Δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά για τη Σουμεϊγιέ Ερντογάν και, κάνοντας κανείς τον γύρο του Διαδικτύου, μπορεί να ενημερωθεί για τα απολύτως βασικά και κυρίως για τα gossip στοιχεία της ζωής της μικρότερης κόρης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ότι είναι 32 ετών, παντρεμένη με τον επιχειρηματία και έμπορο όπλων Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ, ότι τη μέρα του γάμου της νέκρωσε η Τουρκία για να μετακινηθούν προστατευμένα οι 6.000 καλεσμένοι και ότι πρόκειται για μία σεμνή μουσουλμάνα, με σπουδές στο εξωτερικό.
Ας μείνουμε εδώ. Η Σουμεϊγιέ Ερντογάν Μπαϊρακτάρ, η πιο «δυνατή» γυναίκα της οικογένειας Ερντογάν, σπούδασε οικονομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα στο Μπλούμιγκτον και απέκτησε μεταπτυχιακό τίτλο στο London School of Economics. Θεωρείται πολυταξιδεμένη, σε αρκετή –φιλική– επαφή με το δυτικό στοιχείο, αλλά βαθιά μουσουλμάνα και «παιδί της μητέρας Τουρκίας».
Ο τρόπος με τον οποίο η Σουμεϊγιέ μπλέκει τη μαντίλα με τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη Δύση μπορεί να θυμίζει κάτι από την παραφροσύνη του Προέδρου πατέρα της, ωστόσο προδίδει ότι πρόκειται για κάτι άλλο, σοβαρότερο.
Κατά κάποιους, είναι η διαδοχή του Ερντογάν, η απάντηση του Τούρκου Προέδρου ότι η «πολιτική της ισχυρής σεμνότητας» μπορεί να σώσει την Τουρκία από τις τοξίνες του γκιουλενισμού, ότι το επόμενο βήμα της χώρας θα γίνει με τη Σουμεϊγιέ να ισορροπεί περίφημα ανάμεσα στη θρησκεία, στη γυναικότητα και στην ανάπτυξη της χώρας...
Ποια είναι, όμως, αυτή η γυναίκα; Ακόμη και ο τουρκικός Τύπος αποφεύγει να αναφέρεται σ' αυτήν –και εν γένει στις κόρες του Ερντογάν– αν δεν υπάρχει λόγος. Γιατί, λοιπόν, υπάρχει η πεποίθηση ότι η πιο δυνατή φωνή του Ισλάμ στην Τουρκία θα ακουστεί από αυτήν τη γυναίκα;
Δεν αρκεί ως απάντηση η εργασία της ως συμβούλου του αντιπροέδρου του κόμματος ΑΚΡ την εποχή που ο πατέρας της ήταν πρωθυπουργός ούτε οι ακαδημαϊκές φωνές που εδώ και λίγα χρόνια ψελλίζουν ότι πρόκειται για μια γυναίκα με άκρατες πολιτικές φιλοδοξίες και όλα τα τυπικά και ουσιαστικά εφόδια για να διεκδικήσει μια θέση στην κεντρική πολιτική σκηνή της Τουρκίας.
Στις 27 Δεκεμβρίου του 2016, λίγους μήνες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στη γείτονα, που τελικώς πνίγηκε στο αίμα, στο Ετήσιο Συνέδριο των Μουσουλμάνων των ΗΠΑ επίτιμη καλεσμένη και βασική ομιλήτρια ήταν η Σουμεϊγιέ.
Το θέμα της ομιλίας της σαφές από τον τίτλο: «Ξεπερνώντας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ummah: η τουρκική εμπειρία».
(Σημ.: Η αραβική λέξη ummah σημαίνει «κοινότητα», ωστόσο αναφέρεται στην κοινότητα ανθρώπων που μοιράζονται τον ίδιο πολιτισμό, την ίδια θρησκεία και ιστορία, αλλά και την ίδια γεωγραφική θέση. Άρα ο λόγος γίνεται για το έθνος).
Μια ομιλία που ξεκίνησε πολύ δυναμικά, γεμάτη υπαινιγμούς, αλληγορίες και διπλωματικές άγκυρες που θα οδηγούσαν στο επιθυμητό σημείο, δηλαδή ένα μήνυμα από τον πατέρα της προς το πολυπληθές κοινό που συγκεντρώθηκε για να την παρακολουθήσει στο συνεδριακό κέντρο ΜακΚόρμικ στο Σικάγο.
«Υπάρχει ένα στερεότυπο που απόψε θα ήθελα να καταρρίψω: εκείνο του φοιτητή που βρίσκεται στο εξωτερικό και τυγχάνει να είναι γόνος ηγέτη της Ανατολής, μεγαλωμένος και καλά για να γίνει ο ηγέτης της επόμενης γενιάς. Με παρουσιαστικό που παραπέμπει στην Ανατολή και δυτικόστροφη σκέψη. Η αλήθεια είναι ότι όλο αυτό δεν είμαι εγώ» ξεκίνησε η Ερντογάν και η συνέχεια για τους μουσουλμάνους ήταν αναμενόμενη, όχι όμως και για τους Δυτικούς.
«Για την ακρίβεια, μέχρι το Γυμνάσιο ποτέ δεν σκέφτηκα να σπουδάσω στο εξωτερικό. Ο λόγος για τον οποίο τότε δεν συνέχισα τις σπουδές μου στην Τουρκία ήταν η απαγόρευση του χιτζάμπ. Για όσους δεν το γνωρίζουν αυτή ήταν μία κωμικοτραγική απαγόρευση που ταλαιπώρησε την Τουρκία για πάρα πολλά χρόνια. Εγώ και οι συμμαθητές μου τότε έπρεπε να διαδηλώνουμε για μέρες, για μήνες, για να μπορέσουμε να προστατέψουμε τα βασικά μαθητικά μας δικαιώματα.
Το διακύβευμα εδώ ήταν τα καθήκοντα ενός μουσουλμάνου και οι υποχρεώσεις του ως πολίτη, σωστά; Ε, λοιπόν, θα σας πω ότι σε πολύ νεαρή ηλικία βρέθηκα στο εξαιρετικά δυσάρεστο δίλημμα να πρέπει να επιλέξω ανάμεσα στα θρησκευτικά μου καθήκοντα και σ' εκείνα ως πολίτη του κόσμου. Το σχολείο μου με ανάγκαζε να επιλέξω. Και δεν δίστασα ποτέ να θέσω ως προτεραιότητα το θρησκευτικό μου καθήκον να φορώ χιτζάμπ και να αντισταθώ στον σχολικό κανονισμό».
Ακόμη κι αν λάβει κανείς ως δεδομένο ότι όντως αυτά συνέβαιναν την εποχή που ήταν μαθήτρια η κόρη του Τούρκου Προέδρου, η προσγείωση στο σήμερα –και στη μετά πραξικοπήματος εποχή– είναι εξαιρετικά ανώμαλη και οδυνηρή.
Πλέον, οι «μαυροντυμένες» στα μεγάλα αστικά κέντρα της Τουρκίας (Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα, Σμύρνη κ.α.) αλλά και στα πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι το νέο «μοντέρνο». Ας αναφέρουμε εδώ και την κατάσταση των τελευταίων μηνών, με αρκετές φοιτήτριες, οι οποίες αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, να έρχονται αντιμέτωπες με την εξής πρόταση: να αναλάβουν κυβερνητικοί εκπαιδευτικοί οργανισμοί την ευθύνη των φοιτητικών τους εξόδων με αντάλλαγμα τη μαντίλα! Η φοιτήτρια δέχεται να φορέσει χιτζάμπ για το υπόλοιπο των σπουδών της, και του βίου της ίσως, και το οικονομικό πρόβλημα λύνεται.
Αυτό μάλλον απαντά στην παθιασμένη αφήγηση της Σουμεϊγιέ που αφιερώνει σχεδόν τη μισή από την ομιλία της στον τρόπο που τα παλαιότερα τουρκικά καθεστώτα τής απαγόρευσαν να συνεχίσει να σπουδάζει στην Τουρκία, επειδή αντιστάθηκε διατηρώντας τη μαντίλα στο κεφάλι της, αλλά στη Δύση διδάχτηκε τον σεβασμό στα ατομικά δικαιώματα και επέστρεψε για να τον διασφαλίσει στη χώρα της!
Κι αν αυτό φαντάζει οξύμωρο στην καλύτερη περίπτωση, προκλητικό στη χειρότερη, ενδιαφέρον έχει και η οπτική γωνία από την οποία η Σουμεϊγιέ Ερντογάν προσεγγίζει τα τρομακτικά γεγονότα της 15ης Ιουλίου 2016.
«Για δύο λεπτά φανταστείτε το εξής: ότι τρομοκράτες βομβαρδίζουν τον Λευκό Οίκο ή το Κογκρέσο. Πώς θα αντιδρούσατε; Πώς θα απαιτούσατε να αντιδράσει η κυβέρνησή σας, αν βρισκόταν αντιμέτωπη με αυτή την ωμή βία; Θα επιθυμούσατε αποκατάσταση της έννομης και συνταγματικής τάξης και αυτό ήταν που αξίωσε βγαίνοντας στους δρόμους η πλειονότητα του πληθυσμού της Τουρκίας!».
Κατά την ίδια, τη συνωμοσία εναντίον του πατέρα της τη διέλυσε ο Αλλάχ και εδώ είναι ίσως το σημείο όπου γίνεται σαφές το εξής: ο τρόπος με τον οποίο η Σουμεϊγιέ μπλέκει τη μαντίλα με τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη Δύση μπορεί να θυμίζει κάτι από την παραφροσύνη του Προέδρου πατέρα της, ωστόσο προδίδει ότι πρόκειται για κάτι άλλο, σοβαρότερο. Πρόκειται για την –τελικά– έξυπνη ρητορική και τη φιλοσοφία που κρύβεται πίσω της και αφορά την προετοιμασία της διάδοχης του Ερντογάν κατάστασης.
«Μας ενημέρωσαν να τρέξουμε σε ένα ασφαλές μέρος. Αλλά ποιο μέρος ήταν ασφαλές εκείνη τη νύχτα στην Τουρκία; Οι γονείς μου βρίσκονταν σε διακοπές μαζί με την αδελφή μου, τον σύζυγό της και τα τρία τους παιδιά, το ένα μόλις 7 μηνών, σε πόλη μακριά από εμένα. Είτε αποφάσιζαν να παραμείνουν στο ξενοδοχείο τους είτε να επιστρέψουν στην Άγκυρα ή στην Κωνσταντινούπολη θα κινδύνευαν το ίδιο. Ακούγαμε τα F-16 να σφυρίζουν από πάνω μας, την τηλεόραση να μεταδίδει μαύρο.
Ο πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ, μέλη και αξιωματούχοι της κυβέρνησης από την πρώτη στιγμή έκαναν σαφές ότι επρόκειτο για ανταρσία ενός μικρού μέρους στρατηγών του τουρκικού στρατού εναντίον του Ερντογάν. Την ίδια στιγμή τα δυτικά μέσα ενημέρωσης μετέδιδαν συνεχόμενα κατασκευασμένα ρεπορτάζ που έλεγαν ότι ο Ερντογάν διέφυγε σε κάποιο ελληνικό νησί ή στη Γερμανία. Η αλήθεια ήταν ότι ο Ερντογάν κατάφερε να βγει και να μιλήσει στους Τούρκους μέσω Facetime για να προστατέψει τη δημοκρατία μας».
Ο Αλλάχ διέλυσε τη συνωμοσία, οι Τούρκοι εκείνο το βράδυ βγήκαν στους δρόμους για να προστατέψουν τη δημοκρατία, η μαντίλα μπορεί να σκεπάζει ένα κεφάλι που κατέχει τα μυστικά της Δύσης για να προστατέψει την Ανατολή, με λίγα λόγια η αφήγηση της Ερντογάν παρουσιάζει ελκυστικά έναν νέο κόσμο, στου οποίου την οικοδόμηση οι πιστές μουσουλμάνες έχουν απεριόριστες δυνατότητες.
Η σπαρακτική αποστροφή της περί των προγόνων της, στους οποίους απαγορεύθηκε να διδαχτούν το Κοράνι, αν και πιστοί, θεωρητικά σκεπάζει την ανάρτηση του Global Research τον Ιούλιο του 2015 (ακριβώς έναν χρόνο πριν από την αιματηρή απόπειρα πραξικοπήματος) που την εμφάνιζε ως διευθύντρια νοσοκομείου στην πόλη Σανλιούρφα, το οποίο και περιέθαλπε, έναντι υψηλού αντιτίμου, βαριά τραυματισμένους μαχητές του Ισλαμικού Στρατού που κατέφθαναν εκεί με οχήματα του τουρκικού στρατού.
Η πτώση της Αφρίν που κατοχυρώνεται ως νίκη του ίδιου στρατού δεν θεωρείται τυχαία στο σχέδιο περί ισχυρής Τουρκίας και του στρατού της που ανακτά την αξιοπιστία του μετά την ντροπή του καλοκαιριού του 2016.
Για κάποιους η αρχή για την επόμενη γενιά Ερντογάν, γένους θηλυκού, έχει ήδη γίνει και δεν πρόκειται απλώς περί ελκυστικής αφήγησης αλλά περί στρατηγικής με βήματα, κανόνες, πρωταγωνιστές και εκκρεμότητες που απλώς πρέπει να τακτοποιηθούν.
σχόλια