Η πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας, Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, επιμένει στην απόφασή της να μη χρησιμοποιεί τη συνταγματική ονομασία της χώρας, επαναλαμβάνοντας τα περί ατομικού της δικαιώματος στην αυτοδιάθεση και τον αυτοπροσδιορισμό για το «Μακεδονία».
H Σιλιάνοφσκα, απαντώντας σε δημοσιογραφικές ερωτήσεις από την πόλη Οχρίδα ισχυρίστηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο θα χρησιμοποιεί το όνομα της χώρας «είναι ζήτημα προσωπικού προσδιορισμού, δικαίωμα που κατοχυρώνεται με πράξεις ανώτερες από αυτές που ισχύουν στις διμερείς συμφωνίες». Ανέφερε μάλιστα ότι μέσω του διαλόγου θα προσπαθήσει να «πείσει» την Ελλάδα για την «ορθότητα» των ισχυρισμών της.
Σε ερώτηση σχετικά με τις προειδοποιήσεις από την μεριά της Ελλάδας περί ενδεχόμενης προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο για μη τήρηση των διατάξεων της Συμφωνίας των Πρεσπών, η Σιλιάνοφσκα υπενθύμισε την προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου (το 2011) , στην προσφυγή της τότε ΠΓΔΜ κατά της Ελλάδας για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από το 1995.
«Το ίδιο αυτό Διεθνές Δικαστήριο, στο οποίο βρεθήκαμε απέναντι στην Ελλάδα, αποφάνθηκε για παραβίαση του άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η οποία ήταν επίσης μια διεθνής συμφωνία. Δεν πιστεύω ότι θα φθάσουμε αμέσως στα δικαστήρια. Υπάρχει διαβάθμιση στη Συμφωνία των Πρεσπών. Πρώτα επισημαίνεται, συζητείται, η ερώτηση απευθύνεται και στον ΟΗΕ και μετά πάει στα δικαστήρια. Οι αποφάσεις του δικαστηρίου θα πρέπει να είναι erga omnes (να ισχύουν έναντι όλων), αλλά στη δική μας περίπτωση αυτό δεν συνέβη» ανέφερε η Σιλιάνοφσκα, σύμφωνα με την ΕΡΤ.
Η νέα πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας, Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα (η οποία στις προεδρικές εκλογές της 8ης Μαϊου εξελέγη νέα πρόεδρος της χώρας, ως υποψήφια του δεξιού κόμματος VMRO-DPMNE), κατά την ορκωμοσία της, στις 12 Μαϊου αποκάλεσε τη χώρα “Μακεδονία”, παρά το γεγονός ότι στο κείμενο του όρκου που της υπαγορεύτηκε, η χώρα αναφερόταν με τη συνταγματική της ονομασία, Βόρεια Μακεδονία.
Η ενέργεια εκείνη της νέας πρόεδρου της Βόρειας Μακεδονίας προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις της ελληνικής πλευράς, ενώ αποδοκιμάστηκε από την ΕΕ και τις ΗΠΑ.