Αρκετές αντιψυχωσικές θεραπείες που χορηγούνται σε ασθενείς με άνοια έχουν συνδεθεί με σοβαρές παρενέργειες συμπεριλαμβανομένης της καρδιακής ανεπάρκειας, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη.
«Η χρήση αντιψυχωσικών σε άτομα με άνοια σχετίζεται με... ένα ευρύ φάσμα σοβαρών δυσμενών εκβάσεων, όπως εγκεφαλικά επεισόδια, θρομβώσεις, καρδιακή προσβολή, καρδιακή ανεπάρκεια, κάταγμα, πνευμονία και οξεία νεφρική ανεπάρκεια», σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Ιατρικό Περιοδικό Βρετανίας (BMJ).
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι υψηλότεροι κίνδυνοι εμφανίζονται όταν ξεκινά η θεραπεία, «υπογραμμίζοντας την ανάγκη για αυξημένη προσοχή στα αρχικά στάδια της θεραπείας». Τα αντιψυχωσικά - ρισπεριδόνη, κουετιαπίνη, αλοπεριδόλη και ολανζαπίνη - συνταγογραφούνται συνήθως σε ασθενείς με ψυχωσικές διαταραχές όπως η σχιζοφρένεια. Χρησιμοποιούνται επίσης για τη θεραπεία της κατάθλιψης που είναι ιδιαίτερα ανθεκτική σε άλλα φάρμακα, καθώς και για τη θεραπεία ασθενών που πάσχουν από άνοια, όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ. Τα αντιψυχωσικά δεν θεραπεύουν αυτές τις ασθένειες αλλά χρησιμοποιούνται για να ηρεμήσουν ορισμένα συμπτώματα όπως η επιθετική συμπεριφορά.
Οι θεραπείες είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες λόγω των σοβαρών παρενεργειών και της περιορισμένης αποτελεσματικότητάς τους. Στη Γαλλία, όπως και στη Βρετανία όπου πραγματοποιήθηκε η μελέτη του BMJ, μόνο η ρισπεριδόνη και η αλοπεριδόλη είναι εξουσιοδοτημένες για τη θεραπεία των συμπτωμάτων της άνοιας. Ωστόσο, το BMJ δηλώνει ότι η μελέτη είναι σε επίπεδο «παρατήρησης» και ότι «δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την αιτία και το αποτέλεσμα».
Αρκετοί νευρολόγοι επαίνεσαν τη μελέτη σε μια εποχή που τα αντιψυχωσικά παρουσιάζουν ανάκαμψη στις συνταγογραφήσεις μετά την πανδημία του COVID. «Υπάρχει επομένως κίνδυνος να συνταγογραφηθούν σε ασθενείς επιβλαβή αντιψυχωσικά απλώς επειδή δεν υπάρχει επάρκεια σε εκπαιδευμένο προσωπικό που να μπορεί να διαχειριστεί με ασφάλεια τη συμπεριφορά τους», είπε ο νευρολόγος Δρ Τσαρλς Μάρσαλ, σημειώνοντας ωστόσο ότι οι θεραπείες μπορεί να δικαιολογούνται σε σπάνιες περιπτώσεις.
Με πληροφορίες BMJ