Ιρλανδία και Γερμανία είναι οι χώρες της Ευρώπης που θα πληγούν περισσότερο από ένα άτακτο Brexit, σύμφωνα με έκθεση του Πανεπιστημίου του Ρότερνταμ.
Σε περίπτωση που η Βρετανία αποχωρήσει χωρίς μία συμφωνία από την ΕΕ, το κόστος για την Ευρώπη σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ θα φτάσουν τα 221,3 δισεκ. δολάρια, με παράλληλες απώλειες του 0,7% των θέσεων εργασίας στην ήπειρο.
Όμως, σύμφωνα με μία πρόσφατη έκθεση του Πανεπιστημίου του Ρότερνταμ για τις επιπτώσεις του Brexit στην ΕΕ προβλέπει πως οι περιοχές της ηπείρου που θα ανακάμψουν συντομότερα από το «σοκ» αυτό θα είναι ακριβώς εκείνες στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στην έκθεση, με τίτλο «Η διαίρεση της Ευρώπης; Οικονομική έκθεση στο Brexit περιοχών και χωρών από τις δύο πλευρές της Μάγχης» (Τhe continental divide? Economic exposure to Brexit in regions and countries on both sides of The Channel τονίζεται πως το δεύτερο θύμα μετά τη Βρετανία που θα πληγεί από μία έξοδό της χωρίς συμφωνία, είναι οι περιοχές της Ιρλανδίας, οι οποίες θα εκτεθούν στα οικονομικά αποτελέσματα του Brexit στο ίδιο επίπεδο με τις λιγότερο πληγείσες βρετανικές περιοχές, δηλ. το Λονδίνο και τη Βόρειο Σκωτία.
Στη συνέχεια, κι αυτό αποτελεί έκπληξη, οι επόμενες περιοχές που θα πληγούν από το διαζύγιο Βρετανίας και Ευρώπης είναι οι εξαγωγικές περιοχές της νότιας Γερμανίας, με απώλειες περίπου στο ένα τρίτο των βρετανικών και του μισού των ιρλανδικών περιοχών.
Εάν κάποιος θα ήθελε να ιχνογραφήσει τον χάρτη των περιοχών που θα πληγούν περισσότερο από την έξοδο της Βρετανίας, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, θα παρατηρούσε πως εκείνες που θα κληθούν να πληρώσουν μεγαλύτερο τίμημα είναι εκείνες στη Βορειοδυτική Ευρώπη: οι γερμανικές κινδυνεύουν να απωλέσουν περί το 4,5 με 6,4% του ΑΕΠ τους, οι ολλανδικές το 3,5 με 5%, οι βελγικές το 2,8 με 4% και τέλος οι γαλλικές το 1,8 με 2,7% του ΑΕΠ τους.
Η χρονική δυναμική των απωλειών αυτών θα εξαρτηθεί άμεσα από τις συμφωνίες για τη μετάβαση στο Brexit, αλλά σύμφωνα και με το ΔΝΤ θα απαιτηθούν 5 με 10 χρόνια έως ότου φθάσουν στο απώτατο όριό τους οι επιπτώσεις από τη διαδικασία αυτή.
Η έκθεση του γερμανικού ΑΕΠ στον κίνδυνο Brexit κατά την ολλανδική έκθεση φθάνει στο 5% του ΑΕΠ της, εκείνη της Ολλανδίας στο 4%, του Βελγίου στο 3,5%. Λιγότερο εκτεθειμένες είναι η Γαλλία, η Ισπανία κι η Ιταλία, με 2%, 0,7% και 0,5% του ΑΕΠ τους αντίστοιχα. Τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη βρίσκονται σε επίπεδα μικρότερα του γαλλικού.
Όμως και στο εσωτερικό τής κάθε χώρας υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές ανάλογα με τις παραγωγικές ζώνες που αναμένεται να πληγούν από το Brexit: φερ' ειπείν η περισσότερο πληγείσα στη Γερμανία είναι αυτή της Στουτγάρδης, στην Ολλανδία η Ζηλανδία και η βαλωνική Μπραμπάντ στο Βέλγιο.
Όλες τους με πολύ στενές εμπορικές κι οικονομικές σχέσεις με τη Βρετανία κι οι οποίες θα υποστούν τις μεγαλύτερες απώλειες σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία με το ΗΒ. Απεναντίας ορισμένες περιοχές στην Ανατολική Γερμανία εμφανίζουν πολύ μικρότερη πιθανότητα, κάτω του μέσου όρου, να πληγούν από μία άτακτη έξοδο.
Τα στοιχεία τούτα είναι σαφώς γνωστά στις Βρυξέλες, ωστόσο δεν είναι τόσο γνωστές στο Λονδίνο. Ωστόσο, οι ερευνητές του Ρότερνταμ υπολόγισαν πως σε περίπτωση που το Brexit πραγματοποιηθεί χωρίς συμφωνία, ο κίνδυνος για τη βρετανική οικονομία είναι 4,6 φορές μεγαλύτερος από αυτόν που υπολογίζεται για τις ευρωπαϊκές χώρες, με εξαίρεση την Ιρλανδία. Κατά συνέπεια μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την ΕΕ είναι πολύ πιο σημαντική για τη Βρετανία, απ' όσο για τα υπόλοιπα κράτη της Ένωσης.
Ίσως αυτός είναι ο λόγος που στις 13 Μαρτίου οι Βρετανοί βουλευτές, που προηγουμένως είχαν απορρίψει το σχέδιο συμφωνίας της πρωθυπουργού Τερέζας Μέι με την ΕΕ, καταψήφισαν επίσης την πρόταση για άτακτη αποχώρηση.
Ο χάρτης της Ευρώπης είναι σαφής: από τη μία πλευρά βρίσκονται οι πιο ανεπτυγμένες ζώνες της βόρειας Ευρώπης που έχουν στενότερες οικονομικές σχέσεις με τη βρετανική οικονομία, ενώ από την άλλη, η νότιες και ανατολικές περιοχές της ΕΕ είναι λιγότερο εκτεθειμένες.
Μολαταύτα και εις πείσμα των στοιχείων που υποδεικνύουν ότι η Γερμανία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ιρλανδία είναι οι χώρες που θα πρέπει να ενδιαφέρονται περισσότερο απ' οποιαδήποτε άλλη για την επίτευξη μίας καλής συμφωνίας με τη Βρετανία, το Βερολίνο βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, μαζί με το Παρίσι, των κυβερνήσεων που υποστηρίζουν μία «σκληρή στάση» απέναντι στο Λονδίνο.
Ίσως ο μόνος λόγος που υπαγορεύει αυτή τη σκληρή στάση του Βερολίνου είναι ο φόβος μην τυχόν μιμηθούν τη Βρετανία και άλλα κράτη μέλη της ΕΕ και η βαθύτερη ανάγκη να προστατευθεί η συνοχή κι ενότητα της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς, που αποτελεί το πραγματικό θεμέλιο της δομής της ΕΕ.
Ωστόσο, η ολλανδική μελέτη εστιάζεται όχι στα ποιοτικά, αλλά μόνο στις επιπτώσεις στην εμπορικές σχέσεις και δεν εξετάζονται, για παράδειγμα, οι νομικές επιπτώσεις του Brexit, που θα έχει καταιγιστικές συνέπειες σε μία σειρά από τομείς, όπως για παράδειγμα τη ναυτιλία και την τροφοδοσία και τις φορτοεκφορτώσεις πλοίων, την αγορά ενέργειας και το σύστημα υγείας.
Στο σημείο αυτό, οι ολλανδοί ερευνητές καταλήγουν στη συμπερασματική υπόθεση πως «η έκθεση του Ηνωμένου Βασιλείου θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερη από τις πτυχές που θίγει η παρούσα μελέτη».
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ