Έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνη την αξέχαστη νύχτα που είπα να δοκιμάσω, μόνος στο σπίτι, να παίξω ένα παιχνίδι για το οποίο είχα διαβάσει φοβερές κριτικές, ειδικά για τον τρόπο που ενσωματώνει μια αληθοφανή ατμόσφαιρα ταινίας τρόμου μέσα σε ένα βίντεο παιχνίδι. Ο λόγος για το πρώτο Resident Evil της Capcom. Βέβαια, τότε, 22 χρόνια πριν, διέθετα ομολογουμένως καλύτερες αντοχές στον τρόμο, είτε αυτός πήγαζε από βιβλία είτε από ταινίες ή παιχνίδια σαν αυτό που έβαλα τότε στο πρώτο PlayStation. Όμως, η τραγική αλήθεια εκείνης της νύχτας είναι ότι όχι μόνο παράτησα το παιχνίδι μετά από δύο ώρες μαρτυρικής αγωνίας, αλλά και ότι οι υπόλοιπες ώρες, μέχρι να ξημερώσει, πέρασαν άγρυπνες.
Όσο η περιβαλλοντική κακοφωνία υψώνεται σε ένα απίστευτο κρεσέντο, μέσα και έξω από τη σιωπή, ότι σου έχει απομείνει για να εστιάσεις την προσοχή σου, είναι η ανάσα σου. Είναι μια συνεχής υπενθύμιση της θνησιμότητάς σου, αλλά τουλάχιστον υπάρχει.
Όταν μετά από αρκετά χρόνια είδα την κινηματογραφική μεταφορά του, γέλασα πολύ με τον εαυτό μου. Αλλά παρόλα αυτά, δεν είχα καμία περιέργεια να πιάσω πάλι το παιχνίδι στα χέρια μου και έστω από πείσμα, να το τερματίσω. Οπότε, το κεφάλαιο Resident Evil έκλεισε κάπου εκεί, το 2002. Όμως, η εξέλιξη του τίτλου πάντα μου κρατούσε αμείωτο το ενδιαφέρον, ακόμα και όταν οι φίλοι έλεγαν ότι πολλά από τα spin-offs της σειράς ήταν αποτυχημένες «πατάτες».
Πριν λίγο καιρό, ένας φίλος που ξέρει καλά ότι εάν υπάρχει κάτι που θα με έκανε να ασχοληθώ με το σούπερ τρομακτικό Resident Evil 7: Biohazard αυτό θα ήταν ο ήχος του, μου είπε ότι δεν υπάρχει άλλο παιχνίδι στην αγορά που να έχει τόσο πετυχημένο sound design όσο αυτό. Μου είπε χαρακτηριστικά «Η αληθινή φρίκη βρίσκεται στην αντήχησή της». Έτσι με την ευκαιρία ενός χρόνου ζωής του παιχνιδιού και με την επετειακή κυκλοφορία του Resident Evil 7: Biohazard Gold Edition, αυτή η φράση ήταν αρκετή να με ρίξει πάλι στον εφιάλτη του RE. Πήρα τα φάρμακά μου, μέτρησα τους καρδιακούς παλμούς μου, οπλίστηκα με θάρρος και πάτησα το start. Ακολουθώ πάντα το «normal» δρόμο ενός παιχνιδιού.
Για καλή μου τύχη, το τελευταίο κεφάλαιο της σειράς δεν έχει καμία σχέση με τη μυθολογία ή το σεναριακό της υπόβαθρο, ούτε με τρομοκράτες και βιολογικά όπλα, ούτε με πολλά ζόμπι. Αλλά από την αρχή της σου γεννάει ένα συναίσθημα ανησυχίας και εσωτερικής αναστάτωσης. Ψάχνεις τη γυναίκα σου, την οποία έχεις να τη δεις τρία χρόνια. Ταξιδεύεις στους βάλτους της Λουϊζιάνα για να την αναζητήσεις και καταλήγεις σε ένα μυστηριώδες σπίτι, όπου ξέρεις ότι σε περιμένει, κυριολεκτικά, η Κόλαση. Δεν έχεις άλλη επιλογή. Περπατάς μόνος σου, τα δάπεδα τρίζουν κάτω από τα πόδια σου, μόνο ένα κλειδί στο πιάνο σφυροκοπάει τρεμουλιαστά, ερεθίζοντας τη σιωπή. Δεν μπορείς να πάρεις καμία απόφαση. Παρά μόνο να ψάξεις. Οι πρώτες τρομακτικές επιθέσεις θα έρθουν από κατσαρίδες που θα περπατήσουν στα χέρια σου, ύστερα από έναν παλιό φούρνο μικροκυμάτων που φιλοξενεί ένα καμένο, άμορφο ζώο. Αναγκαστικά, πρέπει να ψάξεις κι άλλο. Μέχρι να βρεθείς στην στατική ακουστική του φουαγιέ.
Όσο η περιβαλλοντική κακοφωνία υψώνεται σε ένα απίστευτο κρεσέντο, μέσα και έξω από τη σιωπή, ότι σου έχει απομείνει για να εστιάσεις την προσοχή σου, είναι η ανάσα σου. Είναι μια συνεχής υπενθύμιση της θνησιμότητάς σου, αλλά τουλάχιστον υπάρχει. Αυτή είναι το καταφύγιο σου. Αυτή είναι όλη η ασφάλεια που μπορεί να σου προσφέρει το παιχνίδι. Ανεξάρτητα από το πόσο βασανιστικό είναι να υπάρχεις σε αυτήν τη φρικιαστική έπαυλη της οικογένειας Baker και να ψάχνεις τη λύση του μυστηρίου, η αναπνοή και τα βήματα σου, είναι αυτά που δείχνουν ότι ακόμα μπορείς να προχωράς. Έστω, και με κομμένο το ένα σου χέρι.
Το να βάλεις τον εαυτό σου στο χαρακτήρα του ήρωα Ethan είναι πανεύκολο. Γιατί το παιχνίδι αυτό θέλει: να γίνεις το όχημα μέσα από τον ήρωα. Όμως εσύ, ως Ethan, είσαι και πηγή θορύβου. Με την παραμικρή έκπληξη, ο Ethan διευθύνει ένα ατονικό soundscape μέσα σε έναν τεταμένο εφιάλτη. Τα εικαστικά και τα γραφικά δημιουργούν απλά το κλίμα της αποστροφής. Υπάρχει μια διάχυτη υγρή ατμόσφαιρα σε όλα γύρω σου, ακόμη και στα πιο «στεγνά» δωμάτια της έπαυλης. Ο συνεχής ήχος της καταιγίδας έξω, τα βήματά σου, τα οποία συνεχώς κάτι προσθέτουν στην ηχώ των θαλάμων. Ευτυχώς, όμως, αν ακούς μόνο αυτά, είσαι μόνος σου. Και αν είσαι μόνος σου, τότε είσαι ακόμα ζωντανός.
Υπάρχουν πολλές στιγμές δύσκολες και τυρρανικές, σε αυτό το παιχνίδι. Κάποια στιγμή νιώθεις ότι είσαι ένα τσουβάλι κρέας και οι κακοί της οικογένειας παίζουν το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι μαζί σου. Κάποιες άλλες, είναι σαν να πέταξαν στο αλλόκοτο ράντσο του «Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι» και άλλες στις σκάλες ενός ατέρμονου ιαπωνικού εφιάλτη, όπου οι μαέστροι προγραμματιστές και σχεδιαστές ξέρουν πώς θα ανακατέψουν τα σωθικά σου. Βέβαια, επειδή οι Ιάπωνες είναι διάσημοι για την ικανότητά τους να διευθύνουν μεγάλες συμφωνίες τρόμου, καταλαβαίνεις ότι μετά από κάποιο σημείο δεν έχεις άλλη επιλογή από το να παίξεις σοβαρά το ρόλο σου.
To Resident Evil 7: Biohazard είναι μια πανταχού παρούσα οπτική και ακουστική φρίκη. Tόσο υπέροχα και αψεγάδιαστα σχεδιασμένη που φέρνει τούμπα όλα όσα μπορεί να γνωρίζει ο σύγχρονος άνθρωπος για την εμπειρία των βίντεο παιχνιδιών. Όσο περισσότερο χρόνο περνάς εγκλωβισμένος και περιβαλλόμενος - κυριολεκτικά - από την οικογένεια, τόσο πιο αναίσθητος γίνεσαι στο αφιλόξενο σπιτικό της. Εξάλλου, σε έχουν πετσοκόψει πολλές φορές μέχρι να φτάσεις σε ένα καλό, μέσο, σημείο του παιχνιδιού. Από τη στιγμή που θα δεις τι κρύβεται πίσω από όλο αυτό, οι πράξεις σου θα υπερισχύουν του ένστικτου. Δεν θα ανησυχείς πλέον για το τι κάνει θόρυβο στο σκοτάδι. Γιατί όταν ξέρεις με τι είσαι αντιμέτωπος, τότε μπορείς να καταλάβεις πώς να το "σιωπήσεις" για πάντα. Ή πώς να ελιχθείς καλύτερα στην ιστορία. Γιατί, αυτό που δεν σου δείχνει το παιχνίδι, αλλά σε αφήνει να το αισθάνεσαι ή να το ακούς, πάντα απειλητικό, είναι και αυτό που γεννάει την αποστροφή, την αηδία, την παράνοια, αλλά και την απόκοσμη γοητεία ενός τρομακτικού ταξιδιού.
σχόλια