Δύο εβδομάδες μετά την πολύνεκρη επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου και η κυβέρνησή του ετοιμάζονται για μια μαζική χερσαία επίθεση στη Γάζα. Αν και πολλοί Ισραηλινοί υποστηρίζουν μια τέτοια κίνηση, δεν εμπιστεύονται απαραίτητα τον Νετανιάχου για την πραγματοποίησή της.
Πριν από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, η δεξιά κυβέρνηση Νετανιάχου ήταν ήδη βαθιά αντιδημοφιλής σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Ένα σχέδιο για την υποβάθμιση της δυνατότητας του Ανώτατου Δικαστηρίου να αντιδρά σε νόμους που ψηφίζονται από το ισραηλινό κοινοβούλιο, την Κνεσέτ, προκάλεσε μαζικές διαμαρτυρίες σε εθνικό επίπεδο καθώς υπήρξε έντονη ανησυχία ότι ο δεξιός συνασπισμός του Νετανιάχου θα διευκολυνόταν έτσι να περάσει ολοένα σκληρότερους νόμους. Τώρα, η κυβέρνησή του θεωρείται τουλάχιστον εν μέρει υπεύθυνη για τη θεαματική αποτυχία των ισραηλινών συστημάτων ασφαλείας που επέτρεψε τις επιθέσεις.
Ορισμένοι από τους πιο υψηλόβαθμους αξιωματούχους της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων και των υπηρεσιών Ασφαλείας, ανέλαβαν την ευθύνη για τις παραλείψεις και τα «τυφλά» σημεία που επέτρεψαν στη Χαμάς να σκοτώσει τουλάχιστον 1.400 Ισραηλινούς και να απαγάγει 200, κυρίως αμάχους.
«Η Διεύθυνση Στρατιωτικών Πληροφοριών, υπό τη διοίκησή μου, απέτυχε να προειδοποιήσει για την τρομοκρατική επίθεση που πραγματοποίησε η Χαμάς», δήλωσε ο υποστράτηγος Aharon Haliva, επικεφαλής της μονάδας πληροφοριών των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων(IDF) σε επιστολή του προς το στρατιωτικό προσωπικό. «Αποτύχαμε στην πιο σημαντική αποστολή μας και ως επικεφαλής φέρω ακέραια τηνευθύνη».
Αλλά ο ίδιος ο Νετανιάχου δεν έχει μέχρι στιγμής απολογηθεί ή αναλάβει την ευθύνη για την αποτυχία της κυβέρνησής του να εκτελέσει το πρωταρχικό της καθήκον - να προστατεύσει τους πολίτες της χώρας του. Επιπλέον, η στρατηγική της κυβέρνησης στη Γάζα και στον πόλεμο με τη Χαμάς παραμένει ασαφής.
Η στρατιωτική απάντηση του Ισραήλ - και το μέλλον της Γάζας - εξακολουθεί να είναι «στον αέρα»
Σχεδόν δύο εβδομάδες αφότου ο Νετανιάχου κήρυξε τον πόλεμο στη Χαμάς και 360.000 έφεδροι του IDF παρουσιάστηκαν για υπηρεσία, η στρατιωτική απάντηση του Ισραήλ - εκτός από το να διασφαλίσει ότι η Χαμάς «συντρίβεται και εξαλείφεται» - είναι ακόμη άγνωστη, όπως και τα σχέδια της κυβέρνησης για τη Γάζα εφόσον επιτύχει αυτόν τον στόχο. Στο παρελθόν ο Νετανιάχου προέκρινε τις αεροπορικές επιδρομές ως αντίποινα κατά της Χαμάς, αντί για αιματηρές και δαπανηρές χερσαίες εισβολές.
Σύμφωνα με μια σύντομη έκθεση του 2017 από την RAND Corporation, το Ισραήλ έχει τη στρατιωτική ικανότητα να εξαλείψει τη Χαμάς, αλλά αυτό ίσως να είναι πιο επικίνδυνο από το να μην το κάνει, δεδομένου ότι μια ακόμη πιο ακραία οργάνωση θα μπορούσε να έρθει στην εξουσία - ή ότι το Ισραήλ θα μπορούσε να καταλήξει υπεύθυνο για τη διακυβέρνηση της περιοχής εκ των έσω. «Ως αποτέλεσμα, η στρατηγική του Τελ Αβίβ μέχρι τώρα προσομοίαζε σε ένα ευκαιριακό "κούρεμα του γκαζόν" καθώς, αποδεχόμενο την αδυναμία του να επιλύσει μόνιμα το πρόβλημα,στοχοποιούσε την ηγεσία των πλέον μαχητικών παλαιστινιακών οργανώσεων προκειμένου να καταστήσει διαχειρίσιμη τη βία».
Αυτή όμως η στρατηγική δεν είναι πλέον ικανοποιητική, δεδομένης της αναποτελεσματικότητάς της και της τεράστιας απώλειας της εμπιστοσύνης του ισραηλινού κοινού σε αυτή μετά τις 7 Οκτωβρίου. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση της ισραηλινής εφημερίδας Ma'ariv, το 65% των Ισραηλινών πιστεύει ότι μια μαζική χερσαία εισβολή θα ήταν η σωστή απάντηση.
Μια τέτοια επιχείρηση θα μπορούσε να είναι απίστευτα δύσκολη και δαπανηρή τόσο για τους Παλαιστίνιους στη Γάζα όσο και για τις IDF, όπως εξήγησε ο Zack Beauchamp του Vox:
Οι στρατιώτες θα πρέπει να κινούνται πολύ αργά με περιορισμένη αεροπορική υποστήριξη, θέτοντας σκόπιμα σε κίνδυνο τη ζωή τους - αλλιώς θα προκληθούν εκατόμβες αμάχων. Η επιτυχία προϋποθέτει επίσης καλή πληροφόρηση, αλλά η εμπειρία των γεγονότων της 7ης Οκτωβρίου υποδηλώνει ότι οι σημερινές γνώσεις του Ισραήλ για τους μαχητές στη Λωρίδα της Γάζας μπορεί να είναι πολύ ασθενέστερες από ό,τι εκτιμάται.
Όπως δήλωσε στο Vox ο Natan Sachs, διευθυντής του Κέντρου Πολιτικής για τη Μέση Ανατολή στο Ινστιτούτο Brookings, «είμαστε πιο κοντά [σε μια χερσαία εισβολή] με την έννοια ότι έρχεται. Το να πάρει στο Ισραήλ λίγο χρόνο για να προετοιμαστεί και να καθορίσει κάποιους σαφείς στόχους είναι μια καλή επιλογή που θα μπορούσε να σώσει πολλές ισραηλινές και παλαιστινιακές ζωές».
Όπως ανέφερε το Σάββατο η ισραηλινή εφημερίδα Haaretz, ο IDF έχει ήδη αρχίσει να εξαπολύει αεροπορικές επιδρομές στη βόρεια Γάζα προετοιμαζόμενος για την χερσαία εισβολή.Ίσως ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση, όμως, είναι το τι θα συμβεί μόλις τελειώσει η χερσαία εισβολή.
Όπως ανέφεραν οι Times of Israel την Τρίτη, ο επικεφαλής του Κόμματος Εθνικής Ενότητας Benny Gantz και το μέλος της Κνεσέτ Gadi Eizenkot, οι οποίοι ανήκουν στο έκτακτο υπουργικό συμβούλιο ασφαλείας του Νετανιάχου, απαίτησαν ένα σχέδιο εξόδου από τη Γάζα σε περίπτωση που η χερσαία εισβολή πραγματοποιηθεί.
«Δεδομένου ότι δηλωμένος μας στόχος είναι η καταστροφή της Χαμάς, τόσο η ισραηλινή κυβέρνηση όσο και ο IDF πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά το πώς θα διεξαχθεί ο πόλεμος καθώς και το πώς θα τελειώσει», έγραψε σε πρόσφατο άρθρο του ο Kevin Benson, συνταξιούχος συνταγματάρχης του αμερικανικού στρατού και επίκουρος μελετητής στο Ινστιτούτο Σύγχρονου Πολέμου του West Point. «Η ισραηλινή κυβέρνηση γνωρίζει, ή θα έπρεπε να γνωρίζει, τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει η άσκηση βίας».
Μετά από μια τέτοια αποτυχία, πώς μπορούν οι Ισραηλινοί να στηρίξουν μια κυβέρνηση με την οποία είναι τόσο θυμωμένοι;
Καταώς φαίνεται, δεν μπορούν. Η ίδια δημοσκόπηση της Ma'ariv που έδειξε υποστήριξη για την χερσαία εισβολή έδειξε μια αβυσσαλέα έλλειψη υποστήριξης –μόλις 28% υπέρ - για τον ίδιο τον Νετανιάχου. Το 48% των ερωτηθέντων πίστευε ότι ο Gantz, μέλος της νεοσύστατης κυβέρνησης ενότητας και πρώην υπουργός Άμυνας, θα ήταν καλύτερος για πρωθυπουργός.
Ο Γκαντζ και άλλα μετριοπαθή, έμπειρα μέλη της κυβέρνησης ενότητας ενστάλαξαν λίγη περισσότερη εμπιστοσύνη στην αντίδραση του κράτους στην κρίση, δήλωσε στο Vox σε συνέντευξή της η Shany Granot-Lubaton, «ηγέρια»του κινήματος διαμαρτυρίας κατά των πολιτικών Νετανιάχου που ζει στις ΗΠΑ. «Χαίρομαι για το γεγονός ότι άνθρωποι από αυτούς που εμπιστεύομαι που εμπιστεύομαι κάθονται επίσης γύρω από το τραπέζι», είπε.
Αλλά ακόμη και οι πιο μετριοπαθείς και έμπειρες φωνές έρχονται αντιμέτωπες με ακροδεξιούς κυβερνητικούς αξιωματούχους όπως ο υπουργός Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότριτς και ο υπουργός Εθνικής Ασφάλειας Ιταμάρ Μπεν-Γβιρ - για να μην αναφέρουμε τον ίδιο τον Ισραηλινό πρωθυπουργό. «Νομίζω ότι δεν θα έπρεπε καν να είχε συσταθεί μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας με αυτούς τους εταίρους», δήλωσε η Granot-Lubaton.
Ιδανικά, «η εν λόγω κυβέρνηση παρέχει μια βάση συναδέλφωσης και παίρνοντας ένα "τάιμ άουτ" από τις συνήθεις πολιτικές διαμάχες, επιτρέπει τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων με ευρεία εθνική συναίνεση», έγραψε ο Assaf Shapira, διευθυντής του προγράμματος πολιτικής μεταρρύθμισης στο Ινστιτούτο Δημοκρατίας του Ισραήλ, σε άρθρο του στις 10 Οκτωβρίου.
«Σε αυτή συμμετέχουν πρόσωπα που ήταν επικεφαλής του επιτελείου και οι οποίοι δεν είχαν εμπλακεί στην τρέχουσα καταστροφή», είπε στους New York Times την περασμένη εβδομάδα ο Gideon Rahat, πολιτικός επιστήμονας στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ.
Στον απόηχο των επιθέσεων, περίπου 360.000 έφεδροι ανέλαβαν υπηρεσία. Μόλις πριν από λίγους μήνες, πολλοί από αυτούς τους δήλωσαν ότι θα αρνούνταν να στρατευθούν εάν οι αμφιλεγόμενες δικαστικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης γίνονταν νόμος.
«Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας είναι περισσότερο ένα όχημα για τη δημιουργία ενός μίνι πολεμικού υπουργικού συμβουλίου», δήλωσε ο Sachs, συμπληρώνοντας: «Μπορεί να λαμβάνει μόνο αποφάσεις που σχετίζονται με τον πόλεμο και αυτός είναι ο "κομβικός" της ρόλος».
«Βλέπετε ότι το κίνημα διαμαρτυρίας είναι που ουσιαστικά κυβερνά τώρα τη χώρα», δήλωσε η Granot-Lubaton. «Οι Brothers and Sisters [ισραηλινή ομάδα πολιτικής βοήθειας] εδρεύουν στα νότια και προσπαθούν να σώσουν ανθρώπους ακριβώς επειδή η κυβέρνηση δεν έκανε τη δουλειά της».
Οι οικογένειες των ομήρων που εικάζεται ότι βρίσκονται στη Γάζα έχουν ενημερωθεί ότι τα αγαπημένα τους πρόσωπα είναι μεταξύ των απαχθέντων, δεν υπήρξε ωστόσο καμία κυβερνητική ενημέρωση πάνω στο τι ενέργειες έχουν δρομολογηθεί για την απελευθέρωσή τους, ανέφερε η Yardena Schwartz στο Foreign Policy την Παρασκευή.
Πολλοί πολίτες που συμμετείχαν στο κίνημα διαμαρτυρίας αυτού του καλοκαιριού έχουν στραφεί στη δημιουργία ενός δικτύου υποστήριξης των ανθρώπων που εκτοπίστηκαν από τις πόλεις και τα χωριά που καταστράφηκαν από την επιδρομή της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου. Συγκεντρώνουν τρόφιμα και ρούχα για τους εκτοπισμένους και συντονίζουν την ιατρική περίθαλψη, συλλέγουν επίσης πληροφορίες για τους ομήρους και προσπαθούν να εντοπίσουν όσους εξακολουθούν να αγνοούνται μετά την επίθεση.
«Δεν υπάρχει ούτε ένας άξιος εμπιστοσύνης υπουργός», τόνισε η Granot-Lubaton. «Δεν υπάρχει ούτε μια υπηρεσία που να κάνει αυτό που περιμένουμε να κάνει - ούτε το σύστημα υγείας, ούτε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ούτε καν οι υπηρεσίες ασφαλείας - κανείς δεν κάνει σωστά τη δουλειά του και ο φόβος εξακολουθεί να συντροφεύει την καθημερινότητα των ανθρώπων στο Ισραήλ».
ΠΗΓΗ: Vox.com