— Θεωρείτε ότι κινδυνεύει η δημοκρατία στην Ιταλία;
Από μια άποψη, ίσως θα ήταν υπερβολικό να πούμε πως κινδυνεύει η δημοκρατία στην Ιταλία, δεδομένου πως η Μελόνι έχει διακηρύξει ότι σέβεται τις δημοκρατικές διαδικασίες – κι αυτό βέβαια αποτελεί και μια βασική διαφορά μεταξύ του παλιού και του νέου (ή μετα)φασισμού, ο οποίος, αντι να πολεμά τον κοινοβουλευτισμό, τον εναγκαλίζεται για να πετύχει τους στόχους του. Ας μην ξεχνάμε, για παράδειγμα, πως η Μελόνι εκμεταλλεύτηκε αριστοτεχνικά το γεγονός πως η «οικουμενική» κυβέρνηση Ντράγκι δεν έχαιρε εκλογικής νομιμοποίησης.
Από την άλλη, βέβαια, η ίδια η αριστοτελική έννοια της «στάσεως» ως κατάλυσης της δημοκρατίας δεν περιγράφει μια βίαιη κατάληψη της εξουσίας αλλά μια συστηματική υπονόμευσή της εκ των έσω. Κοινώς, φωτογραφίζει ακριβώς την περίπτωση στην οποία επιτήδειοι εχθροί της δημοκρατίας εκμεταλλεύονται τους θεσμούς, με τη στήριξη πάντα των πολιτών, που θεωρούν πως έτσι προάγουν τα συμφέροντά τους και το κοινό καλό. Αυτό που ίσως δοκιμάζεται πραγματικά, λοιπόν, από αυτή την άποψη, είναι η ίδια η ποιότητα της δημοκρατίας και του ιταλικού «δήμου», βεβαίως, που έδωσε αυτήν τη σαφή ακροδεξιά εντολή.
Το μόνο ενθαρρυντικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως οι κυβερνήσεις στη γειτονική χώρα τείνουν να έχουν μικρό προσδόκιμο ζωής, μικρή πραγματική ισχύ σε βάθος χρόνου. Ο ίδιος ο συνασπισμός που ανέβασε τη Μελόνι στην εξουσία είναι ευκαιριακός και ευάλωτος, με τον Μπερλουσκόνι και ιδιαίτερα τον Σαλβίνι να φθονούν την απότομη δημοτικότητα και την εκλογική εκτόξευση της εταίρου τους στα ύψη. Άρα το πιθανότερο είναι πως η συγκεκριμένη κυβέρνηση δεν θα μακροημερεύσει, αλλά μένει να το δούμε και στην πράξη. To σίγουρο, πάντως, είναι πως θα πρέπει να ανασυνταχθεί ο αντίπαλος πόλος, ειδικά το πολυδιασπασμένο κεντροαριστερό Partito Democratico πρέπει κάνει μια γενναία ανανέωση του στελεχιακού δυναμικού και της ρητορικής του, εάν θέλει να επανέλθει κάποια στιγμή στο επίκεντρο των εξελίξεων.
Εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Mελόνι, που έως πρόσφατα δήλωνε υπέρμαχη της αποχώρησης της Ιταλίας από το ευρώ, θα προσπαθήσει να στήσει έναν έντονα ευρωσκεπτικιστικό άξονα με συνοδοιπόρους την Πολωνία και την Ουγγαρία, γεγονός που θα δοκιμάσει τις αντοχές της Ένωσης, δεδομένου του ειδικού βάρους της Ιταλίας ως τρίτης οικονομικής δύναμης της Ευρωζώνης.
— Τι είναι αυτό που κάνει το τρίπτυχο της Μελόνι «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια» να κερδίζει έδαφος το 2022; Ποια θα λέγαμε ότι είναι η συνταγή της επιτυχίας της;
Το πασπάλισμα παραδοσιακών προταγμάτων και συνθημάτων, όπως το «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια» με λαϊκιστικό περιεχόμενο. Την ίδια στιγμή που η Mελόνι εμφανίζεται με τεράστιους σταυρούς και δεδομένη στήριξη στο ηθικοπλαστικό αφήγημα της Καθολικής Εκκλησίας, κυκλοφόρησε βίντεο στο TikTok λίγες ώρες πριν από τις εκλογές, όπου εμφανίζεται να βαστάει δυο πεπόνια (λέξη που παραπέμπει στα μεγάλα στήθη) και να κλείνει το μάτι στους ψηφοφόρους. Παράλληλα, λοιπόν, με τον εναγκαλισμό της με υπερσυντηρητικά πρότυπα, η ίδια δείχνει πως δεν έχει ταμπού και πως μπορεί να αυτοσαρκαστεί χωρίς πρόβλημα, οικειοποιούμενη ανερυθρίαστα όχι μόνο τη μάτσο ορολογία αλλά και το ιδιότυπο σεξιστικό χιούμορ της γείτονος. Την ίδια στιγμή το σεξουαλικό υπονοούμενο του βίντεο θυμίζει λίγο την αμερικανική άκρα δεξιά που ενίοτε προωθεί το ιδανικό των «Hot chicks with guns» («Γκόμενες με όπλα»), φλερτάροντας με το αντρικό φαντασιακό περί σεξ και βίας.
Σύμφωνα με τη θεωρητικό Robyn Marasco, είναι επιβεβλημένη η ευρύτερη ανάλυση των λόγων διείσδυσης της μάτσο ορολογίας και αισθητικής σε γυναικεία ακροατήρια ως επιπλέον μέσο κατανόησης του φαινομένου της δημοφιλίας της άκρας δεξιάς – με άλλα λόγια, η ανάλυση του πώς μιλάει «για» και «προς» τις γυναίκες. Στην ουσία, η Mελόνι εγγράφει εαυτόν σε μια μακρά γενεαλογία που θα μπορούσε να ονομαστεί «γυναικείος αντιφεμινισμός», την ίδια στιγμή που προωθεί το ιδανικό της αγίας ιταλικής οικογένειας, δηλώνοντας κατά των αμβλώσεων και των ποσοστώσεων και υπέρ της τεκνοποιίας στον ιερό βωμό της διαιώνισης του ιταλικού έθνους, παραπέμποντας στις απαρχές του φασισμού αλλά και στην καθαρά πατριαρχική έννοια της αντρικής υπεροχής. Η συνταγή αυτή, πάντα σύμφωνα με τη Marasco, φαίνεται να έχει απήχηση σε ευρύτερα ακροατήρια υπερσυντηρητικών ψηφοφόρων όλων των ηλικιών.
— Το σενάριο ενός ακροδεξιού ντόμινο είναι πιθανό στην Ευρώπη; Ποιες θα είναι οι συνέπειές του;
Αυτό που βλέπουμε σε σχέση με το ντόμινο είναι πως η εδραίωση της Λεπέν στη θέση του δεύτερου «σοβαρού» πολιτικού πόλου στη Γαλλία, η επανεκλογή Ορμπάν στην Ουγγαρία, η επικράτηση των ακροδεξιών «Σουηδών Δημοκρατών» στη Σουηδία και τώρα ο θρίαμβος των Fratelli d’Italia στην Ιταλία δείχνουν μια ευρύτερη δυναμική και μια έντονη απενοχοποίηση της ακροδεξιάς διεθνώς. Αντίστοιχα παρατηρούμε και σε χώρες με αυταρχικό παρελθόν, όπως η Ισπανία, όπου παραδοσιακά η ακροδεξιά μεταβολιζόταν μέσα στους κόλπους της ευρύτερης δεξιάς, να βρίσκονται σε αλματώδη άνοδο κόμματα όπως το Vox, με σαφή μετα-φασιστική αύρα. Παρατηρούμε άνοδο της ξενοφοβικής και δυσανεκτικής ακροδεξιάς ακόμα και στη μέχρι πρότινος «εμβολιασμένη» απέναντι σε ακραίες θέσεις Πορτογαλία, μια χώρα που ενηλικιώθηκε δημοκρατικά μέσα στο προοδευτικό πλαίσιο που εισήγαγε η Επανάσταση των Γαριφάλων.
Το ενδιαφέρον με αυτά τα κινήματα είναι πως όλα απαρεγκλίτως παντρεύουν την ακροδεξιά με τον λαϊκισμό, κοινώς αντιδραστικά ιδεολογικά προτάγματα με ευέλικτες λαϊκιστικές πλατφόρμες όπου χωράνε τα πάντα και όπου κοινός παρονομαστής είναι μια μανιχαϊστική, ασπρόμαυρη θέαση της πραγματικότητας με σαφή διαχωρισμό του «καλού» πατριώτη, ντόπιου οικογενειάρχη από τον «κακό» αριστερό, μετανάστη, LGBTQI+ κ.λπ. Από αυτή την άποψη βρισκόμαστε σε αχαρτογράφητα νερά όσον αφορά το μέλλον και μένει να φανεί κατά πόσο τα όπλα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας θα αποδειχτούν αρκετά για να αναχαιτίσουν τη λαίλαπα αυτής της επικίνδυνης σύζευξης.
— Ο πόλεμος στην Ουκρανία, τα σύννεφα της ενεργειακής κρίσης και ο υψηλός πληθωρισμός πόσο μπορούν να ενισχύσουν τον ευρωσκεπτικισμό και την απομόνωση;
Ο συνδυασμός του πολέμου και της ενεργειακής κρίσης αλλά και του υψηλού πληθωρισμού έχουν σαφώς εκρηκτική διάσταση και δυναμική, θυμίζοντας εν μέρει την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του ’70. Η παρούσα κρίση καταδεικνύει ακόμα περισσότερο τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις και τις φυγόκεντρες τάσεις μέσα στην Ευρώπη. Είναι ενδιαφέρουσες και οι μετατοπίσεις που έχουν συντελεστεί, με χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα της Γερμανίας που ξαφνικά επικαλείται τη μέχρι πρότινος ταμπού έννοια της «αλληλεγγύης» (σε θέματα ενεργειακής πολιτικής), με τις χώρες του Νότου να επιδεικνύουν με τη σειρά τους έντονο σκεπτικισμό.
Εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Mελόνι, που έως πρόσφατα δήλωνε υπέρμαχη της αποχώρησης της Ιταλίας από το ευρώ, θα προσπαθήσει να στήσει έναν έντονα ευρωσκεπτικιστικό άξονα με συνοδοιπόρους την Πολωνία και την Ουγγαρία, γεγονός που θα δοκιμάσει τις αντοχές της Ένωσης, δεδομένου του ειδικού βάρους της Ιταλίας ως τρίτης οικονομικής δύναμης της Ευρωζώνης. Παρ’ όλα αυτά, οι ειδικοί επιμένουν πως οι χρηματοπιστωτικές ανάγκες της χώρας και η επικείμενη απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων για την αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος θα βάλουν χαλινό στον ακροδεξιό συνασπισμό που θα κυβερνήσει την Ιταλία και θα τον οδηγήσουν σε πιο μετριοπαθείς πολιτικές και αποφάσεις. Πιθανότατα, λοιπόν, η Mελόνι να προσπαθήσει να καθησυχάσει τους φόβους και τις ανησυχίες των Ευρωπαίων εταίρων της, στελεχώνοντας κρίσιμα υπουργεία, όπως αυτό των οικονομικών, με καθαρόαιμους τεχνοκράτες.
Την ίδια στιγμή όμως, όπως και σε κάθε κρίση, αυτά ακριβώς τα προβλήματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια εμβάθυνση της Ένωσης σε ενεργειακό επίπεδο και όχι μόνο – σενάριο που μοιάζει σχετικά μακρινό, δεδομένης της απουσίας θεληματικών προσώπων και πραγματικής πολιτικής βούλησης.
— Τι φταίει, κατά τη γνώμη σας, και κυριαρχεί η αδυναμία των Ευρωπαίων πολιτικών να νοηματοδοτήσουν σύμβολα και ιδέες που να κρατούν ζωντανή την κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα;
Η νοηματοδότηση συμβόλων και ιδεών που να καταδεικνύουν μια κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα δεν είναι απλή υπόθεση στο ετερογενές αυτό σύνολο, γεγονός που καταδείχτηκε έντονα όχι μόνο με την καταψήφιση πληθώρας ευρωσυνταγμάτων αλλά και στη δυσκολία σμιλέματος ενός κοινού αφηγήματος για το ευρωπαϊκό παρελθόν που σχηματικά αναδείχτηκε στις δυσκολίες στις οποίες προσέκρουσε (και προσκρούει) το στήσιμο του μουσείου ευρωπαϊκής ιστορίας στις Βρυξέλλες. Έχει χυθεί πολύ μελάνι σχετικά με τη δημιουργία της προβληματικής επιτροπής για την υπεράσπιση των κοινών ευρωπαϊκών αξιών υπό τον Μαργαρίτη Σχοινά, και κυρίως για το ποιες είναι αυτές και τι μπορεί να σημαίνουν στον περίπλοκο σύγχρονο κόσμο (πέρα από τα κλισέ που παραπέμπουν στην κλασική ελληνορωμαϊκή κληρονομιά).
Όμως, πέρα από το παρελθόν, το παρόν ενισχύει την έλλειψη κοινού παρονομαστή. Από την εποχή της μεγάλης διεύρυνσης της Ε.Ε., το 2004, παρατηρούμε μια έντονη δυσκολία εμβάθυνσης που συχνά προσκρούει σε άξονες που επενδύονται ιδεολογικά με πραγματικές ή φαντασιακές αξιακές διαφορές. Αυτό αναδείχτηκε έντονα στην κρίση του 2009-10 με τον «εγκρατή» Βορρά και τα «άτακτα» γουρουνάκια του Νότου, αλλά και με την προσφυγική κρίση μετά το 2015 και τον πόλεμο στη Συρία, όταν οι χώρες του Visegrad (Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία) σφράγισαν ερμητικά τα σύνορά τους, διαφοροποιούμενες ουσιαστικά από τις υπόλοιπες και επενδύοντας τον λόγο τους με σαφή ξενοφοβικό περιεχόμενο. Η πανδημία αλλά και η πρόσφατη κρίση με τον πόλεμο στην Ουκρανία κατέδειξαν για άλλη μια φορά τα όρια της ευρωπαϊκής συνοχής.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, στα θετικά των τελευταίων χρόνων θα πρέπει να καταλογιστεί η σχετικά έγκαιρη σύμπλευση των εταίρων στο θέμα της πανδημίας, των εμβολίων και του ευρωπαϊκού ψηφιακού πιστοποιητικού, παρά τις έντονες παλινωδίες της Κομισιόν στην αρχή της υγειονομικής κρίσης, καθώς και τα γρήγορα αντανακλαστικά της τελευταίας σε σχέση με την καταδίκη της πρόσφατης ρωσικής εισβολής. Η άνοδος ή όχι του ευρωσκεπτικισμού όμως θα είναι τελικά συνάρτηση όχι μόνο της ικανότητας της Ε.Ε. να αντιμετωπίζει εγκαίρως και επιτυχώς τις πολλαπλές κρίσεις (η περιβαλλοντική θα είναι προφανώς η επόμενη και η βαθύτερα υπαρξιακή) αλλά και των ίδιων των εθνικών κυβερνήσεων να δώσουν πειστικές λύσεις και απαντήσεις στα προβλήματα και τις ανησυχίες των πολιτών, χωρίς να αφήνουν στην ακροδεξιά ελεύθερο πεδίο για πολιτική εκμετάλλευση.