Ο Αλόνζο Ντέιβις (1942-2024) ήταν ένας πρωτοπόρος Αμερικανός καλλιτέχνης και επιμελητής, γνωστός για το έργο του που συνδυάζει την κοινωνική δικαιοσύνη, τη μετανάστευση και την κλιματική αλλαγή.
Το 1967, ίδρυσε με τον αδελφό του την Brockman Gallery στο Λος Άντζελες, έναν από τους πρώτους μεγάλους εκθεσιακούς χώρους που ανήκαν σε Μαύρους καλλιτέχνες. Η γκαλερί έγινε σημείο αναφοράς για την αφροαμερικανική τέχνη και πολιτισμό.
Ως καλλιτέχνης, ο Ντέιβις δημιούργησε πολυάριθμα έργα, από τοιχογραφίες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 στο Λος Άντζελες έως εντυπωσιακές εγκαταστάσεις από μπαμπού, σύμβολα πολιτιστικής ανθεκτικότητας. Έμπνευσή του ήταν τα ταξίδια του στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και τη Χαβάη, ενώ το έργο του σχολίαζε θέματα όπως η φυλετική βία και η κοινωνική ανισότητα.
Μετά τη μετακόμισή του στο Μέριλαντ το 2002, συνέβαλε στην ανάπτυξη της Gateway Arts District και ίδρυσε πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών στο Κεντάκι.
Η προσωπική του ζωή περιλάμβανε έναν γάμο με τη Ρεβέκκα Μπρέιθγουεϊτ, από τον οποίο απέκτησε δύο κόρες. Τον συντρόφευε τα τελευταία χρόνια η Κέι Λίντσεϊ. Την είδηση του θανάτου του επιβεβαίωσε η γκαλερί Parrasch Heijnen, που εκπροσωπούσε το έργο του.
«Πώς θα αξιολογούσα την καλλιτεχνική μου κληρονομιά;» είχε πει κάποτε. «Δεν ξέρω. Θα αφήσω τους ιστορικούς να αποφασίσουν. Εγώ απλά συνεχίζω να δημιουργώ».
Ο Ντέιβις άφησε πίσω του μια σημαντική κληρονομιά στην τέχνη και στον πολιτικό ακτιβισμό, με έργα που συνεχίζουν να εμπνέουν και να προκαλούν προβληματισμό.