Σε ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκε στη Γερμανία η νεοναζίστρια Μπεάτε Τσέπε, για δέκα φόνους με ρατσιστικό κίνητρο.
Σε μία δίκη που διήρκεσε πέντε χρόνια, το δικαστήριο του Μονάχου έκρινε σήμερα ένοχη την 43χρονη. Επίσης, της στέρησε το δικαίωμα να ζητήσει την υπό όρους απελευθέρωσή της έπειτα από 15 χρόνια εξαιτίας «της ιδιαίτερης σοβαρότητας» των πράξεών της.
Η Τσέπε είναι η μοναδική επιζήσασα της νεοναζιστικής οργάνωσης Εθνικό Σοσιαλιστικό Υπόγειο Ρεύμα (NSU), τα μέλη της οποίας διέπραξαν τις δολοφονίες οκτώ Τούρκων, ενός Έλληνα μετανάστη -του Θεόδωρου Βουλγαρίδη- και μίας Γερμανίδας αστυνομικού, από το 2000 ως το 2007.
Η σύνδεση μεταξύ των δολοφονιών διαπιστώθηκε τυχαία το 2011, ύστερα από μία ληστεία που οδήγησε στην ανακάλυψη της νεοναζιστικής ομάδας.
Η Τσέπε έμενε στο ίδιο διαμέρισμα με δύο άνδρες, τον Ούβε Μπένχαρντ και τον Ούβε Μούντλος, οι οποίοι φαίνεται πως αυτοκτόνησαν το 2011 όταν η αστυνομία εντόπισε την οργάνωση. Οι σοροί τους βρέθηκαν σε ένα τροχόσπιτο, που είχε χρησιμοποιηθεί στη ληστεία και το οποίο στη συνέχεια κάηκε.
Η Τσέπε παραδόθηκε ύστερα από μία έκρηξη στο διαμέρισμά τους, προφανώς σε μία προσπάθεια να καταστραφούν αποδεικτικά στοιχεία.
Η 43χρονη έχει αρνηθεί ότι συμμετείχε στους φόνους με τους δύο άνδρες, που διαπράχθηκαν σε διάφορες περιοχές της Γερμανίας. Ωστόσο έχει δηλώσει, μέσω του δικηγόρου της, ότι νιώθει ηθικά υπεύθυνη επειδή δεν τους σταμάτησε, ενώ πρόσφατα παραδέχθηκε ότι η ακροδεξιά ιδεολογία «δεν έχει πια καμία σημασία για εκείνη».
Η Τσέπε καταδικάστηκε επίσης για δύο επιθέσεις εναντίον κοινοτήτων μεταναστών και 15 ληστείες τραπεζών, τις οποίες διέπραξε μαζί με τους Μπένχαρντ και Μούντλος.
Στο πλαίσιο της δίκης, επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης σε τέσσερις ακόμη κατηγορούμενους, επειδή βοήθησαν τη νεοναζιστική οργάνωση.
Η υπόθεση αυτή είχε συγκλονίσει την κοινή γνώμη της Γερμανίας και έφερε στο φως τις δυσλειτουργίες των υπηρεσιών Πληροφοριών Εσωτερικού. Επίσης έφερε σε δύσκολη θέση τη γερμανική κυβέρνηση, καθώς οι δολοφόνοι κατάφεραν να δρουν ανενόχλητοι επί χρόνια. Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ εξέφρασε την «ντροπή» της χώρας της για τα εγκλήματα αυτά.
Στη διάρκεια των χρόνων που διήρκησε η έρευνα οι οικογένειες των θυμάτων κατηγορήθηκαν αδίκως, ενώ οι αρχές δεν εξέτασαν ποτέ σοβαρά το ενδεχόμενο κίνητρο για τους φόνους να είναι ρατσιστικό.
Συγγενείς των θυμάτων κατέθεσαν στη δίκη ότι έπεσαν θύματα παρενόχλησης από τους αστυνομικούς, οι οποίοι πίστευαν ότι οι φόνοι είχαν σχέση με ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ εμπόρων ναρκωτικών ή με ξέπλυμα χρήματος.
Σημαντικά έγγραφα καταστράφηκαν προτού ολοκληρωθεί η έρευνα. Το κοινοβούλιο σύστησε ειδική επιτροπή έρευνας για τις δυσλειτουργίες της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. Την εποχή εκείνη ο πρόεδρος της Μπούντεσταγκ είχε κάνει λόγο «για ιστορική καταστροφή άνευ προηγουμένου», ενώ κατήγγειλε «τη μαζική αποτυχία των αρχών» στην έρευνα που διήρκησε περισσότερα από δέκα χρόνια.
Χθες, μία ημέρα πριν την ανακοίνωση της απόφασης του δικαστηρίου, συγγενείς των θυμάτων εξέφρασαν τη λύπη τους που στη διάρκεια των πέντε ετών που διήρκεσε η δίκη δεν μπόρεσε να πέσει άπλετο φως στην υπόθεση.
«Είμαι 100% σίγουρος ότι υπάρχουν και άλλοι συνεργοί», δήλωσε ο Αμπντουλκερίμ Σιμσέκ, ο γιος του πρώτου θύματος, ενός ανθοπώλη που σκοτώθηκε μπροστά από το κατάστημά του. «Περίμενα επί χρόνια απαντήσεις και τώρα έχω απογοητευθεί βαθιά», επεσήμανε η κόρη ενός άλλου θύματος, της Γκαμζέ Κουμπασίκ.
Με πληροφορίες από BBC, ΑΠΕ-ΜΠΕ/Reuters/AFP