Την πεποίθηση πως η επίσκεψη Ερντογάν είναι ιστορική και διαμορφώνει μια νέα θετική αφετηρία και δυναμική για την προσέγγιση Ελλάδας-Τουρκίας, εκφράζει ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Κατρούγκαλος.
Ο κ. Κατρούγκαλος σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ, σημειώνει μάλιστα ότι η επίσκεψη ήρθε σε μια στιγμή κρίσιμη που η γειτονική χώρα βρίσκεται σε ένταση με πολλά ευρωπαϊκά κράτη και επισημαίνει πως το θετικό κεκτημένο από την επίσκεψη αυτή, είναι ότι ξαναξεκίνησε ο διάλογος στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο και με πρόθεση και των δύο πλευρών να συζητήσουν με ειλικρίνεια και με καλή διάθεση.
Απαντώντας στην κριτική της αντιπολίτευσης, ο κ. Κατρούγκαλος διευκρινίζει ότι η προετοιμασία της επίσκεψης ήταν άρτια και πολύμηνη, υπογραμμίζοντας επίσης ότι η αναγκαιότητα της υπαγορεύθηκε από το γεγονός ότι «έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τη συσσωρευμένη ένταση στις διμερείς σχέσεις».
Συνεχίζοντας στο ίδιο μήκος κύματος, επισημαίνει ότι «λόγω της καλής προετοιμασίας της επίσκεψης πετύχαμε η συζήτηση να εξελιχθεί επί της ουσίας και μάλιστα με έναν τρόπο που, όπως φάνηκε από την όλη εξέλιξη της συζήτησης, στο τέλος δημιούργησε θετική δυναμική για τη συνέχιση του διαλόγου».
Πέρα από την επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στη χώρα μας, ο κ. Κατρούγκαλος στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ξετυλίγει το πλέγμα των ελληνικών θέσεων σε σειρά θεμάτων που άπτονται του χαρτοφυλακίου του, όπως η εμβάθυνση της ΟΝΕ και το Brexit. Επίσης, αναδεικνύει τη σημασία που έχει για την Ελλάδα και την ΕΕ η εκλογή του Πορτογάλου υπουργού Οικονομικών στη θέση του προέδρου του Eurogroup.
Παράλληλα, για τον συνδικαλιστικό νόμο τόνισε: «Η δική μας προτεραιότητα στα εργασιακά, και αυτή την μεταρρύθμιση θα την προωθήσουμε με το τέλος του προγράμματος, το 2018, είναι η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε με την περιβόητη ρύθμιση του άρθρου 4, του νόμου 1365/1983 του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος πράγματι περιόριζε δραστικά το δικαίωμα, γιατί απαιτούσε για τη λήψη σχετικής απόφασης με το 50% συν ένα, όχι των ταμειακά εντάξει μελών, αλλά των εγγεγραμμένων μελών ενός σωματείου και επιπλέον εφαρμοζόταν ακόμα και στα πανελλαδικής εμβέλειας ή περιφερειακά σωματεία, η υπόψη διάταξη είναι εντελώς διαφορετική.
Δεν αφορά τη λήψη απόφασης, αλλά την απαρτία και επίσης δεν εφαρμόζεται στα περιφερειακά και στα πανελλαδικά σωματεία. Με απλά λόγια τι συνεπάγεται; Ότι για να ληφθεί μια απόφαση απεργίας θα πρέπει το 50%, όχι του συνόλου των εργαζομένων στην επιχείρηση, όχι του συνόλου των εγγεγραμμένων στο σωματείο, αλλά των ενεργών μελών του σωματείου να είναι παρόντες στη λήψη της απόφασης. Και από τους παρόντες, οι μισοί να πάρουν απόφαση υπέρ της απεργίας.
Με λίγα λόγια, απαιτείται για να ληφθεί μια απεργία, να είναι υπέρ της κήρυξης της το ¼ του συνόλου των οικονομικά τακτοποιημένων μελών ενός σωματείου. Είναι δυνατόν να πετύχει μια απεργία αν τα ¾, όχι των εργαζομένων επαναλαμβάνω, ούτε γενικά των μελών του σωματείου, αλλά των ενεργών μελών του να μην συμφωνούν με τη διεξαγωγή της; Γι' αυτόν τον λόγο θεωρώ ότι δεν αποτελεί περιορισμό τέτοιο που να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος στην απεργία».
Αναφέρει πως η καθαρή έξοδος από το μνημόνιο προϋποθέτει αφενός τη σταθεροποίηση της ανοδικής πορείας της οικονομίας και αφετέρου την έξοδο στις αγορές, και υπογραμμίζει ότι και ως προς τα δύο αυτά ζητούμενα, τα μέχρι στιγμής δεδομένα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Επισημαίνει επιπλέον πως μετά τον Αύγουστο του 2018 «δεν θα έχουμε την επιτροπεία των μνημονίων, θα βρισκόμαστε στην κατάσταση που είναι σήμερα η Πορτογαλία».
Σε αυτό το πλαίσιο, διευκρινίζει πως «θα έχουμε τη δυνατότητα να αναπτύσσουμε τις δικές μας πολιτικές», αναφέροντας ως παράδειγμα ότι «η Πορτογαλία κατάφερε να πετύχει να μειωθεί το έλλειμμα, αυξάνοντας όμως ταυτόχρονα συντάξεις και μισθούς, εγκαταλείποντας δηλαδή πλήρως τις πολιτικές λιτότητας». Αυτός είναι σημαντικός στόχος όχι μόνο από οικονομική άποψη, αλλά κυρίως από δημοκρατική, γιατί σηματοδοτεί την επιστροφή σε πλήρες καθεστώς λαϊκής κυριαρχίας στη χώρα μας, καθιστά σαφές ο αναπληρωτής υπουργός.
Τέλος, ο κ. Κατρούγκαλος αναφέρεται και στον νέο φορέα της κεντροαριστεράς, το Κίνημα Αλλαγής και στις προοπτικές συνεργασίας του με τον ΣΥΡΙΖΑ, στέλνοντας το μήνυμα πως «η μπάλα είναι στο γήπεδο του νέου φορέα».