Λίγο καιρό αφότου έφτασε στο Machilipatnam, ο νεαρός έμπορος Thomas Bowrey άρχισε να αναρωτιέται τι ήταν αυτό που κάπνιζαν με τόση ευχαρίστηση οι κάτοικοί του.
Η πολυσύχναστη πόλη-λιμάνι στην ακτή Coromandel της Ινδίας φάνταζε εξωτική και γεμάτη μυστήρια στον νεαρό έμπορο της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της επίσκεψής του το 1673, ο Bowrey θαύμασε τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής, όπως τα «δηλητηριώδη φίδια που χόρευαν υπό τους ήχους ενός μουσικού – μάγου» όπως αναφέρει στο ημερολόγιο του.
Ωστόσο, ο Bowrey γοητεύτηκε περισσότερο από τις επιδράσεις ενός άγνωστου «φαρμάκου». Η χρήση του bangha και του gangah (δηλαδή της κάνναβης) μεσουρανούσε στο Machilipatnam, μιας και η μουσουλμανική εμπορική κοινότητα της πόλης ήταν αντίθετη στην κατανάλωση οποιουδήποτε αλκοολούχου ποτού.
Σε μια προσπάθεια να κατανοήσει καλύτερα τις ιδιότητες της ουσίας, ο Bowrey συνέκρινε τις επιδράσεις της με αυτές του αλκοόλ. Σύντομα κατάλαβε ότι ήταν πολύ πιο σύνθετες.
Το gangah εισαγόταν από την Σουμάτρα με πενταπλάσια τιμή από το, τοπικά φυόμενο, bangha. Η λέξη bangha επικράτησε να μεταφράζεται ως bhang και σήμερα αναφέρεται σε ένα βρώσιμο παρασκεύασμα από τα φύλλα του φυτού.
Σε μια προσπάθεια να κατανοήσει καλύτερα τις ιδιότητες της ουσίας, ο Bowrey συνέκρινε τις επιδράσεις της με αυτές του αλκοόλ. Σύντομα κατάλαβε ότι ήταν πολύ πιο σύνθετες. Η επίδραση του bhang φαινόταν να καθρέφτιζε τις σκέψεις και την ψυχολογική κατάσταση του ατόμου που το κατανάλωνε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διακρίνει κάποιο επαναλαμβανόμενο συμπεριφορικό μοτίβο. Από την μια, αν ο χρήστης ήταν χαρούμενος, τότε το bhang αύξανε ακόμη περισσότερο την αίσθηση ευφορίας. Από την άλλη, αν ο ίδιος ήταν μελαγχολικός, τότε η ουσία του προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερο αίσθημα ματαίωσης.
Ο Bowrey κατέληξε ότι το εξωτικό αυτό βότανο λειτουργούσε ως ένας ψυχολογικός καθρέφτης που αντανακλούσε και ενίσχυε τις εσωτερικές καταστάσεις των χρηστών του.
Δεν είναι παράλογο λοιπόν που όταν ο Bowrey αποφάσισε να το δοκιμάσει, φρόντισε να το κάνει στην απομόνωση του σπιτιού όπου φιλοξενούνταν, «με όλες τις πόρτες και τα παράθυρα ερμητικά κλειστά» από τον φόβο της γελοιοποίησης. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το απερίσκεπτο self-experimentation με ναρκωτικά δεν αποτελεί μόνο μια σύγχρονη πρακτική.
Ο Bowrey, ο οποίος εκτός από έμπορος ήταν και συγγραφέας καθώς αργότερα δημοσίευσε το πρώτο αγγλικό λεξικό της Μαλαισιανής γλώσσας, ήταν αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε ένας ταξιδιώτης φιλόσοφος. Το ενδιαφέρον του για την κάνναβη δεν ήταν μόνο ψυχαγωγικού χαρακτήρα. Ενδιαφέρθηκε για τις «κρυφές» ιδιότητες της ουσίας και φυσικά για την δυνατότητα εμπορευματοποίησης της.
Ωστόσο, η μετατροπή ενός ναρκωτικού όπως η κάνναβη σε παγκόσμιο εμπόρευμα δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η ουσία αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του πνευματικού και πολιτιστικού πλαισίου, ένα βασικό στοιχείο της μουσουλμανικής κουλτούρας σύμφωνα με τον Bowrey. Και η Αγγλία της εποχής του Bowrey χαρακτηρίζονταν από έντονη παράνοια και προκαταλήψεις που σχετίζονταν με την μουσουλμανική κουλτούρα, συγκεκριμένα αυτή των Οθωμανών, οι οποίοι έφεραν την ταυτότητα των εισβολέων. Ωστόσο, η σύναψη συμμαχιών με τους μουσουλμάνους ήταν απαραίτητη για τους Βρετανούς εμπόρους που επιδίωκαν να εδραιωθούν στις Ανατολικές Ινδίες.
Πέρα από τις θρησκευτικές προκαταλήψεις υπήρχε ένα τελευταίο εμπόδιο που έπρεπε να προσπελαστεί προκειμένου η κάνναβη να εμπορευματοποιηθεί. Πώς θα μπορούσε ο Bowrey να αποδείξει ότι η κάνναβη είχε οποιαδήποτε εμπορική αξία είτε ως φάρμακο είτε ως ψυχαγωγική ουσία;
Η επιστημονική εκτίμηση τέτοιων εξωτικών ουσιών προερχόμενων από τις αποικίες ήταν ένας από τους βασικότερους στόχους της Βασιλικής Εταιρείας και της πρώιμης επιστημονικής κοινότητας στο σύνολό της. Η κύρια ιδέα ήταν ο «εξαγνισμός» των ουσιών αυτών από τα βάρβαρα νοήματα που μπορεί να εμφώλευαν πίσω στις αποικίες και ο επαναπροσδιορισμός τους ως ευγενείς ουσίες που μπορούν να καταναλωθούν από ευγενείς ανθρώπους.
Ήδη από τον μεσαίωνα, οι ταξιδιώτες – εξερευνητές, όπως ο Marco Polo και ο Ibn Battuta, ήλπιζαν να ανακαλύψουν στα ταξίδια τους μυστήρια προϊόντα, όπως ελιξίρια της ζωής, περίεργα μπαχαρικά με μαγικές ιδιότητες και ιερούς καρπούς. Πολλοί υπέθεταν ακόμη ότι αυτά προέρχονταν από τον Κήπο της Εδέμ.
Όμως προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, η Βασιλική Εταιρεία χρειαζόταν τις κατάλληλες μαρτυρίες για να υποστηρίξει τα δεδομένα της, μαρτυρίες που έπρεπε αυστηρά να προέρχονται από επιφανείς Βρετανούς για να θεωρηθούν αξιόπιστες. Και ο Bowrey, λόγω της κοινωνικής του τάξης και της επαγγελματικής του ιδιότητας δεν ανήκε σε αυτήν την κατηγορία.
Το σημείο καμπής για την εισαγωγή της κάνναβης στην Μεγάλη Βρετανία επήλθε με την εμφάνιση ενός άλλου Βρετανού εμπόρου της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, του Robert Knox, ο οποίος το 1670 κατάφερε να διαφύγει από πολυετή αιχμαλωσία στο βασίλειο Kandy στο εσωτερικό της Σρι Λάνκα και να επιστρέψει στην πατρίδα του. Κατά την απόδραση του, ο Knox αναγκάστηκε να ταξιδέψει κάτω από αντίξοες συνθήκες, κατά τις οποίες κατανάλωνε βρόχινο, μολυσμένο νερό, εξαιτίας του οποίου αρρώστησε βαριά με υψηλό πυρετό, ναυτία και αέρια.
Επιστρέφοντας το 1680 στην Μεγάλη Βρετανία, ο Knox αποκάλυψε ότι το αντίδοτο που κατάφερε να τον σώσει από την αρρώστια του δεν ήταν άλλο από την κάνναβη. Έπειτα από τις κατάλληλες συζητήσεις με τους κατάλληλους ανθρώπους, συγκεκριμένα με τον Robert Hooke – επιφανή φυσικό και αρχιτέκτονα, μια διάλεξη δόθηκε στη Βασιλική Εταιρεία σχετικά με τις επιδράσεις της κάνναβης.
Οι παρατηρήσεις του Hooke ήταν ενθουσιώδεις και αντανακλούσαν το μεγάλο ενδιαφέρον του Bowrey γύρω από τις «κρυφές» ιδιότητες της ουσίας. Αν μπορούσαν να τις εξηγήσουν και να τις χρησιμοποιήσουν κατάλληλα, τότε ίσως είχαν ανακαλύψει μια νέα δύναμη με την οποία θα μπορούσαν να ανακουφίσουν χρόνιους πόνους, να προκαλέσουν ύπνο, να θεραπεύσουν την μελαγχολία κ.ο.κ.
Η προσπάθεια του Hooke να εντάξει την κάνναβη στο ρεύμα της βρετανικής επιστημονικής κουλτούρας δυστυχώς απέτυχε. Αλλά εκ των υστέρων, είναι φανερό ότι δεν είχε εντελώς άδικο όταν προέβλεπε ένα σπουδαίο μέλλον για το ναρκωτικό.
Στις δεκαετίες του 1840-1850 - μέσω μιας σειράς αναφορών ενός άλλου υπαλλήλου της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, του W. B. O'Shaughnessy - βάμματα, ρητίνες και εκχυλίσματα κάνναβης άρχισαν να διατίθενται σε χρήστες σε ολόκληρη τη βρετανική αυτοκρατορία. Μάλιστα το ναρκωτικό επαινέθηκε από έναν Βρετανό γιατρό το 1842 για τα «εμφανή αποτελέσματά του στην απομάκρυνση της νωθρότητας και του άγχους».
Με στοιχεία από το The Public Domain Review.