Τον περασμένο μήνα, τα παγκόσμια downloads για εφαρμογές ‒όλες για συναντήσεις ατομικές ή ομαδικές με βιντεο-εικόνα σε πραγματικό χρόνο‒ όπως το Zoom, το Houseparty και το Skype είχαν πάνω από 100% αύξηση. Ειδικά το Zoom, λίγο πριν από το τέλος Μαρτίου, βρέθηκε να είναι το πιο δημοφιλές application γενικά. Η απομόνωση και ο εγκλεισμός στο σπίτι ανάγκασαν πολύ κόσμο να τα κατεβάσει, προσπαθώντας να αντικαταστήσει τη διά ζώσης επικοινωνία, οργανώνοντας πολυπρόσωπα εικονικά meetings μέσα από παράθυρα που για τους μεγαλύτερους σε ηλικία ήταν σαν τα «Τετράγωνα των Αστέρων» χωρίς τη Μαρία Αλιφέρη και χωρίς το «σας αγαπώ». Επαγγελματικά ραντεβού και συσκέψεις, μαθήματα και εκπαιδευτικά προγράμματα, ακόμα και συνεδρίες ψυχοθεραπείας και ψηφιακά πάρτι με συναντήσεις φίλων που προσπαθούν να δημιουργήσουν εικονικά την αίσθηση της παρέας, όλα είναι μια νέα παγκόσμια πραγματικότητα που δημιούργησε ο περιορισμός στο σπίτι. Πανδημία δεν είχε ξαναζήσει καμία γενιά.
Οι βιντεοκλήσεις δεν ήταν κάτι νέο, το Skype, το WhatsΑpp και το FaceΤime χρησιμοποιούνταν εδώ και χρόνια για να βλέπει ο ένας τον άλλον, αλλά ποτέ δεν είχε υπάρξει τόσο μεγάλη ανάγκη για τη χρήση τους και δεν ήταν ο μόνος τρόπος για να έχεις εικόνα των συγγενών, των φίλων, των συνεργατών. Η πανδημία δημιούργησε την ανάγκη για βιντεοκλήση και η ανάγκη έφερε και προβλήματα.
Για πολύ κόσμο αυτή η εικονική συνάντηση είναι ευλογία, βλέπουν πρόσωπα που είναι μακριά, ηλικιωμένους συγγενείς που δεν επιτρέπεται να επισκεφτούν, φίλους με τους οποίους θέλουν να μοιραστούν, ώρες ατελείωτες, ασήμαντες στιγμές, όπως το μαγείρεμα ενός φαγητού ή το χαζολόγημα που θα έκαναν και όταν θα συναντιούνταν. Για άλλους είναι τρόμος και άγχος ‒ πέρα από λόγους προστασίας είναι και οι προβληματισμοί που εμφανίστηκαν για την καταπάτηση της ιδιωτικότητας. Είναι πολύ βίαιο να εισβάλει ο άλλος στο σπίτι σου, έστω και εικονικά.
Το πρόβλημα είναι ότι ο τρόπος που οι εικόνες των βίντεο είναι ψηφιακά κωδικοποιημένες και αποκωδικοποιημένες, τροποποιημένες και προσαρμοσμένες, κομματιασμένες και αναδημιουργημένες, προκαλεί κάθε είδους σφάλματα: μπλοκάρισμα, πάγωμα εικόνας, θόλωμα, αστάθεια και αποσυντονισμένο ήχο. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι φτιαγμένος για παρόμοιες καταστάσεις και για τέτοιου είδους κενά, οπότε δημιουργείται ενόχληση και ανησυχία.
Οι ψυχολόγοι, οι μηχανικοί ηλεκτρονικών υπολογιστών και οι νευροβιολόγοι λένε ότι η παραμόρφωση και η καθυστέρηση που υπάρχουν στην επικοινωνία μέσω βίντεο καταλήγουν να σε κάνουν να αισθάνεσαι περισσότερο απομονωμένος, νευρικός και αποκομμένος από ό,τι πριν από τη βιντεοκλήση. Χίλιες φορές να χρησιμοποιήσεις το τηλέφωνο.
Το πρόβλημα είναι ότι ο τρόπος που οι εικόνες των βίντεο είναι ψηφιακά κωδικοποιημένες και αποκωδικοποιημένες, τροποποιημένες και προσαρμοσμένες, κομματιασμένες και αναδημιουργημένες, προκαλεί κάθε είδους σφάλματα: μπλοκάρισμα, πάγωμα εικόνας, θόλωμα, αστάθεια και αποσυντονισμένο ήχο. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι φτιαγμένος για παρόμοιες καταστάσεις και για τέτοιου είδους κενά, οπότε δημιουργείται ενόχληση και ανησυχία. Εξαρτάται από το πώς το προσλαμβάνει κανείς ‒ μπορεί να μην του δημιουργηθεί καμία παρενέργεια, είναι και θέμα διάθεσης και χαρακτήρα. Έξι συνεργάτες της LiFO έζησαν λίγο ή πολύ με τις βιντεοκλήσεις και καταγράφουν την εμπειρία τους.
Η νέα εικονική πραγματικότητα
Μέσα στις πολλές μας συνήθειες, δραστηριότητες και σταθερές που αναποδογύρισε η καραντίνα ήταν και η «κατάργηση» του άλλου ως φυσικής παρουσίας. Οι επικοινωνίες και οι συνεννοήσεις με φίλους, γνωστούς, συνεργάτες και συναδέλφους μεταφέρθηκαν όλες είτε στο τηλέφωνο είτε σε ψηφιακές εφαρμογές που έχουν το πλεονέκτημα της ζωντανής εικόνας, όπως το Skype, το Zoom και το fb messenger. Πολύ περισσότερο μάλιστα σε αυτές των οποίων η χρήση διευρύνθηκε και πολλαπλασιάστηκε στην Ελλάδα και διεθνώς, όχι μόνο γιατί πλεονεκτούν από πλευράς δυνατοτήτων αλλά και επειδή δίνουν την αίσθηση της ζωντανής συνομιλίας, της ζωντανής επαφής.
Για ένα φύσει κοινωνικό ον όπως είναι ο άνθρωπος, τα τελευταία αυτά συνιστούν ζωτική ανάγκη για τον επιπλέον λόγο ότι μια διά ζώσης συνομιλία είναι πολύ πιο αποκαλυπτική για τα συναισθήματα, τις προθέσεις, ακόμα και τις μύχιες σκέψεις του συνομιλητή μας. Ειδικά αν δεν είναι κολλητός μας φίλος ή η σχέση μας, πρόσωπα που ξέρουμε, υποτίθεται, απέξω κι ανακατωτά, που και με αυτά ακόμα η ζωντανή επικοινωνία ως προσομοίωση μπορεί να δημιουργήσει παρεξηγήσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει και στα social media.
Όταν συνομιλούμε ζωντανά με κάποιον παρατηρούμε ταυτόχρονα ενστικτωδώς τις εκφράσεις, τις κινήσεις, το βλέμμα κ.λπ., στοιχεία που μπορεί να επικυρώσουν, να ακυρώσουν ή να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα λεγόμενά του. Αυτό είναι αρκετά δυσκολότερο σε μια ψηφιακή συνομιλία, ακόμα και live, ειδικά όταν είναι πολυπρόσωπη, όπως συμβαίνει λ.χ. στις τηλεδιασκέψεις. Όχι μόνο γιατί η σύνδεση μπορεί να μην είναι καλή, να διακόπτεται, να κάνει παράσιτα κ.λπ. αλλά και επειδή το ψηφιακό κάδρο δεν ευνοεί τέτοιες παρατηρήσεις.
Όσοι δούλευαν και πριν από το σπίτι τους ξέρουν ότι ναι μεν είναι μεγάλη άνεση να εργάζεσαι στον χώρο σου ‒φαντάζει σχεδόν προνόμιο‒, υπάρχουν εντούτοις και αρνητικές πλευρές. Το ωράριό σου π.χ. μάλλον αυξάνεται παρά μειώνεται για τον επιπλέον λόγο ότι δεν σχολάς ποτέ – ουσιαστικά βρίσκεσαι διαρκώς σε έναν εργασιακό χώρο που απλώς τυχαίνει να είναι αυτός όπου ζεις, συν ότι πρέπει να «αποδεικνύεις» ότι όντως δουλεύεις αρκετά.
Η υπερπροσπάθεια που καταβάλλουν τα αισθητήρια όργανά μας για να καλύψουν αυτά τα κενά ίσως ευθύνεται και για το αυξημένο αίσθημα κόπωσης που νιώθουμε μετά από μια μακρά διαδικτυακή συνομιλία συγκριτικά με μία που θα διεξαγόταν σε πραγματικές συνθήκες. Συν, βέβαια, τη συνεχή διάσπαση της προσοχής από τα διάφορα «γκλινκ» που μεσολαβούν (ειδοποιήσεις, υπενθυμίσεις, μηνύματα κ.ά.). Υπάρχουν, επιπλέον, δύο ακόμα σημαντικά μειονεκτήματα. Εκτός από τη σωματική επαφή, το άγγιγμα, απουσιάζει επίσης η μυρωδιά, η «αύρα» του άλλου, που παίζουν κι αυτά τον δικό τους, υποσυνείδητο ρόλο στο πόσο μπορεί να ταιριάζουν τα χνότα σας με τον συνομιλητή σου. Καμία εικονική πραγματικότητα, όσο πειστική κι αν είναι, δεν μπορεί να υποκαταστήσει εντελώς τη ζωντανή επαφή.
Διαβάζω διάφορα δημοσιεύματα για μαζική «στροφή» στην τηλε-εργασία, όχι μόνο επειδή είναι πιο ασφαλής αλλά και επειδή ενίοτε είναι πιο αποτελεσματική, τουλάχιστον για κάποια επαγγέλματα. Άλλοι πάλι λένε ότι κάπως έτσι θα είναι το μέλλον της εργασίας, με ή χωρίς πανδημία, άρα «better get used to it». Ποιος ξέρει, μπορεί σε μερικές δεκαετίες να επικοινωνούμε με ολογράμματα, να «βλέπεις» τον άλλον κανονικά κι ας πιάνεις αέρα αν δοκιμάσεις να τον ακουμπήσεις. Μήπως το κλασικό, αναλογικό τηλέφωνο ήταν λιγότερο απρόσωπο; Πάντα με εξίταραν οι φουτουριστικές προκλήσεις για όλους τους παραπάνω λόγους, όμως αμφιβάλλω για το πόσο λειτουργικές θα είναι οι πολυπρόσωπες συναντήσεις και συνεργασίες σε αυτό το πλαίσιο, για να μην αναφερθώ στο συνδικαλιστικό αλλά και στο καθαρά εργασιακό κομμάτι. Όσοι δούλευαν και πριν από το σπίτι τους ξέρουν ότι ναι μεν είναι μεγάλη άνεση να εργάζεσαι στον χώρο σου ‒φαντάζει σχεδόν προνόμιο‒, υπάρχουν εντούτοις και αρνητικές πλευρές. Το ωράριό σου π.χ. μάλλον αυξάνεται παρά μειώνεται για τον επιπλέον λόγο ότι δεν σχολάς ποτέ – ουσιαστικά βρίσκεσαι διαρκώς σε έναν εργασιακό χώρο που απλώς τυχαίνει να είναι αυτός όπου ζεις, συν ότι πρέπει να «αποδεικνύεις» ότι όντως δουλεύεις αρκετά.
Οι πρώτες τηλεδιασκέψεις στις οποίες συμμετείχα είχαν πολλή πλάκα, αρκετή συγκίνηση επίσης (ναι, είμαστε όλοι στην απομόνωση, αλλά, να, είμαστε τώρα όλοι εδώ μαζί, ένα γραφείο online). Έχει κιόλας φάση να βλέπεις τον άλλον στον προσωπικό του χώρο, με αφτιασίδωτη συνήθως εμφάνιση, να παρατηρείς το ντεκόρ (από τα αντικείμενα που τον περιστοιχίζουν μέχρι το χρώμα που διάλεξε για τον τοίχο του), το γούστο ή ακόμα και τις εμμονές εκείνες που μπορεί να «προδίδονται». Ξέροντας, δε, ότι το ίδιο «σκανάρισμα» γίνεται και σ' εσένα ταυτόχρονα και έχοντας αμφότεροι οι συνομιλητές εγκαταλείψει τις πολλές επισημότητες, αποκτάτε μεγαλύτερη οικειότητα. Όσο όμως «τρέχει» η κουβέντα, τόσο συνειδητοποιείς ότι δεν είναι –δεν μπορεί να είναι– ακριβώς το ίδιο, ότι τελικά δυσκολεύεσαι εκ των πραγμάτων να πεις όλα αυτά που θες όπως τα θες, ότι κουράζεσαι γρήγορα, ότι πάντα στο τέλος έχεις ένα αίσθημα ανολοκλήρωτου και τελικά καταλήγεις στα γραπτά μηνύματα ή στα τηλέφωνα για περαιτέρω διευκρινίσεις. Όλα, βέβαια, είναι θέμα συνήθειας και προσαρμογής, μπορεί η 124η συνεδρία να είναι σαφώς πιο άνετη!
Όμως για τις δουλειές θα βρεθεί τρόπος, το καταρχάς ζητούμενο είναι αν και πώς θα διατηρηθούν. Το μεγάλο μαράζι είναι να βλέπεις τον αγαπημένο συγγενή, τον αγαπημένο φίλο ή τον άνθρωπό σου μόνο ως ψηφιακή εικόνα, να μην μπορείς να τον αγγίξεις, να τον «μυρίσεις», να τον συναισθανθείς όπως θα έκανες διά ζώσης. Σαν να ζείτε σε άλλες διαστάσεις κι ας σας χωρίζουν μόλις λίγα χιλιόμετρα. Γι' αυτή την τόσο ζωτική ανθρώπινη ανάγκη πολύ αμφιβάλλω αν θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί κάποιο μόνιμο τεχνολογικό υποκατάστατο.
Θοδωρής Αντωνόπουλος
Μόνο με «φουσκοϊσιωμένο» πρόσωπο
Η πεθερά της αδελφής μου είναι έτσι κι αλλιώς αξιοθαύμαστη σε όλα της, αλλά εκεί όπου φανερώνεται καθαρότερα η επιθυμία και η ικανότητά της να συλλαμβάνει το τώρα είναι στην ετοιμότητά της να παρατηρεί και να ερμηνεύει τις γρήγορες ‒και προπαντός τις απότομες‒ μεταβολές της πραγματικότητας που μας περιβάλλει. Είναι κάτι το απρόσμενο για έναν άνθρωπο που προτιμά να ζει τη ζωή του μέσα στην άνεση των συνηθειών του, όπως αυτές θεμελιώθηκαν και λειάνθηκαν σε διάστημα δεκαετιών.
Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η ταχύτητα με την οποία αφομοιώνει κάποιες τεχνολογικές καινοτομίες, ακολουθώντας το προσωπικό της –ακατάδεκτο επιρροών και αυστηρότατο‒ κριτήριο επιλογής. Για παράδειγμα, δεν απέκτησε ποτέ smartphone, αλλά εδώ και 4 εβδομάδες έχει μάθει να παίζει στα δάχτυλα ένα τάμπλετ που της δάνεισε ο γαμπρός μου, προκειμένου να επικοινωνεί, μέσω βιντεοκλήσεων, με τις εγγονές της, τις οποίες, λόγω των υγειονομικών περιορισμών, δεν μπορεί πια να βλέπει από κοντά.
Χρειάστηκε μόνο λίγο «φροντιστήριο», κατά το οποίο απορρόφησε τόσο γρήγορα τη γνώση, ώστε το επαναληπτικό μάθημα να γίνει μόνο από τηλεφώνου. Κι αυτό επειδή ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία για βιντεοκλήση. Και όχι μόνο για εκείνην αλλά και για όλους τους υπόλοιπους στην οικογένεια. Επειδή δεν μπορούσαμε να ιδωθούμε, οι απλές τηλεφωνικές κλήσεις μεταξύ μας έδειχναν ξαφνικά «φτωχές».
Τα προσκλητήρια από τις νέες πλατφόρμες που αναδείχτηκαν σε σταρ της βιντεο-επικοινωνίας κατέφθαναν ακριβώς την ώρα που έπρεπε. Αλλά με ποιο κριτήριο να επιλέξεις ποια να χρησιμοποιήσεις; Αφού κανείς μας δεν ήξερε τι θα απαιτούσε από μια βιντεοκλήση. Έτσι, καταλήξαμε στην επιλογή μέσου, κρίνοντας στα τυφλά, μόνο με βάση το brand name. Για παράδειγμα, το Ηouseparty, παρά τον ενθουσιασμό που γεννούσε σε τόσους γνωστούς και φίλους, ακουγόταν τόσο σαχλεπίσαχλο ως ονομασία, που απορρίφθηκε αυτοστιγμεί, χωρίς καν δοκιμή. Ποιος είχε τις δυνάμεις να αντιληφθεί ως «πάρτι στο σπίτι» όλα όσα παραχώναμε βιαστικά και ανεξέλεγκτα στο καθημερινό επικοινωνιακό μενού μας, κατά τη διάρκεια εκείνου του «μακρινότατου» τότε – από το οποίο μας χωρίζει μόλις ένας μήνας.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με το Ζoom. Το κατάπιε η αοριστία του ίδιου του του ονόματος: «Ζoom» σε τι; Αμέσως υποδαύλιζε την καχυποψία εναντίον του. «Κι αν την ώρα που εμείς τα λέγαμε, εκείνο ζούμαρε κάπου που εμείς δεν θα θέλαμε;» Η αμφιβολία που γεννούσε δεν του έδωσε καν δεύτερη ευκαιρία.
Το Skype, εν τω μεταξύ, αν και λόγω παλαιότητας θα έπρεπε να τύχει κάποιας προτεραιότητας στις προτιμήσεις, φέρει αυτήν τη δυσάρεστη ηχητική του εξυπνακίστικου «ναι με οπαλάκια», στα αγγλικά ‒ του διαβόητου yeap... Τι yeap; Εδώ γύρω δεν βιώνουμε κανένα yeap και κυρίως δεν είναι ανεκτός ο αυτάρεσκος εφησυχασμός του. Πήρε το κουλουράκι του, λοιπόν, και το Skype. Όπως και το WhatsΑpp, που αυτό κι αν δημιουργεί την αίσθηση ότι χώνει τη μύτη του εκεί που δεν το σπέρνουν.
«Ίσως θα έπρεπε να ακολουθήσουμε τις συμβουλές του Tom Ford για καλύτερη εμφάνισή μας κατά τις βιντεοκλήσεις μας» τους πέταξα εγώ μια μέρα, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να με αποπάρουν. Συμφωνήσαμε, ωστόσο, ότι το μέσο είναι ακόμα εντελώς «πρωτόγονο» και για τον λόγο αυτό θα δούμε πολλά μπροστά μας στο άμεσο μέλλον.
Κι έτσι κάπως καταλήξαμε στο messenger. Απλά και μόνο επειδή σημαίνει «ο αγγελιαφόρος». Δηλαδή, επειδή η ονομασία του σε προϊδεάζει πως ‒και καλά‒ κάτι φέρνει. Σίγουρα είναι η πιο τυχοδιωκτική απ' όλες τις επιλογές, αλλά, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, έχει αποδειχτεί λειτουργική. Η θεμελιώδης αλλαγή χάρη στο messenger ήταν ότι εγώ και τα τρία αδέλφια μου επικοινωνούμε καθημερινά. Προ κορωνοϊού, κάτι τέτοιο ούτε καν θα μας περνούσε ως ιδέα από το μυαλό, για να την απορρίψουμε καγχάζοντας. Οι τηλεφωνικές μας επικοινωνίες περιορίζονταν μόνο στην απαραίτητη συνεννόηση για μια συνάντησή μας. Μόνο από κοντά τα λέγαμε.
Τώρα, όμως, υπό την απειλή της πανδημίας, η καθημερινή βραδινή συνάντησή μας στο messenger αποκτούσε χαρακτήρα «στρατιωτικής αναφοράς»: παρουσιαζόμασταν για να επιβεβαιώσουμε ο ένας στον άλλον ότι δεν έχουμε αρρωστήσει.
Αν υπήρχε περίπτωση να μας κρυφοκοιτάζει από κάποια γωνίτσα ο αείμνηστος Μισέλ Φουκό, θα μας επέπληττε, επειδή υποχωρήσαμε αμαχητί ενώπιον της απειλής. Και θα μας έλεγε ότι αυτή η αντίδρασή μας δικαιώνει την εξουσία και το σύστημά της, που το μόνο που επιθυμούν είναι να παραδίδονται ηδονικά στον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών μας με πρόσχημα τον όποιο δημόσιο κίνδυνο, όχι για να μας διασώσουν από αυτόν αλλά για να απολαμβάνουν αυτή την καταχρηστική συμπεριφορά τους απέναντί μας.
Αλλά ποιος Φουκό και ποιος Αγκάμπεν; Τα αδελφάκια ζούσαμε πρωτόγνωρες στιγμές αγαλλίασης και ανακούφισης (του είδους που νιώθεις όταν ξαφνικά διατείνεται αποτελεσματικά ένας πιασμένος μυς), επειδή διαλυόταν η νοσταλγία της εποχής εκείνης κατά την οποία ζούσαμε μαζί και τα τέσσερα, εντελώς ανέμελα. Περνούσαμε, λοιπόν, την ώρα μας συνομιλώντας με ενθουσιασμό για ό,τι πιο ανούσιο και νιώθαμε κατά στιγμές μια αφελέστατη χαρά κάθε φορά που τα βίντεό μας αυτο-τοποθετούνταν τυχαία στην οθόνη του smartphone μας με τη χρονολογική σειρά γεννήσεώς μας, ακολουθώντας τη φορά των δεικτών του ρολογιού.
Μετά, οι ανιψιές μου, με όλη την υπεροψία που τους επιτρέπει το χάσμα των γενεών, μας έμαθαν και των τεσσάρων να προσθέτουμε φίλτρα και εφέ στις φάτσες μας. Και τότε επιτεύχθηκε νέα κορύφωση της ευχαρίστησης. Αρχικά, επειδή είναι πραγματικά αστείο να μιλάς με τόσο δικούς σου ανθρώπους και να βλέπετε όλοι οι συμμετέχοντες τα πρόσωπά σας σε σχήμα πατούσας (πόσο ιλαρό όμως, ε;). Και συνεχίζαμε με εξίσου τρελό κέφι, μέχρι που κάποια στιγμή βρεθήκαμε και όλοι στη σωστή σειρά, βάσει ημερομηνίας γέννησης, με παχύ μουστάκι τύπου Σέρλοκ Χολμς, μονόκλ και καπέλο ρεπούμπλικο. Αυτό μας τρόμαξε κάπως, γιατί μας προκαλούσε μια πιο παράξενη ευχαρίστηση, ίσως και λίγο σκοτεινή, η οποία, είναι πολύ πιθανό, κάποιος που ξέρει απ' αυτά να την αξιολογούσε με άλλο κριτήριο, θεωρώντας τη σύμπτωμα (αν όχι συμπτωματάρα) της ανάδυσης στην επιφάνεια του διαβόητου «οικογενειακού μύθου».
Όπως και να 'χει, ήταν υπέροχες οι δύο πρώτες εβδομάδες βιντεοκλήσεων μεταξύ μας. Η εποχή της αθωότητας. Η περίοδος χωρίς αξιώσεις από το μέσο! Πραγματικά, ήταν όλα συναρπαστικά και ευχαριστούμε το messenger για την εμπειρία. Τι κρίμα, όμως, να εμφανιστούν στα ξαφνικά και πολύ σύντομα τόσες ανικανοποίητες απαιτήσεις! Γιατί –είναι γεγονός‒ τι να την κάνεις τη βιντεοκλήση, αν δεν τον βλέπεις τον άλλο καλά; Και επίσης, αν νιώθεις ότι εσύ δεν εμφανίζεσαι στον άλλον όπως θα ήθελες.
Εγώ, για παράδειγμα, κρατώ το τηλέφωνο ενόσω αυτό με βιντεοσκοπεί, κάπως ψηλά, με αποτέλεσμα να εμφανίζομαι λίγο (έως πολύ) υδροκέφαλος. Ο μικρός αδελφός μου κάθεται συνήθως στον υπεραναπαυτικό καναπέ του και κρατά το τηλέφωνό του κάπως χαμηλά, με αποτέλεσμα το σαγόνι του ‒που είναι καλυμμένο μόνο από κάτασπρα γένια‒ να καταλαμβάνει το κάτω 30% του πλάνου και αμέσως από πάνω του να δημιουργείται ένα δυνατό κοντράστ από τη μαυριδερή μουστακάρα του. Κι έτσι, το όλον δημιουργεί την εντύπωση ότι ο άνθρωπος κρύβεται π.χ. από το σώμα ενός γλάρου που έχει παρεμβληθεί στην εικόνα ή κάτι άλλο αντίστοιχα παράταιρο.
Μια άλλη μέρα, εγώ επαίνεσα με ενθουσιασμό το μέικ-απ της αδελφής μου, ενώ εκείνη δεν είχε βαφτεί. Όμως, τα μάτια της φαίνονταν ξαφνικά πολύ smoky λόγω ενός ρεφλέ που έβγαζε το γκρι κρετόν του καναπέ της, καθώς εκείνη είχε γείρει πάνω του, εξουθενωμένη από τη δουλειά του γραφείου, που γινόταν πια όλη από το σπίτι, μαζί με τα παιδιά, που διασκέδαζαν από το πρωί, έχοντας μετατρέψει τη συζυγική της κλίνη σε τραμπολίνο, και τις δουλειές του σπιτιού που περνούσαν πια από τα χέρια της, ελλείψει εξωτερικής βοήθειας.
Όσο για τον άλλο αδελφό μας, που του άρεσαν πάντα οι διακριτικοί φωτισμοί στον χώρο, τον έχουμε δει στις μεταξύ μας βιντεοκλήσεις μόνο με φυσικό εφέ σολαριζασιόν, λόγω υποφωτισμού.
«Ίσως θα έπρεπε να ακολουθήσουμε τις συμβουλές του Tom Ford για καλύτερη εμφάνισή μας κατά τις βιντεοκλήσεις μας» τους πέταξα εγώ μια μέρα, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να με αποπάρουν. Συμφωνήσαμε, ωστόσο, ότι το μέσο είναι ακόμα εντελώς «πρωτόγονο» και για τον λόγο αυτό θα δούμε πολλά μπροστά μας στο άμεσο μέλλον. Αρκεί να εκφράσουμε καθαρά και περήφανα τις αξιώσεις μας ώστε να λάβουμε ικανοποίηση.
Και η αξίωση, φυσικά, δεν μπορεί παρά να είναι μία: στις βιντεοκλήσεις να εμφανίζεται μόνο το ιδανικό εγώ μας. Ας βρεθεί, λοιπόν, η τεχνολογία που θα καταφέρει να μας δείχνει πραγματικούς μεν αλλά και άψογους. Κι ας ξεκινήσει η πρόοδος από την κάμερα λήψης. Το δίχως άλλο αυτή θα πρέπει να είναι κάτι σαν μικροσκοπικό αθόρυβο drone που σβέλτα θα ανακτά τη σωστή θέση για να αποδίδουμε καλύτερα στην οθόνη. Θα κινείται ίσως με χάρη, ως εάν ήταν ένας μικρός ερωτιδεύς που περιφέρεται γύρω από την Αφροδίτη του, σύμφωνα με τα πρότυπα που δημιούργησε για το θέμα η ζωγραφική της Αναγέννησης. Ή, αν κι αυτό είναι άβολο και περίπλοκο, ας δημιουργηθεί και μια εντελώς ψεύτικη εικόνα το εαυτού μας.
Ακόμα και η ολοκληρωτική αντικατάσταση της αλήθειας από κάτι ψεύτικο θα ήταν αποδεκτή, υπό τον μοναδικό και απαράβατο όρο να αποδίδεται το ιδανικό εγώ.
Γιάννης Κωνσταντινίδης
Δυσανεξία στις βιντεοκλήσεις
Ανέκαθεν είχα σοβαρή δυσανεξία στις βιντεοκλήσεις. Ανήκοντας στη γενιά που γαλουχήθηκε στα chatrooms και όντας λαλίστατος και εκφραστικότατος στη γραπτή, απρόσωπη επικοινωνία, η βίαιη μετέπειτα «εισβολή» του Skype αρχικά και όλων των άλλων εφαρμογών βιντεοκλήσεων στη συνέχεια με βρήκε εξαρχής μαγκωμένο.
Δεν μου αρέσει να βλέπω τον εαυτό μου να μιλάει και δεν μου αρέσει να με βλέπουν οι άλλοι όταν τους μιλάω – αν δεν πρόκειται φυσικά για διά ζώσης επικοινωνία. Το αισθάνομαι κάπως σαν εισβολή στον προσωπικό μου χώρο. Σκέφτομαι διαρκώς τι άλλο φαίνεται στο κάδρο, πώς φαίνομαι εγώ, φροντίζω, όταν η επικοινωνία είναι απαραίτητη με τέτοιον τρόπο, να «σκηνοθετώ» από πριν τη θέση μου και να μη μακρηγορώ. Η ενόχλησή μου περιλαμβάνει ακόμα και τον στενό μου περίγυρο: τσάμπα επιμένει η αδερφή μου να μιλάμε περισσότερο με τη μικρή μου ανιψιά με FaceTime «για να με βλέπει συχνότερα». Τσάμπα επέμεναν και οι κοντινοί μου φίλοι, κατά τη διάρκεια του lockdown, να τα πούμε σε ομαδική βιντεοκλήση. Το δοκίμασα για λίγο και βαρέθηκα. Να σημειωθεί εδώ ότι μαζί τους, σε απλή κλήση, μπορώ να μιλάω απερίσπαστος για πολλή ώρα – δηλαδή δεν είναι ότι δεν το 'χω γενικότερα με το τηλεφωνικό μπλα-μπλα.
Το ίδιο ισχύει και για τα εβδομαδιαία sessions ψυχανάλυσης που εδώ και δύο μήνες γίνονται μέσω Skype. Νιώθω ότι δεν έχουν καμία σχέση με τη δουλειά που κάναμε πριν – τα ακολουθώ, φυσικά, για λόγους συνέχειας και συνέπειας. Δεν χρειάζεται να αναφέρω την άποψή μου για πατέντες που αναπτύχθηκαν, εν μέσω καραντίνας, όπως τα zoom parties ή οι επισκέψεις σε διαδικτυακά καφέ μέσω βίντεο, όπου μπορούσες ακόμα και να προκρατήσεις το «τραπέζι» σου. Αντιλαμβάνομαι τόσο την πρωτοτυπία αυτών των εγχειρημάτων όσο και την ανάγκη επιχειρηματιών και καλλιτεχνών, από τη μια, να δράσουν με κάποιο τρόπο, και του κοινού, από την άλλη, να έρθει σε επαφή με άλλους ανθρώπους, αλλά σ' εμένα δυστυχώς τίποτε από αυτά δεν λειτουργεί και κανένα ψηφιακό βοήθημα δεν υποκαθιστά τη ζωντανή εμπειρία.
Σε έναν κόσμο ταχύτατης κατανάλωσης live εικόνων, όπου το Instagram και το YouTube κατακλύζονται καθημερινά από wannabe vloggers, η δική μου «λόξα» ακούγεται σίγουρα παρωχημένη, αλλά προς το παρόν δεν προτίθεμαι να την αλλάξω. Τι γίνεται, όμως, όταν οι απαιτήσεις της δουλειάς αυτό το διάστημα περιλαμβάνουν επικοινωνία που, εκ των πραγμάτων, για λόγους συντονισμού ή ακόμα και για λόγους εμψύχωσης της ομάδας πρέπει να βάλουν στο παιχνίδι την εικόνα; Ok, ευτυχώς δεν εργάζομαι σε κλάδο που θα το απαιτούσε συνεχώς και σε καθημερινή βάση όλες αυτές τις μέρες. Σ' εμάς, αυτό γινόταν γραπτά και αδιάλειπτα – και είπαμε, εκεί το 'χω και με το παραπάνω. Όμως όλες οι φορές που έπρεπε να κάνουμε Zoom με την ομάδα της LiFO –με ανθρώπους που γνωρίζω, εκτιμώ και συναναστρέφομαι καθημερινά εδώ και τόσα χρόνια– μου προκάλεσαν αμηχανία, άγχος και σχετική νευρικότητα – ακόμα κι αν (τεχνηέντως, ελπίζω!) δεν το άφησα να φανεί. Αν στο μέλλον χρειαστεί να το κάνουμε συχνότερα, φυσικά θα προσαρμοστώ. Μέχρι τότε, ανυπομονώ να επιστρέψουμε όλοι στο γραφείο.
Αλέξανδρος Διακοσάββας
Η εμπειρία των «ανέπαφων επαφών»
Η υγειονομική κρίση που ζούμε έφερε κατακλυσμιαίες αλλαγές στην καθημερινότητά μας. Οι συσκέψεις του γραφείου γύρω από ένα τραπέζι αντικαταστάθηκαν από τις τηλεδιασκέψεις του Ζoom. Τα τυποποιημένα μηνύματα στο κινητό, τα κείμενα στην ανταλλαγή των e-mails έδωσαν τη θέση τους στην εικόνα, την τηλε-επαφή και στις συνομιλίες μέσω βίντεο.
Η πανδημία δημιούργησε νέες ανάγκες τις οποίες πριν θεωρούσαμε δεδομένες. Παράλληλα, η τεχνολογία λειτούργησε ως βάλσαμο στη διάρκεια του εγκλεισμού. Έκανε κατανοητό στον καθέναν ότι ζούμε στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Μέσω αυτής μπορέσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε ως ένα υβρίδιο της φυσικής και της ψηφιακής πραγματικότητας, αναπληρώνοντας σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητά μας με εικονικό τρόπο. Τα αιτήματα για άμεση επικοινωνία αυξήθηκαν ραγδαία, ο ελεύθερος χρόνος μειώθηκε, η ψυχολογική πίεση γιγαντώθηκε και οι επιπτώσεις στην προσωπική μας ζωή ήταν ανάλογες.
Προσωπικά, μέχρι την εξάπλωση της πανδημίας χρησιμοποιούσα ελάχιστα τις βιντεοκλήσεις, τις ομαδικές συνομιλίες, τα ψηφιακά ταξίδια και γενικά τις πλατφόρμες ψηφιακής επικοινωνίας. Το Ζoom, για παράδειγμα, το άκουσα για πρώτη φορά εν καιρώ Covid-19. Έτσι, οι αρχικές επικοινωνίες μου με τους συναδέλφους μου στέφθηκαν με απόλυτη αποτυχία. Έλεγχος οθόνης, μικροφώνων, φωτισμού και εστίασης με άγχωναν διαρκώς, προκειμένου να καταφέρουμε να συνεννοηθούμε στο πλαίσιο της τηλεργασίας. Η «ιντερνετική σύνδεσή σου δεν είναι καλή» μου είπαν οι τεχνικοί μας. Τελικά, τις επόμενες μέρες προτίμησα τη βιντεο-επικοινωνία από το κινητό. Εκεί το σήμα ήταν καλύτερο κι έτσι η κατάσταση βελτιώθηκε.
Επιπρόσθετα, συμμετέχοντας σε ένα διαδικτυακό μάθημα του Παντείου Πανεπιστημίου ως επισκέπτης, οι δυσκολίες επικοινωνίας επανήλθαν. Ο ήχος κοβόταν, οι φράσεις επαναλαμβάνονταν, η οθόνη πάγωνε, με αποτέλεσμα να αισθάνεσαι άβολα απέναντι στον καθηγητή και τους φοιτητές. Εκεί, επίσης, συνειδητοποίησα γιατί οι περισσότεροι φοιτητές συμμετείχαν στο μάθημα με κλειστές κάμερες. Λιγότερο στρες και περισσότερη άνεση όταν δεν σε βλέπουν σε ένα τέτοιο ηλεκτρονικό περιβάλλον. Υποθέτω ότι καθισμένοι στο δωμάτιό τους, αν άνοιγαν την κάμερα, θα ένιωθαν σαν να έβλεπαν τον καθηγητή τους στο διπλανό τραπέζι σε μια καφετέρια.
Πέρα από τις επαγγελματικές υποχρεώσεις, όμως, ανέκυψαν και οι οικογενειακές. Σ' αυτό το ακινητοποιημένο χρονικό διάστημα ήταν η μοναδική φορά που σκέφτηκα να επικοινωνήσω με τον πατέρα μου μέσω βιντεοκλήσης. Ήξερα ότι δεν θα μπορώ να πάω στο πατρικό μου και να τον δω. Άλλωστε, το φετινό Πάσχα ήταν τελείως διαφορετικό. Απουσίαζαν τα οικογενειακά τραπέζια, οι συζητήσεις και οι βόλτες. Ο καθένας γιόρτασε μόνος του. Επίσης, ήξερα ότι και για τον ίδιο θα ήταν κάτι πρωτόγνωρο. «Μα, πώς είναι δυνατόν να βλεπόμαστε μέσω μιας οθόνης» αναρωτήθηκε, αν και το είχε μάθει ήδη από την τηλεόραση και τις συνδέσεις των πολιτικών. Όμως, όσες φορές επικοινωνήσαμε μέσω της ψηφιακής εικόνας, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη συγκίνησή του. Με έβλεπε, παρότι δεν μπορούσε να με αγγίξει. Ήμασταν απομονωμένοι, αλλά ταυτόχρονα μαζί. Κάλυπτε τη μεγάλη γεωγραφική απόσταση, ακουμπώντας το χέρι του στην οθόνη, νομίζοντας ότι είναι ο πιο κοντινός τρόπος για να συνδεθούμε. Αυτό του έδωσε χαρά ‒ είμαι σίγουρος. Έκτοτε, επιστρέψαμε στη σίγουρη λύση του τηλεφώνου. Η απουσία κάμερας και η επικοινωνία μέσω του ήχου επανέφερε τον πατέρα μου στη δική του κανονικότητα, χωρίς δάκρυα, στο γνώριμο ύφος που δεν τον αναστάτωνε.
Όλοι ζήσαμε την εμπειρία των «ανέπαφων επαφών» και της αναντικατάστατης φυσικής παρουσίας. Ναι, είναι αλήθεια. Οι βιντεοκλήσεις δεν αποτυπώνουν τη γλώσσα του σώματος, ήταν πιο κοπιαστικές και λιγότερο φιλικές.
Ωστόσο, είχαμε τη δυνατότητα για πρώτη φορά να επικοινωνήσουμε από τον προσωπικό μας χώρο, να δούμε και να σχολιάσουμε το σπίτι του καθενός, όπως και να συνεργαστούμε από απόσταση.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας αγκαλιάσαμε τη σιωπή και συμφιλιωθήκαμε με το κενό. Όμως, μέσω της τεχνολογίας βρήκαμε τρόπους αλληλεπίδρασης και αισθανθήκαμε περισσότερο την ανάγκη να δούμε τον άλλον. Κι αυτό γιατί κατά βάθος αυτό που σκεφτόμασταν δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η ημερομηνία που τελικά θα βρεθούμε ξανά στο γραφείο, στο τραπέζι της κουζίνας ή στις καρέκλες ενός καφέ. Επιθυμήσαμε ακόμη περισσότερους τους άλλους μέσω της σωματικής απουσίας και της εικονικής παρουσίας.
Γιάννης Πανταζόπουλος
Μια λύση πρακτική και ανέλπιστα ελκυστική
Ως εσωστρεφής που ακόμα και ένα απροειδοποίητο τηλεφώνημα μπορεί να με βγάλει απ' τη νιρβάνα μου, φρίκαρα όταν άρχισαν να με παίρνουν όλοι με βιντεοκλήση. Στην αρχή άνοιγα απλώς τη φωνή, λέγοντας πως κάτι έχει η κάμερά μου. Μετά όμως, μια φορά, κατά λάθος, άνοιξα κι εγώ την κάμερα και αρχίσαμε να μιλάμε με τον κολλητό μου τον Χρίστο που είχαμε μήνες να βρεθούμε. Μου άρεσε τόσο, που το επαναλάβαμε αρκετές φορές. Ήταν σαν να πηγαίναμε για καφέ, χωρίς να χρειαστεί να βγω απ' το σπίτι, χωρίς να πρέπει να πάρω λεωφορείο, χωρίς έξοδα. Και το κυριότερο: όποτε ήθελα να φύγω, έφευγα κατευθείαν. Και σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου βρισκόμουν πάλι στο σπίτι. Μεταξύ της πλήρους απομόνωσης και της αχρείαστης κοινωνικότητας, οι βιντεοκλήσεις αποδείχτηκαν για μένα μια λύση πρακτική και ανέλπιστα ελκυστική.
Άρης Δημοκίδης
Βιντεοκλήση; Ευχαριστώ, δεν θα πάρω
Ζητώ συγγνώμη από την εταιρεία που έγινε συνώνυμη της ομαδικής τηλεδιάσκεψης τις μέρες της καραντίνας, αλλά δεν θα πάρω, ευχαριστώ. Αν κάτι έχω μάθει από τον εγκλεισμό και την απομόνωση, είναι ότι οι ομαδικές τηλεδιασκέψεις στο Ζoom, ακόμα και οι φαινομενικά πιο χαλαρές βιντεοκλήσεις στα «παραδοσιακά» messenger και Skype με τους οικείους, δεν ανακουφίζουν το άγχος μου αλλά το εντείνουν. Απλώς και μόνο επειδή έχουν γίνει το νέο φυσιολογικό δεν σημαίνει ότι όλοι μας τις απολαμβάνουμε το ίδιο.
Ένα χαρακτηριστικό τους, που έχω εντοπίσει ότι με στρεσάρει τρομερά, είναι ότι όχι μόνο μπορούν να με δουν οι άλλοι, αλλά ότι μπορώ να δω κι εγώ η ίδια τον εαυτό μου σε εκείνο το μικρό, δεύτερο παράθυρο, κάτι που σε μια τετ-α-τετ συνομιλία δεν θα συνέβαινε ποτέ. Όταν συναντιόμαστε διά ζώσης ‒είτε κουβεντιάζουμε χαλαρά με φίλους σε κάποιο καφέ είτε βρισκόμαστε σε επαγγελματικές συναντήσεις‒, δεν έχουμε εικόνα του εαυτού μας. Δεν είμαστε σε θέση να παρακολουθούμε τις γκριμάτσες μας ούτε να παρατηρούμε τη στάση του σώματός μας. Το να κοιτάς τον εαυτό σου, ενώ μιλάς με άλλα άτομα σε μια βιντεοκλήση, είναι μια εξαιρετικά αλλόκοτη φάση και πάντως σίγουρα κάτι που σου αποσπά την προσοχή.
Επίσης, έχω συνειδητοποιήσει ότι οι βιντεοκλήσεις είναι απίστευτα εξουθενωτικές. Κι αυτό γιατί, πέρα από το λεκτικό κομμάτι, απαιτείται να προσπαθούμε περισσότερο και με τις μη λεκτικές ενδείξεις, όπως είναι οι εκφράσεις του προσώπου μας, ο τόνος της φωνής μας και η γλώσσα του σώματός μας. Δίνοντας την προσοχή μας και σε αυτά καταναλώνουμε πολύ περισσότερη ενέργεια. Έχω πιάσει άπειρες φορές τον εαυτό μου να προσπαθώ να συντονίσω, κάπως άγαρμπα, το σώμα και τις κινήσεις μου με τον λόγο μου. Κι όμως, πολλές φορές αισθάνομαι ότι υπάρχει μια δυσαρμονία. Και φυσικά έχω την αίσθηση ότι δεν μπορώ να χαλαρώσω ούτε στιγμή.
Τέλος, είναι και οι σιωπηλές παύσεις. Η σιωπή, σε μια συνομιλία face-to-face ή ακόμα και στο τηλέφωνο, δημιουργεί έναν φυσικό ρυθμό. Οι παύσεις είναι σχεδόν απαραίτητες και έχουν τη δική τους βαρύτητα στον διάλογο. Κι όμως, δεν θα ξεχάσω το άβολο συναίσθημα που ένιωσα όταν, μετά από μια πρότασή μου σε ένα video-meeting, ακολούθησε απ' όλους τους συμμετέχοντες μια βασανιστική σιωπή που ένιωσα ότι κράτησε για αιώνες. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Βέβαια, μετά από κάποια μέιλ κατάλαβα ότι ήταν κάτι εντελώς τυχαίο και ασήμαντο και πως εκείνη την ώρα προφανώς οι συνομιλητές μου προσπαθούσαν και οι ίδιοι να συγκροτήσουν τη σκέψη τους και να πουν αυτά που ήθελαν να πουν.
Ωστόσο, παρότι γκρινιάζω, το καταλαβαίνω όταν οι συνάδελφοί μου, όπως και οι γονείς μου ή κάποιοι φίλοι μου, θέλουν πού και πού να δίνουμε «ραντεβού» στις οθόνες, να κοιτάνε τη αγουροξυπνημένη μου μούρη για να πούμε μια «καλημέρα» το πρωί ή, όταν κάθε τόσο θέλουν να μου δείξουν με την κάμερα πώς βγήκε εκείνο το κέικ που έφτιαξαν ή πόσο πολύ μάκρυναν τα μαλλιά τους. Και είμαι πραγματικά χαρούμενη που η τεχνολογία έχει εξελιχθεί έτσι ώστε έχουμε την ευκαιρία να συνδεθούμε οπτικά και σε πραγματικό χρόνο, τη στιγμή που έχουμε στερηθεί τη φυσική επαφή. Όμως μη με παρεξηγείτε όταν τις περισσότερες φορές επιλέγω «audio only».
Μερόπη Κοκκίνη
σχόλια