένα φαγητό που μας αρέσει και τελειώνει πριν χορτάσουμε, ως ένα μπαλόνι με ήλιον που ξεφεύγει από το χέρι μας, χάνεται στον ουρανό και δεν γυρίζει πίσω. Η συνειδητοποίηση, όμως, ότι όλο αυτό θα τελειώσει και μια μέρα απλά θα σταματήσουμε να υπάρχουμε, είναι μια μπουνιά με σιδερογροθιά στη βουβωνική χώρα, ικανή να αφήσει μόνιμη μελανιά.
Από αυτό το σημείο κι έπειτα χτίζουμε την καθημερινότητα μας προσποιούμενοι ότι ο θάνατος είναι μια καταχρηστική σύμβαση με το (όποιο) Ανώτερο Ον που αφορά τους άλλους και όχι εμάς, κάνουμε σαν να μην υπάρχει, όπως οι ημερήσιες ειδοποιήσεις για ενημέρωση του λογισμικού στο κινητό. Μέχρι που ένα δυσάρεστο γεγονός θα τον επαναφέρει στο προσκήνιο.
H σειρά ντοκιμαντέρ του Netflix Surviving Death, όπως είναι εμφανές από τον τίτλο της, ασχολείται με το εύλογο ερώτημά που ανακύπτει όποτε ερχόμαστε (ξανά) αντιμέτωποι με την ιδέα του θανάτου: τι συμβαίνει αφού πεθάνουμε; Είναι ο θάνατος το οριστικό τέλος της ύπαρξής μας;
Είκοσι λεπτά από το πρώτο επεισόδιο, που αφορά τις επιθανάτιες εμπειρίες, αρκούν για να αντιληφθείς ότι το αυστηρά κινηματογραφικό ενδιαφέρον της σειράς είναι ελάχιστο, αν όχι μηδαμινό. Κεφαλές που μιλούν, ουδέν αξιοσημείωτο αφηγηματικό τερτίπι και συνηθισμένες απεικονίσεις του Επέκεινα – φλουταρισμένα πλάνα, θολές ανθρώπινες φιγούρες, χρωματική παλέτα στο φάσμα μεταξύ του μπλε και του κόκκινου. Συνεπώς το όποιο ενδιαφέρον εστιάζεται στη διαχείριση του θέματός του.
Yπάρχει σίγουρα μια λίγο καλύτερη, δίωρη εκδοχή του ντοκιμαντέρ, αλλά το Netflix εκείνο που χρειάζεται είναι υλικό. Όταν ο streaming κολοσσός ανάβει το πράσινο φως για μια παραγωγή, παραγγέλνει συγκεκριμένο αριθμό επεισοδίων και ορισμένης διάρκειας.
Στηριγμένο ως επί το πλείστον σε προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που κηρύχθηκαν νεκροί για μικρό χρονικό διάστημα κι έπειτα επανήλθαν στη ζωή, το πρώτο αυτό επεισόδιο έχει μερικές τοποθετήσεις κι από επιστήμονες, έστω κι αν κατά βάση ατεκμηρίωτες. «Έχει αποδειχτεί ότι τα φάρμακα μειώνουν την πιθανότητα να έχεις μια επιθανάτια εμπειρία» δηλώνει ένας γιατρός χωρίς περαιτέρω στοιχεία – θα έλεγε κανείς πως παίρνουμε φάρμακα ακριβώς γι' αυτό τον λόγο, ώστε να αποφύγουμε την επιθανάτια εμπειρία.
Με γνώμονα το πρώτο επεισόδιο, τον «πιλότο» της σειράς, αν θέλεις, σχηματίζεται η εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης Ρίκι Στερν θα τηρήσει μια στάση ανοιχτή στην πιθανότητα μεταθανάτιας ζωής, έχοντας όμως και τη στοιχειώδη εγκράτεια αν όχι του σκεπτικιστή, σίγουρα ενός αγνωστικιστή.
Η συνέχεια σε διαψεύδει. Από το δεύτερο επεισόδιο και μετά ο Στερν μεταμορφώνεται σε οπαδό, ο οποίος προσπαθεί να πείσει για την αυθεντικότητα των περιγραφομένων με τρόπο που συχνά υποτιμά τη νοημοσύνη σου. Για παράδειγμα, στο τρίτο επεισόδιο περιγράφεται αναλυτικά πώς πραγματοποιείται μια σεάνς. Όταν έρχεται η ώρα της τελετής, δεν την παρακολουθούμε ποτέ επειδή, όπως μας πληροφορεί ένας μεσότιτλος, μια σεάνς πρέπει να τελείται σε απόλυτο σκοτάδι και γι' αυτό απαγορεύονται οι κάμερες – ακόμα κι αν λειτουργούν σε night vision άραγε; Για καλή μας τύχη, επιτρέπονται οι συσκευές ηχογράφησης κι έτσι ακούμε το μέντιουμ να επικοινωνεί είτε με το πνεύμα του εννιάχρονου Τιμ που βοηθά να βγει το εκτόπλασμα –μη ρωτάς περισσότερα– είτε με το πνεύμα κάποιου πενηντάρη φαν των Μόντι Πάιθον που μιλά με προσποιητές παιδικές φωνές.
Στο πέμπτο επεισόδιο που αφιερώνεται στα φαντάσματα, ένας ερευνητής παραψυχολογικών φαινομένων μας βεβαιώνει ότι οι εμφανίσεις φαντασμάτων σε ηλικιωμένους ασθενείς δεν συμβαίνουν λόγω έλλειψης οξυγόνου στο εγκέφαλο. Οι ασθενείς, από τους οποίους ο ίδιος συνέλεξε μαρτυρίες έχουν διαύγεια και απόλυτη ηρεμία, ισχυρίζεται. Στο σημείο αυτό, για να μας αποδείξει εμπράκτως ο σκηνοθέτης την παραπάνω δήλωση, παρεμβάλλεται μια σκηνή όπου ο ερευνητής ρωτά έναν τυχαίο ηλικιωμένο ασθενή, που δεν έχουμε ξαναδεί στο ντοκιμαντέρ, τι μήνα έχουμε, για να πάρει την απάντηση «Ιούνιο». Όπερ έδει δείξαι.
Το τέταρτο επεισόδιο με αντικείμενο μηνύματα που άφησαν νεκροί σε ζωντανούς έχει περισσότερο ενδιαφέρον, επειδή εστιάζει περισσότερο στις μαρτυρίες ανθρώπων που θρηνούν για την απώλεια αγαπημένων, παρουσιάζοντας έτσι γλαφυρότερα την παρηγορητική πλευρά του ενδεχόμενου ύπαρξης μεταθανάτιας ζωής. Κρίμα που σε σημεία φλερτάρει με το exploitation. Ναι μεν οι συμμετέχοντες έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για την παρουσία τους στο ντοκιμαντέρ και κατέθεσαν στον φακό τη μαρτυρία τους, αλλά εσύ ως δημιουργός οφείλεις να σεβαστείς τον θρήνο τους και να αναλογιστείς την ηθική της κατασκευής σου, αντί πχ. να αφήνεις το πλάνο λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω ώστε να δούμε τον γονιό να ξεσπάει σε λυγμούς για το παιδί που έχασε – ειδικά από τη στιγμή που κάνεις ένα ντοκιμαντέρ διαφορετικού προσανατολισμού και αντικειμένου.
Κατά τα λοιπά, υπάρχει σίγουρα μια λίγο καλύτερη, δίωρη εκδοχή του ντοκιμαντέρ, αλλά το Netflix εκείνο που χρειάζεται είναι υλικό. Όταν ο streaming κολοσσός ανάβει το πράσινο φως για μια παραγωγή, παραγγέλνει συγκεκριμένο αριθμό επεισοδίων και ορισμένης διάρκειας. Οι δημιουργοί πρέπει να συμμορφωθούν και το αποτέλεσμα είναι η ένδειξη «A Netflix Original» να γίνεται συχνά συνώνυμη της φλυαρίας. Έτσι συμβαίνει κι εδώ, οπότε για να καλυφθεί η προαπαιτούμενη διάρκεια οι μαρτυρίες τραβούν σε μάκρος κι επαναλαμβάνονται και οι όποιες ενημερωτικές πληροφορίες δίνονται σταδιακά και με φειδώ, χώρια που, εάν googlάρεις «electronic voice phenomenon», θα μάθεις περισσότερα από όσα σου κομίζει η σειρά διαβάζοντας απλά τις δέκα πρώτες αράδες.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το ίδιο το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει η δημοφιλία του. Από τη μέρα που ανέβηκε στο Netflix, το Surviving Death φιγουράρει στο top-10 με τα δημοφιλέστερα προγράμματα, γεγονός ασύνηθες για τα docuseries της πλατφόρμας. Πώς είναι δυνατόν να γίνεται viral ένα ντοκιμαντέρ για την ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής σε ένα κοινό που, επηρεασμένο από τον κατακερματισμό της προσοχής και τους αδυσώπητους καθημερινούς ρυθμούς, έχει δεδομένα αποστασιοποιηθεί εντελώς από το πνεύμα;
Ασφαλώς η πανδημία του κορωνοϊού έφερε τον θάνατο ξανά στην ημερήσια ατζέντα –για τον δυτικό κόσμο, πάντα– με καθημερινές ανακοινώσεις για θύματα, με τον διαρκή φόβο μια ασθένειας με θανατηφόρες επιπλοκές, με μέτρα πρωτοφανούς αυστηρότητας προκειμένου να περιοριστεί η μετάδοση του ιού. Για πολύ μεγάλο (και συγκριτικά τυχερό) ποσοστό του πληθυσμού, η πανδημία έφερε και πάλι στο προσκήνιο όχι απαραίτητα τον θάνατο, αλλά την έννοια του τέλους: του τέλους της ζωής του όπως την ήξερε, του τέλους ελευθεριών και ωφελειών που λογάριαζε για δεδομένες.
Το βλέπεις διαρκώς γύρω σου, διαφαίνεται στα social, ο κόσμος ανησυχεί ότι δεν θα επανέλθει ποτέ στην προηγούμενη κατάσταση, ότι δεν θα πάρει πίσω «τη ζωή που στερήθηκε» – όχι τυχαία, δημοφιλέστερα άρθρα στα σάιτ είναι όσα περιέχουν πληροφορίες και φήμες για άρση των περιοριστικών μέτρων. Έχει την ανάγκη να πιστέψει ότι υπάρχει ζωή μετά, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, χρειάζεται απεγνωσμένα την ελπίδα και θα την αναζητήσει όπου βρεθεί πρόσφορη. Ακόμα και σε μια μετριότατη σειρά ντοκιμαντέρ του Netflix που χρησιμοποιεί ως μουσικό θέμα τίτλων αρχής το «God moving over the face of the waters» του Μoby, με το οποίο έκλεινε το Heat (1995) του Μάικλ Μαν – μια δραματικά ανώτερη πνευματική εμπειρία, αν με ρωτάς.
σχόλια